Εχουν περάσει 27(41) χρόνια από το αιματηρό στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ στις 11 Σεπτέμβρη 1973 και 30 χρόνια από την ανάληψη στις 4 Νοέμβρη 1970 των προεδρικών καθηκόντων στη Χιλή από τον Σαλβαδόρ Αλιέντε και το σχηματισμό κυβέρνησης από τις δυνάμεις της «Λαϊκής Ενότητας». Στο μεταξύ σήμερα, η χούντα έχει παραχωρήσει τη θέση της στον κοινοβουλευτισμό, ο Πινοσέτ είναι ισόβιος γερουσιαστής. Αλλά και στο διεθνή περίγυρο οι μεταβολές υπήρξαν περισσότερο δραματικές: τα σοσιαλιστικά καθεστώτα της Ευρώπης και η Σοβιετική Ενωση δεν υπάρχουν πια.
Πολλά στοιχεία της χιλιάνικης εμπειρίας της περιόδου 1970-1973 πρέπει ίσως να ξανασυζητηθούν, άλλοτε για να υπομνησθούν γεγονότα και συμπεράσματα που διατηρούν την επικαιρότητά τους και άλλοτε για να διατυπωθούν νέα συμπεράσματα που προκύπτουν υπό το φως των βαθιών αλλαγών που έγιναν στον κόσμο υπό το βάρος της οπισθοχώρησης του κομμουνιστικού κινήματος. Η μελέτη της εμπειρίας αυτής μπορεί και σήμερα να αξιοποιηθεί από το ανερχόμενο, αργά αλλά σταθερά, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Τριάντα χρόνια μετά, τα λάθη γίνονται ίσως περισσότερο ευδιάκριτα, οι αυταπάτες το ίδιο.
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΛΑΙΣΙΟ
Για την εκλογή του προέδρου Αλιέντε εκτός από τις αγωνιστικές παραδόσεις του χιλιάνικου λαού, στις εξελίξεις των αρχών της δεκαετίας του 1970 έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο, και δε θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, οι διεθνείς εξελίξεις. Οι προοδευτικές δυνάμεις της ανθρωπότητας βγήκαν από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο σαφώς ενισχυμένες. Η κοινότητα των σοσιαλιστικών κρατών περιλάμβανε τώρα πλήθος άλλων χωρών στην Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα. Η Σοβιετική Ενωση με γοργά βήματα άρχισε να συνέρχεται από τις πληγές του πολέμου και να κατοχυρώνει την παρουσία της στη διεθνή σκηνή. Τα ΚΚ των καπιταλιστικών χωρών εξήλθαν από τον πόλεμο με πολύ μεγαλύτερο κύρος. Αρχισε να φουντώνει το εθνικοαπελευθερωτικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα των χωρών της Ασίας και της Αφρικής.
Στη Λατινική Αμερική κορυφαίο γεγονός αποτέλεσε η νίκη της κουβανέζικης επανάστασης το 1959 και η βαθμιαία μετεξέλιξή της από αντιδικτατορική και αντιιμπεριαλιστική σε σοσιαλιστική. Είχε προηγηθεί η ανατροπή της προοδευτικής κυβέρνησης του Αρμπενς στη Γουατεμάλα το 1954 από τους μισθοφόρους της CIA.
Το 1961 είναι η χρονιά όπου ξεκινούν και πάλι οι προσπάθειες του ένοπλου αγώνα στη Νικαράγουα με την ίδρυση του Σαντινιστικού Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης. Το ίδιο έτος, οι ΗΠΑ εξαγγέλλουν το πρόγραμμα «Συμμαχία για την Πρόοδο» προκειμένου να αποφύγουν περαιτέρω επαναστατικές εξάρσεις στην υποήπειρο.
Το 1961 είναι η χρονιά που αποτυγχάνει παταγωδώς η στρατιωτική επιχείρηση που οργάνωσε η CIA για να εισβάλει στην Κούβα στον Κόλπο των Χοίρων. Την ίδια χρονιά αρχίζει δειλά-δειλά το αντάρτικο στη Γουατεμάλα.
Το 1966 δολοφονείται στην Κολομβία ο επαναστάτης ιερέας Καμίλο Τόρρες ο οποίος είχε προσχωρήσει στις τάξεις του αντάρτικου.
Το 1967 δολοφονείται στη Βολιβία ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και διαλύεται το αντάρτικο κίνημα. Ωστόσο, μετά από τρία χρόνια ταραχών, το 1970 που θα έλθει στην κυβέρνηση και ο Αλιέντε, στη Βολιβία αναδεικνύεται μια πατρωτική στρατιωτική κυβέρνηση ενώ αντίστοιχη στρατιωτική κυβέρνηση συγκροτήθηκε στο Περού το 1968.
Το 1970 οι ΗΠΑ βρίσκονται ήδη για τα καλά μπλεγμένες στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η επέμβασή τους έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων σε όλο τον κόσμο και μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δύο χρόνια πριν, οι ΗΠΑ συγκλονίστηκαν από τις μεγάλες φοιτητικές και νεανικές διαδηλώσεις και το κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, πάντως, είναι φανερό ότι πόλεμος στο Βιετνάμ θα λήξει με την επικράτηση των εθνικοαπελευθερωτικών δυνάμεων που επικεφαλής τους ήταν το Βιετναμέζικο ΚΚ.
Στις διεθνείς εξελίξεις πρέπει να συνυπολογιστεί, δίχως άλλο, το επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην ΕΣΣΔ, γενικότερα ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και σε εκείνες του σοσιαλισμού. Μετά την κρίση των πυραύλων το 1962, η άνοδος του επαναστατικού αλλά και του φιλειρηνικού κινήματος σε όλο τον κόσμο, καθώς και η επιμονή της ΕΣΣΔ στην πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης απέδωσαν καρπούς. Το 1970 προετοιμάζεται ουσιαστικά η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη που συνήλθε τρία χρόνια μετά και διακήρυξε το απαραβίαστο των συνόρων στην Ευρώπη.
ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Το 1969 δημιουργείται στη Χιλή η Λαϊκή Ενότητα. Το πρόγραμμά της υπογράφτηκε στις 17 Δεκέμβρη από τα παρακάτω κόμματα: Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚ), Κομμουνιστικό Κόμμα, Ριζοσπαστικό Κόμμα, Κίνηση Ενωμένης Λαϊκής Δράσης, Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.
Το ΣΚ ήταν το ισχυρότερο κόμμα του συνασπισμού. Ιδρύθηκε το 1933 μετά την πτώση της «σοσιαλιστικής δημοκρατίας» του Γκρόβε. Ο Αλιέντε ήταν από τα ιδρυτικά μέλη. Το κόμμα διαφοροποιόταν από την, όπως ισχυριζόταν, «αυστηρή ιδεολογία» του ΚΚ (δηλαδή το μαρξισμό-λενινισμό) και αγωνιζόταν για μια «αντιιμπεριαλιστική οικονομία» σε όλη τη Λατινική Αμερική ενώ δεχόταν το μαρξισμό μόνο «σαν μέθοδο ερμηνείας της πραγματικότητας». Επρόκειτο δηλαδή για ένα σοσιαλρεφορμιστικό κόμμα αντιιμπεριαλιστικής ωστόσο κατεύθυνσης, ίσως και εξαιτίας της ριζοσπαστικοποίησης των λαών ιδιαίτερα μετά την κουβανέζικη επανάσταση. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε μια μακρόχρονη συνεργασία με το ΚΚ Χιλής, λιγότερο ή περισσότερο στενή, κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά.
Παλιότερα, το ΣΚ συμμετείχε μαζί με το Ριζοσπαστικό Κόμμα και το ΚΚ στο Λαϊκό Μέτωπο που κυβέρνησε τη χώρα την περίοδο 1936-1941. Αποχώρησε από αυτό την ίδια χρονιά. Αμέσως μετά διασπάστηκε. Η δεξιά πτέρυγα συμμετείχε ενεργά στην αντικομμουνιστική υστερία από το 1946 και μετά. Δεξιά και αριστερή πτέρυγα του ΣΚ ενώθηκαν και πάλι την ίδια περίπου περίοδο με την επανανομιμοποίηση του ΚΚ. Το ΣΚ δεν είχε σχέσεις με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Το Ριζοσπαστικό Κόμμα υπήρχε από το 1858. Ηταν ο κορμός του Λαϊκού Μετώπου των ετών 1938-1941. Εκφραζε τα μεσαία στρώματα. Το 1969 η αριστερή πτέρυγα πήρε την ηγεσία του κόμματος και το οδήγησε στη Λαϊκή Ενότητα.
Η Κίνηση Ενωμένης Λαϊκής Δράσης προέκυψε από αριστερή διάσπαση της Χριστιανοδημοκρατίας το 1969 και στελεχώθηκε κυρίως από την οργάνωση της νεολαίας της τελευταίας.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ιδρύθηκε το 1966 και, παρά το όνομά του, είχε ταχθεί αλληλέγγυο με την κουβανέζικη επανάσταση. Το 1972 συγχωνεύθηκε με το Ριζοσπαστικό Κόμμα.
Η Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση ήταν το μικρότερο από τα κόμματα που συμμετείχαν στη συμμαχία. Eνα χρόνο μετά την εκλογή του Αλιέντε, το 1971, στη Λαϊκή Ενότητα εντάχθηκε ακόμη η Χριστιανική Αριστερά που προήλθε από διάσπαση των Χριστιανοδημοκρατών.
Οι σχέσεις των κομμάτων της Λαϊκής Ενότητας βασίζονταν στην ισοτιμία. Για τη λήψη των αποφάσεων χρειαζόταν ομοφωνία. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τη δημιουργία της Λαϊκής Ενότητας μέχρι τις προεδρικές εκλογές δημιουργήθηκαν 14.800 επιτροπές βάσης που συσπείρωναν όχι μόνο τα μέλη των κομμάτων αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές που βρίσκονταν εκτός κομμάτων.
Ο ΑΛΛΙΕΝΤΕ
Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε ήταν το πρόσωπο στο οποίο συμφώνησαν οι δυνάμεις της Λαϊκής Ενότητας για να τον ανακηρύξουν υποψήφιο πρόεδρο της συμμαχίας. Ο Αλιέντε ήταν ηγετικό στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και είχε εκλεγεί επανειλημμένα βουλευτής και γερουσιαστής, ήταν υποψήφιος πρόεδρος του ΣΚ σε προηγούμενες προεδρικές εκλογές. Είχε διατελέσει υπουργός Υγείας το 1939 επί κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου.
Ο Αλιέντε ήταν σταθερά εκπρόσωπος της αριστερής πτέρυγας του ΣΚ με αντιιμπεριαλιστικές θέσεις και υπέρμαχος της συνεργασίας σοσιαλιστών και κομμουνιστών. Κρατούσε κάποια απόσταση από τις σοσιαλιστικές χώρες, δε δίσταζε όμως να εξαίρει τις επιτυχίες τους, να υποστηρίζει τη φιλειρηνική πολιτική τους. Ο ίδιος δήλωνε θαυμαστής και υποστηρικτής της κουβανέζικης επανάστασης παρά τις διαφορετικές εκτιμήσεις που είχε με τους ηγέτες της σε κάποια ζητήματα. Εμπνεόταν επίσης από το πρόγραμμα των δέκα σημείων του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου του Βιετνάμ το οποίο μαχόταν εκείνη την περίοδο ενάντια στην ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση.
Ο Αλιέντε ως πρόεδρος είχε σαν άμεσους στενούς συνεργάτες πάντοτε έναν εκπρόσωπο των σοσιαλιστών και έναν των κομμουνιστών. Η τριάδα αυτή εξέταζε τα θεμελιώδη ζητήματα. Ωστόσο, η τριάδα αυτή δε συζητούσε ποτέ, με απαίτηση του Αλιέντε, θέματα που σύμφωνα με το Σύνταγμα θεωρούνταν δικαιοδοσία της διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων. Το σημείο αυτό είναι μια από τις εκφράσεις των πολιτικών αδυναμιών του. Οι αδυναμίες αυτές είχαν την αιτία τους ακριβώς στην ιδεολογική και πολιτική φυσιογνωμία του Σοσιαλιστικού Κόμματος το οποίο, αν και κατά την ιστορική αυτή συγκυρία λάμβανε θέσεις αντιιμπεριαλιστικές, δεν ήταν επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης, δε βασιζόταν στη μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία. Το κόμμα αυτό δεν είχε σαν στόχο του το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό αλλά -σύμφωνα με τη διατύπωση του προγράμματός του- μια «αντιιμπεριαλιστικής κατεύθυνσης μικτή οικονομία».
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Η Λαϊκή Ενότητα ήταν, σύμφωνα με το πρόγραμμά της, η συμμαχία των «λαϊκών επαναστατικών δυνάμεων» που σκοπός τους δεν ήταν μόνο η νίκη στις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους, αλλά η πραγματοποίηση «θεμελιακών μεταβολών», «επαναστατικών μετασχηματισμών» και η μετάθεση της εξουσίας «από τις παλιές κυρίαρχες ομάδες στους εργάτες, τους αγρότες και τα προοδευτικά στρώματα της μεσαίας τάξης των πόλεων και της υπαίθρου».
Η Λαϊκή Ενότητα έθετε ως προς το πολιτικό ζήτημα δύο στόχους: α) να διαφυλάξει και να επεκτείνει τις δημοκρατικές κατακτήσεις των εργαζομένων, β) «να μεταβάλλει τους ισχύοντες θεσμούς, εγκαθιδρύοντας ένα νέο κράτος όπου η εργατική τάξη και γενικά ο λαός θα ασκεί την πραγματική εξουσία».
Ο άμεσος στόχος, που συνδεόταν άλλωστε με τις προεδρικές εκλογές, ήταν η ανάδειξη μιας «λαϊκής κυβέρνησης» η οποία θα στήριζε «την ισχύ και την εξουσία της κατά κύριο λόγο στην υποστήριξη που της παρέχει ο οργανωμένος λαός». Στην κυβέρνηση αυτή θα συμμετείχαν, όπως και έγινε, «όλα τα επαναστατικά κόμματα, κινήματα και τάσεις».
Ποια ήταν, όμως, τα μέτρα που προέβλεπε το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας σχετικά με τη μεταβολή των υπαρχόντων κρατικών θεσμών; Η Λαϊκή Ενότητα διακήρυσσε τη δημιουργία μιας νέας δομής εξουσίας, ενός «λαϊκού κράτους» το οποίο θα έπρεπε «να οικοδομηθεί από τη βάση προς τα πάνω, μέσα από μια διαδικασία εκδημοκρατισμού σε όλα τα επίπεδα και με την οργανωμένη κινητοποίηση των μαζών».*
Αναφορικά με το σκληρό πυρήνα κάθε κρατικής εξουσίας, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, το πρόγραμμα αναφερόταν ειδικά στο στρατό και στην αστυνομία. Για τις ένοπλες δυνάμεις (που ήταν κατά βάση επαγγελματικές και εξαρτημένες από τις ΗΠΑ) έθετε το στόχο «της διασφάλισης» του εθνικού χαρακτήρα τους και της άρνησης να χρησιμοποιηθούν ενάντια στο λαό ή για τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων.
Σαν γραμμή της αμυντικής πολιτικής του «λαϊκού κράτους» επιβεβαιωνόταν η διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της χώρας απέναντι στις επιβουλές του ιμπεριαλισμού και των ολιγαρχιών των γειτονικών κρατών.
Το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας αναφερόταν και στην αστυνομία: «Η αστυνομία θα πρέπει να αναδιοργανωθεί ώστε να μη χρησιμοποιηθεί ποτέ πια σαν καταπιεστική δύναμη ενάντια στο λαό, αλλά αντίθετα να εκπληρώνει τον προορισμό της, που είναι να υπερασπίζει το λαό από αντικοινωνικές ενέργειες».
Σε ό,τι αφορά τους κρατικούς θεσμούς και τα κέντρα των αποφάσεων, το πρόγραμμα της Λαϊκή Ενότητας αναφερόταν στην ανάγκη δημιουργίας ενός μόνου κεντρικού αντιπροσωπευτικού θεσμού, της Λαϊκής Συνέλευσης, που θα αντικαθιστούσε τον αντιδημοκρατικό διαχωρισμό ανάμεσα στη Βουλή και στη Γερουσία.
Σημαντικότερη καινοτομία, που άνοιγε ριζοσπαστικές προοπτικές, ήταν η εξαγγελία του θεσμοθετημένου ελέγχου του λαού στους εκπροσώπους του καθώς και η δυνατότητα των εκλογέων να ανακαλούν τους αντιπροσώπους κάθε στιγμή που θεωρούν ότι έπαψαν να εκφράζουν τα λαϊκά συμφέροντα. «Τα μέλη της Λαϊκής Συνέλευσης και όλων των οργάνων λαϊκής εκπροσώπησης θα ελέγχονται από τους εκλογείς τους, μέσα από ορισμένες μορφές συμβουλίων που θα έχουν την εξουσία να ανακαλούν την εντολή». Επιπλέον, η Λαϊκή Ενότητα διακήρυσσε ότι θα καθιερώσει ένα σύστημα ασυμβίβαστων, έτσι ώστε «αν ένας βουλευτής ή δημόσιος υπάλληλος ενεργεί σαν αντιπρόσωπος ιδιωτικών συμφερόντων θα αποστερείται από το αξίωμά του».
Η Λαϊκή Συνέλευση θα ήταν, κατά το πρόγραμμα, το όργανο που θα ενέκρινε το σχέδιο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Η εξουσία αυτή, μέσα στη λογική του προγράμματος για τη οικονομική πολιτική, ξεπερνούσε κατά πολύ, τυπικά και ουσιαστικά την αρμοδιότητα ψήφισης του κρατικού προϋπολογισμού. Στο θέμα αυτό το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας έθετε τον πυρήνα της λογικής του κεντρικού σχεδιασμού, αποφασιστικό όργανο του οποίου θα ήταν ο κεντρικός αντιπροσωπευτικός θεσμός.
Η Λαϊκή Συνέλευση θα ήταν, κατά το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας, επικεφαλής ενός ιεραρχημένου πλέγματος συμβουλίων της τοπικής αυτοδιοίκησης, δημοκρατικά εκλεγμένων και ελεγχόμενων από το λαό.
Επιπλέον, το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας προέβλεπε τη συμμετοχή των εργατικών και άλλων κοινωνικών οργανώσεων στο σχεδιασμό της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης, στη λήψη αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα των κάθε είδους κρατικών θεσμών καθώς, και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο, στην «εποπτεία των διοικητικών λειτουργιών», στην παρακολούθηση του κρατικού μηχανισμού στην καθημερινή, πρακτική υλοποίηση των νόμων και της πολιτικής γραμμής.
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Η οικονομική πολιτική της Λαϊκής Ενότητας είχε ως στόχο «την αντικατάσταση της σημερινής δομής της οικονομίας με την αφαίρεση της δύναμης του ντόπιου και ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και των μεγαλοτσιφλικάδων για ν’ αρχίσει το χτίσιμο του σοσιαλισμού». Η πολιτική αυτή θα έπρεπε να υλοποιηθεί μέσα από το δημοκρατικό σχεδιασμό και με κύριο μοχλό τον κρατικό τομέα της οικονομίας.
«Η διαδικασία του μετασχηματισμού της οικονομίας μας», έγραφε το πρόγραμμα, «αρχίζει με τη δημιουργία ενός ισχυρού κρατικού τομέα που θα αποτελείται από τις επιχειρήσεις που τώρα ανήκουν στο κράτος, μαζί με κείνες που θα απαλλοτριωθούν». Προβλεπόταν η εθνικοποίηση των ξένων εταιρειών που εκμεταλλεύονταν τον ορυκτό πλούτο καθώς και της αντίστοιχης μεταλλευτικής βιομηχανίας. Στον κρατικό τομέα θα έπρεπε να περάσουν επίσης οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες, το εξωτερικό εμπόριο, οι μεγάλες επιχειρήσεις στον τομέα της διανομής, η ενέργεια, οι συγκοινωνίες, το κύκλωμα του πετρελαίου και των υποπροϊόντων του, το τσιμέντο, τα πετροχημικά, τα βαρέα χημικά, το χαρτί και γενικά τα «βιομηχανικά μονοπώλια στρατηγικής σημασίας».
Στο πρόγραμμα υπήρχε η διευκρίνιση ότι «οι απαλλοτριώσεις θα πραγματοποιηθούν με πλήρη προστασία των συμφερόντων του μικρού μετόχου». Για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, «στις οποίες η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής υπάρχει ακόμα», η Λαϊκή Ενότητα υποστήριζε ότι «θα ωφεληθούν από τη γενική σχεδιοποίηση της εθνικής οικονομίας». Υπογραμμιζόταν επίσης ότι «τα δικαιώματα των εργατών και υπαλλήλων αυτών των επιχειρήσεων, για ικανοποιητικές αποδοχές και συνθήκες δουλειάς, θα διασφαλιστούν και θα είναι σεβαστά».
Το πρόγραμμα δεν αναφερόταν, ωστόσο, στα μεσαία στρώματα αν και θα περίμενε κανείς να υπάρχει ιδιαίτερη αναφορά σε μέτρα στήριξης των μικροαστικών στρωμάτων απέναντι στην πίεση του μεγάλου κεφαλαίου (κυρίως των αυτοαπασχολούμενων επαγγελματιών) καθώς και σε μέτρα ενθάρρυνσης της ένταξής τους σε συνεταιρισμούς και στο εθνικό σχέδιο ανάπτυξης.
Για την αγροτική οικονομία το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας υποστήριζε ότι έπρεπε να επιταχυνθούν οι απαλλοτριώσεις τσιφλικιών που είχαν πολύ δειλά αρχίσει επί προεδρίας Φρέι. Παράλληλα, θεωρούσε απαραίτητο να ευνοηθεί η συνεταιριστική οργάνωση των κτημάτων που απαλλοτριώνονται. Κάποια από αυτά τα κτήματα θα έπρεπε να οργανωθούν σε κρατικά αγροκτήματα με σύγχρονες τεχνολογικές μεθόδους. Γενικότερα, προβλεπόταν η διευκόλυνση και ενθάρρυνση των μικρών και μεσαίων ιδιοκτητών να ενταχθούν στους συνεταιρισμούς ή να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα και τις υπηρεσίες τους.
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η εξωτερική πολιτική που επαγγελόταν η Λαϊκή Ενότητα στηριζόταν στην αρχή της καλλιέργειας ισότιμων σχέσεων με όλα τα κράτη ανεξάρτητα από τον προσανατολισμό τους και στην αντιιμπεριαλιστική αλληλεγγύη με τους λαούς αλλά και τις κυβερνήσεις.
Η Λαϊκή Ενότητα θεωρούσε «ουσιώδες να καταγγελθούν και να καταργηθούν συνθήκες και συμβάσεις που περιορίζουν την κυριαρχία μας και ιδιαίτερα τα διάφορα σύμφωνα αμοιβαίας βοήθειας και άλλα που η Χιλή έχει υπογράψει με τις ΗΠΑ».
H λαϊκή κυβέρνηση δεσμευόταν να στηρίξει τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους, ενάντια στην νεοαποικιοκρατία και στον ιμπεριαλισμό, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Ξεχωριστή αναφορά γινόταν στην αλληλεγγύη προς το λαό του Βιετνάμ και προς την κουβανέζικη επανάσταση η οποία χαρακτηριζόταν ως «εμπροσθοφυλακή της Λατινοαμερικάνικης επανάστασης και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Νοτιοαμερικάνικη ήπειρο».
Το πρόγραμμα ανέφερε, επίσης, ότι «η φιλία και συνεργασία με τις σοσιαλιστικές χώρες θα ενισχυθούν».
Στον τομέα της λατινοαμερικάνικης πολιτικής δινόταν βάρος στην πολιτική της αμοιβαίας συνεννόησης και σεβασμού με τα κράτη της περιοχής. Η λαϊκή κυβέρνηση δεσμευόταν να υποστηρίξει την ολοκλήρωση των λατινοαμερικάνικων χωρών με την προϋπόθεση ότι αυτή «θα πρέπει να θεμελιωθεί πάνω σε οικονομίες απελευθερωμένες από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και εκμετάλλευση».
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Οπως είναι ευνόητο, τα μέτρα που αφορούσαν την κοινωνική πολιτική περιελάμβαναν ένα ξεχωριστό μέρος στο πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας. Καταρχήν εξαγγέλλονταν μια σειρά ρυθμίσεις για την άμεση ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων όπως: αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών κάθε 6 μήνες ή όποτε η αύξηση του κόστους ζωής ξεπερνά το 5%, βελτίωση και επέκταση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος, χρηματοδότηση πλατιού προγράμματος κατασκευής κατοικιών για το λαό. Ειδική μέριμνα δινόταν στο πρόγραμμα για τα μέτρα ενίσχυσης της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία.
Αυτά συμπληρώνονταν με ριζοσπαστικές προτάσεις για βαθείς μετασχηματισμούς σε όφελος των εργαζομένων στους τομείς της παιδείας και της υγείας, στον αθλητισμό.
EΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Στις 4 Σεπτέμβρη 1970 ο Αλιέντε έλαβε 36,3% των ψήφων έναντι 35% που πήρε ο δεξιός υποψήφιος του Εθνικού Κόμματος, Χόρχε Αλεσσάντρι, και 27,8% που έλαβε ο υποψήφιος των Χριστιανοδημοκρατών, Ραδομίρο Τόμιτς.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Χιλής πρόεδρος θα έπρεπε να αναδειχτεί εκείνος από τους δύο πρώτους υποψηφίους που θα λάμβανε την πλειοψηφία από το Κογκρέσσο (Βουλή και Γερουσία από κοινού). Για να γίνει αυτό η Λαϊκή Ενότητα έπρεπε να πετύχει κάποια συμφωνία με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Στις επαφές που έγιναν, οι Χριστιανοδημοκράτες ζήτησαν εγγυήσεις που αφορούσαν κυρίως την τήρηση του ισχύοντος Συντάγματος. Η τελευταία τις αποδέχτηκε γιατί έκρινε ότι η κατάκτηση της προεδρίας θα έδινε ώθηση στο λαϊκό κίνημα. Ετσι, 24 Οκτώβρη 1970 το Κογκρέσσο με 153 σε σύνολο 200 επικυρώνει τη εκλογή του Αλιέντε.
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 4ης Σεπτέμβρη δημιούργησαν μεγάλη ανησυχία στην Ουάσιγκτον για προφανείς λόγους. Στις εκθέσεις Αμερικανών παραγόντων της εποχής φαίνεται καθαρά ο φόβος για την επίδραση της εκλογικής νίκης του Αλιέντε ιδιαίτερα στην Αργεντινή και στη Βραζιλία.
Εκείνο που προξενεί εντύπωση με πρώτη ματιά είναι πώς και γιατί οι αντιδραστικές δυνάμεις επέτρεψαν την εκλογή του Αλιέντε, πώς δεν κατάφεραν να την παρεμποδίσουν με τον ένα ή άλλο τρόπο. Ο πρώτος λόγος είναι ότι η εκλογή Αλιέντε αποτέλεσε το επιστέγασμα μακρόχρονων λαϊκών αγώνων. Η αντίδραση και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ ξόδεψαν τεράστια ποσά για προπαγάνδα και εξαγορά ψήφων αλλά δεν τα κατάφεραν. Σε ένα βαθμό ίσως οι κύκλοι της ολιγαρχίας αλλά και των ΗΠΑ να μην πίστευαν ότι θα μπορούσε ο Αλιέντε να αποσπάσει την πλειοψηφία. Αλλωστε και το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν πράγματι οριακό.
Mετά τις εκλογές και μέχρι την επικύρωση της ανάδειξης του Αλιέντε από το Κογκρέσσο (ένας μήνας και δέκα μέρες), το χαρακτηριστικό της πολιτικής της ντόπιας άρχουσας τάξης και των ΗΠΑ ήταν η ταλάντευση για το ποιο δρόμο θα πρέπει να ακολουθήσουν.
Υπήρχαν παράγοντες της οικονομικής ολιγαρχίας της Χιλής, του πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου, καθώς και παράγοντες των πολυεθνικών και του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ που υποστήριζαν ένθερμα την άμεση λύση του στρατιωτικού πραξικοπήματος.
Οι ηγετικοί κύκλοι της Χριστιανοδημοκρατίας ταλαντεύονταν και αυτοί. Ετσι, ο απερχόμενος Χριστιανοδημοκράτης πρόεδρος, Εδουάρδο Φρέι, ενώ αρχικά είχε εγκρίνει σε μυστικές επαφές τη λύση του στρατιωτικού πραξικοπήματος πριν την κρίσιμη ψηφοφορία στο Κογκρέσσο, στη συνέχεια μετέβαλε τη στάση του και δήλωνε στους στρατιωτικούς και τους παράγοντες της πρεσβείας των ΗΠΑ ότι είναι αντίθετος στο πραξικόπημα.
Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο το πραξικόπημα φαινομενικά θα στρεφόταν ενάντια στον Φρέι, αφού αυτός ήταν ακόμη πρόεδρος, έτσι ώστε να μη χρεωθεί το κόμμα του την ανατροπή του Αλιέντε και τη συνεργασία με τους πραξικοπηματίες. Ωστόσο, η κοινωνική βάση της Χριστιανοδημοκρατίας που την αποτελούσαν κυρίως σχετικά ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων πίεσε αντικειμενικά στη στήριξη του Αλιέντε.
Hταν τόση η πίεση του λαϊκού κινήματος ώστε η αντανάκλασή του βρήκε έδαφος ακόμη και στο δεξιό Εθνικό Κόμμα του οποίου ο υποψήφιος πρόεδρος, Χόρχε Αλεσσάντρι παραιτήθηκε από τη υποψηφιότητα κατά την επικείμενη ψηφοφορία στο Κογκρέσσο με μια -φαινομενικά- χειρονομία καλής θέλησης που, ωστόσο, γινόταν κατά κάποιο τρόπο εκ του ασφαλούς αφού ο Αλεσσάντρι θα ήταν ο χαμένος της ψηφοφορίας όπως είχαν εξελιχτεί τα πράγματα.
Από την άλλη πλευρά, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ έκρινε, και μάλλον ορθά, ότι οι ένοπλες δυνάμεις της Χιλής στην παρούσα φάση δεν είχαν «τη θέληση ή την ικανότητα ν’ αναλάβουν τον έλεγχο της χώρας». Στο μεταξύ, παράγοντες των αμερικανικών εταιρειών και της CIA οργάνωναν επαφές με στρατιωτικούς και πολιτικούς ή επιχειρηματίες με σκοπό να βολιδοσκοπήσουν αρχικά το έδαφος και να δημιουργήσουν στη συνέχεια τις προϋποθέσεις μιας στρατιωτικής ανταρσίας. Τα αποτελέσματα αυτών των συναντήσεων και διαβουλεύσεων ήταν όμως πενιχρά.
O άνθρωπος-κλειδί για τις συναντήσεις αυτές ήταν ο πρώην στρατηγός της χωροφυλακής, Ροβέρτο Βιω. Ο Βιω είχε οργανώσει εξέγερση ένα χρόνο πριν με αίτημα την αύξηση των μισθών των στρατιωτικών. Η ανταρσία είχε καταπνιγεί ταχύτατα από τον Φρέι και ο Βιω είχε εκδιωχθεί. Κατάφερε όμως να συγκεντρώσει γύρω του πλήθος εν ενεργεία και απόστρατων αντιδραστικών αξιωματικών.
Ο Βιω ετοίμαζε πραξικόπημα για τις αρχές Οκτώβρη 1970. Η Ουάσιγκτον όμως τον «συμβούλευσε» να σταματήσει γιατί κατά τη γνώμη της δεν ήταν αρκετά προετοιμασμένος, αλλά ούτε ο χρόνος ήταν κατάλληλος.
Αντίστοιχες επαφές, επίσημες και ανεπίσημες, έκανε και ο Αλιέντε με τους στρατιωτικούς. Η Λαϊκή Ενότητα είχε επιρροή στο στράτευμα, πιο πολύ βέβαια στους στρατιώτες και στα κατώτερα και μεσαία στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και πολύ λιγότερο στην ηγεσία. Είναι ενδεικτικό ότι κανένας διοικητής μονάδας δε βρέθηκε να υποστηρίξει το εγχείρημα του Βιω. Παράλληλα, η Λαϊκή Ενότητα φαινόταν να είναι σχετικά ενήμερη των κινήσεων του Βιω και του περιβάλλοντός του και ο Αλιέντε κατήγγειλε σε ομιλία του τις σκευωρίες.
Η αδυναμία της ολιγαρχίας και των ΗΠΑ να αντιταχθούν δυναμικά στη Λαϊκή Ενότητα δημιουργούσε κλίμα παθητικότητας και απογοήτευσης στους συντηρητικούς κύκλους ακόμη και σε επιχειρηματίες, ντόπιους και ξένους.
Αυτό δε σήμαινε ότι εγκατέλειπαν τα σχέδια ανατροπής της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας. Tα προωθούσαν απλά με διαφορετικούς ρυθμούς και τρόπους.
Υπήρχαν μάλιστα και εκείνοι που υποστήριζαν ότι η υπερβολική πίεση στον Αλιέντε τη δεδομένη στιγμή θα τον έσπρωχνε πιο αριστερά. Οι υποστηρικτές της άμεσης δράσης αντέτασσαν ότι ο Αλιέντε θα αναγκαστεί από τα πράγματα να βαδίσει αριστερότερα και ότι όσο περνά ο καιρός οι ένοπλες δυνάμεις θα γίνονται ολοένα και πιο ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις λαϊκές αντιδράσεις που θα μπορούσαν να πάρουν τη μορφή απεργιών, διαδηλώσεων ακόμη και ανταρτοπολέμου.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΣΝΑΪΝΤΕΡ
O στρατηγός Ρενέ Σνάιντερ ήταν ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων της Χιλής. Μετά τις εκλογές της 4ης Σεπτέμβρη προσεγγίστηκε με σκοπό να πειστεί να συμμετάσχει ή και να διευθύνει, το πραξικόπημα ενάντια στον απερχόμενο πρόεδρο Φρέι πριν το Κογκρέσσο αποφασίσει για τη διαδοχή. Ο Σνάιντερ αρνήθηκε. Ετσι, δυο μέρες πριν την κρίσιμη ψηφοφορία ο στρατηγός Σνάιντερ δολοφονήθηκε καθώς μετέβαινε από το σπίτι του προς το γραφείο. Τρία αυτοκίνητα έφραξαν το δρόμο στο δικό του και άνοιξαν πυρ.
Τις προηγούμενες βδομάδες είχαν σημειωθεί διάφορες τρομοκρατικές ενέργειες της ακροδεξιάς, κυρίως εκρήξεις βομβών.
Η δολοφονία του Σνάιντερ είχε βέβαια πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο από τις βομβιστικές επιθέσεις. Δεν επρόκειτο μόνο για εκδίκηση επειδή είχε αρνηθεί να συμπράξει σε πραξικόπημα. Αποτελούσε επίδειξη πυγμής και κίνηση εκφοβισμού.
Στο μεταξύ η αστυνομία συνέλαβε δύο απόστρατους ταγματάρχες. Ο ένας είχε στο σπίτι του ολόκληρο οπλοστάσιο ενώ ο άλλος ηγούνταν παράνομης τρομοκρατικής οργάνωσης της ακροδεξιάς. Η εφημερίδα του ΚΚ Χιλής αποκάλυπτε τις ίδιες μέρες τις ύποπτες διασυνδέσεις τους και ένα σχέδιο δολοφονίας του Αλιέντε που καθοδηγούνταν από τη CIA και τον στρατηγό Πανούσε της Αργεντινής.
Ομως, η αναταραχή που προκάλεσαν αυτά τα γεγονότα δεν απέτρεψαν την εκλογή του Αλιέντε από το Κογκρέσσο. Στις 24 Οκτώβρη 1970 ήταν οριστικά ο πρόεδρος της Χιλής.
Η αντίδραση μελετούσε με προσοχή τα επόμενα βήματά της που θα ήταν: οικονομικός πόλεμος, παραπληροφόρηση, εξαγορά, σαμποτάζ, αποσταθεροποίηση και τέλος πραξικόπημα.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ
Λίγες μέρες μετά την ψηφοφορία στο Κογκρέσσο σχηματίστηκε και ανέλαβε τα καθήκοντά της η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας. Σε αυτήν συμμετείχαν τρεις κομμουνιστές, τρεις σοσιαλιστές, τρεις του Ριζοσπαστικού Κόμματος, δύο του Σοσιαλδημοκρατικού, ένας της Κίνησης Ενωμένης Λαϊκής Δράσης, ένας από την Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση και ένας εξωκομματικός. Στις ηγετικές θέσεις των βασικών ιδρυμάτων του κεντρικού κρατικού μηχανισμού, των οργάνων τοπικής εξουσίας, των πρεσβειών και άλλων σημαντικών κρατικών υπηρεσιών τοποθετήθηκαν άνθρωποι της εμπιστοσύνης του προέδρου Αλιέντε που εκπροσωπούσαν τα κόμματα της Λαϊκής Ενότητας.
Το συνταγματικό καθεστώς της Χιλής έδινε στον πρόεδρο και στην κυβέρνηση αρκετά μεγάλες εξουσίες. Ωστόσο, μια σειρά αλλαγές έπρεπε, με βάση το Σύνταγμα, να γίνουν με νομοθετικές αλλαγές που θα έπρεπε γι’ αυτό να ψηφιστούν από το Κογκρέσσο. Εκεί όμως τα κόμματα της Λαϊκής Ενότητας είχαν τη σχετική και όχι την απόλυτη πλειοψηφία. Αυτό σήμαινε ότι για να υπερψηφιστούν κρίσιμοι νόμοι, όπως για παράδειγμα εκείνος των εθνικοποιήσεων, χρειαζόταν η άσκηση πίεσης από τα κάτω ώστε να αναγκαστούν οι Χριστιανοδημοκράτες να υπερψηφίσουν ή, πάντως, να μην εμποδίσουν την ψήφιση των σχεδίων νόμων της κυβέρνησης.
Bέβαια, το ίδιο το Σύνταγμα έδινε τη δυνατότητα στον πρόεδρο, σε περίπτωση σύγκρουσης ανάμεσα στην εκτελεστική και στη νομοθετική εξουσία, να διαλύσει τη Βουλή μετά από δημοψήφισμα. Αυτό όμως μπορούσε να το κάνει μόνο μια φορά σε όλη τη διάρκεια της προεδρικής θητείας.
Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας είχε δεσμευτεί, βέβαια, να μην παραβιάσει το Σύνταγμα. Αυτός ήταν ο βασικός όρος που ζήτησαν οι Χριστιανοδημοκράτες για να ψηφίσουν τον Αλιέντε.
Σε αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση προχώρησε σε σειρά σημαντικών αλλαγών. Εθνικοποιήθηκε καταρχήν ο χαλκός, το σημαντικότερο προϊόν της χώρας που το εκμεταλλεύονταν ως τότε οι αμερικάνικες πολυεθνικές. Μέσα στα πρώτα δύο χρόνια διακυβέρνησης οι εθνικοποιήσεις περιέλαβαν και πολλούς άλλους καίριους κλάδους της οικονομίας όπως τα μεταλλουργεία, τα ορυχεία σιδηρομεταλλεύματος και νίτρου, τα εργοστάσια τσιμέντου, την κλωστοϋφαντουργία, την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και τις τράπεζες. Οι εργάτες συμμετείχαν ενεργά στη διοίκηση των εργοστασίων, κυρίως των εθνικοποιημένων. Ο δημόσιος τομέας της οικονομίας παρήγαγε στα τέλη του 1972 περισσότερο από το 50% του ακαθάριστου βιομηχανικού προϊόντος. Συνολικά η βιομηχανική παραγωγή, επίσης, αυξήθηκε με γρηγορότερους ρυθμούς.
Επιπλέον, το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων αυξήθηκε σημαντικά, η ανεργία έπεσε από το 8,8% στο 3%. Η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε κατά 20,1%. Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας δημιουργήθηκε καθολικό υγειονομικό σύστημα. Θεαματικές πρόοδοι σημειώνονται στον τομέα του αναλφαβητισμού και της δημόσιας εκπαίδευσης.
Η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών προχώρησε. Αναδασώθηκαν 600 χιλιάδες στρέμματα. Χιλιάδες αγρότες πήραν γη. Αρχισαν να συγκροτούνται συνεταιρισμοί και η ζωή στο χωριό άρχισε να αλλάζει. Η κατάσταση των ιθαγενών ινδιάνων βελτιώθηκε αισθητά.
ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι αξιόλογες αυτές αλλαγές έγιναν παρά την επίμονη, πεισματική άρνηση του Κογκρέσσου να εγκρίνει τα σχετικά νομοσχέδια, τις συνεχείς διαβουλεύσεις και κάτω από τη διαρκή κωλυσιεργία του κρατικού μηχανισμού που καλούνταν να υλοποιήσει τους νόμους.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι οι εθνικοποιήσεις ξεκίνησαν λίγες μέρες αφού η κυβέρνηση ανέλαβε τα καθήκοντά της με βάση κάποιο νόμο της «σοσιαλιστικής δημοκρατίας» του 1932, ο οποίος τυπικά εξακολουθούσε να μην έχει καταργηθεί, αν και βέβαια παρέμενε ανενεργός και άγνωστος ακόμη και στους νομικούς.
Η αστική αντιπολίτευση εμφανίζεται ακόμη αποδυναμωμένη και διασπασμένη. Η πολιτική της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας αυξάνει την επιρροή της στο λαό. Ετσι, στις δημοτικές εκλογές του Απρίλη του 1971 η Λαϊκή Ενότητα έλαβε το 50,8%.
Eιδικότερα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα συγκέντρωσε το 22,89%, το ΚΚ πήρε το 17,36%, το Ριζοσπαστικό Κόμμα το 8,18% ενώ τα άλλα κόμματα της Λαϊκής Ενότητας πήραν το καθένα γύρω στο 1%.
Ωστόσο, η κυβέρνηση, παρότι διέθετε και την τυπική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, δεν αποφάσισε να αξιοποιήσει τη συνταγματική δυνατότητα για διάλυση της Βουλής μέσω δημοψηφίσματος και την προκήρυξη νέων εκλογών για τροποποίηση του Συντάγματος. Μια τέτοια λύση θα παρείχε τη δυνατότητα ενός, σύμφωνου με το Σύνταγμα, χτυπήματος της αντιδραστικής αντιπολίτευσης και μάλιστα σε συνθήκες και σε χρονική στιγμή από τις πλέον κατάλληλες για τις αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις, μια και η δημοτικότητα της κυβέρνησης βρισκόταν στο απόγειό της. Τα οικονομικά και άλλα μέτρα που είχε λάβει, είχαν βελτιώσει αισθητά τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων σε όλους τους τομείς σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Επειδή όμως είναι φανερό ότι αυτή η επιλογή θα όξυνε την ταξική πάλη, φόβισε τις μικροαστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στο συνασπισμό και που δεν ήταν αποφασισμένες να οδηγηθούν ως την τελική σύγκρουση με την εξουσία της ολιγαρχίας. Να υπογραμμίσουμε ότι ένα μήνα πριν τις δημοτικές εκλογές είχε σημειωθεί αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα ενάντια στον Αλιέντε, γεγονός που θα έπρεπε να προβληματίσει αφού έδειχνε για μια ακόμη φορά ότι ο αντίπαλος θα χρησιμοποιούσε κάθε μέσο. Αντί για την αντεπίθεση του λαϊκού κινήματος σε μια συγκυρία ευνοϊκή για την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας επιλέχτηκε η «λύση» του κατευνασμού των αντιδραστικών δυνάμεων.
Από την άλλη, το ΚΚ δεν είχε ίσως την απαιτούμενη αποφασιστική επιρροή στο συνασπισμό, αλλά ούτε και την ξεκάθαρη θέληση να πείσει το λαϊκό κίνημα και να οδηγήσει στην αποφασιστική σύγκρουση με την άρχουσα τάξη.
Δυο μήνες μετά τις δημοτικές εκλογές δολοφονήθηκε από αναρχικούς ο πρώην υπουργός εσωτερικών επί προεδρίας του Χριστιανοδημοκράτη Φρέι. Οι Χριστιανοδημοκράτες κατηγόρησαν ανοιχτά την κυβέρνηση Αλιέντε ως υπεύθυνη για τη δολοφονία, οξύνοντας επικίνδυνα το πολιτικό κλίμα και αξιοποιώντας τις τυχοδιωκτικές ενέργειες στοιχείων που καμιά σχέση με την κυβέρνηση δεν είχαν.
OΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Τους τελευταίους μήνες του 1971, ένα περίπου χρόνο από την εκλογή του Αλιέντε, άρχισαν να διαφαίνονται οι πρώτες οικονομικές δυσκολίες στις οποίες συνέβαλαν αποφασιστικά οι ΗΠΑ με την εφαρμογή του «αόρατου οικονομικού αποκλεισμού» της Χιλής. Σταδιακά άρχισε να ανεβαίνει ο πληθωρισμός και μαζί το κόστος ζωής. Ο ανεφοδιασμός σε προϊόντα, μαζί και σε προϊόντα πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, άρχισε επίσης να παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες. Η παραγωγική δραστηριότητα στη χώρα εμφάνισε σημάδια κάμψης καθώς οι ανεπάρκειες του ανεφοδιασμού έπληξαν την παραγωγική διαδικασία. Αυτά όλα είχαν σαν συνέπεια να δημιουργηθούν συνθήκες αύξησης της λαϊκής δυσαρέσκειας, γεγονός που έσπευσε να το επωφεληθεί η αντίδραση επιχειρώντας να μειώσει την επιρροή της Λαϊκής Ενότητας στο λαό.
Οι ΗΠΑ αξιοποιούσαν ακριβώς την εξαρτημένη και συμπληρωματική θέση της χιλιάνικης οικονομίας σε σχέση με εκείνη των ΗΠΑ κυρίως, αλλά και γενικότερα τη θέση της αστικής τάξης της Χιλής στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Βαρίδι ήταν το μεγάλο εξωτερικό χρέος της Χιλής όπου ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει κάθε χρόνο, το καθόλου αξιοκαταφρόνητο ποσό των 200 εκ. δολαρίων, αν και είχε ξεκινήσει η κυβέρνηση την επαναδιαπραγμάτευσή του.
Πολύ μεγάλο πρόβλημα απετέλεσε πτώση της τιμής του χαλκού στην παγκόσμια αγορά. Αυτό είχε σαν συνέπεια τη μείωση των εσόδων της Χιλής κατά 240 εκ. δολάρια το χρόνο από το παραδοσιακά κύριο εξαγωγικό προϊόν της. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι η πτώση της τιμής του χαλκού δεν οφειλόταν στις πιέσεις των «θεσμικών επενδυτών» και των ιμπεριαλιστικών κρατών με στόχο τη Χιλή και ότι ήταν καθαρά «συγκυριακή», η ουσία δεν αλλάζει. Αλλα προβλήματα ήταν η άνοδος της τιμής των εισαγομένων προϊόντων, κυρίως τροφίμων και πετρελαίου. Η φυγή ειδικευμένων επιστημόνων στο εξωτερικό, η κωλυσιεργία της διοίκησης, το σαμποτάρισμα της παραγωγής, οι βομβιστικές ενέργειες κατά εργοστασίων, γεφυριών κλπ. Η απόκρυψη εμπορευμάτων και η παρεμπόδιση μεταφοράς τους.
Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας προσπάθησε να αντιμετωπίσει τη δύσκολη κατάσταση αυξάνοντας τη φορολογία των εύπορων στρωμάτων για να αυξήσει τα έσοδα. Κάλεσε επίσης τους εργαζόμενους να αυξήσουν την παραγωγή και την παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ προσπάθησε να αναπτύξει παραπέρα το σχεδιασμό. Για το πρόβλημα των εισαγωγών και εξαγωγών η Χιλή προσανατολίστηκε περισσότερο στις σχέσεις συνεργασίας με τη Σοβιετική Ενωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Η ΕΣΣΔ χορήγησε δάνειο με ευνοϊκούς όρους για την αγορά τροφίμων. Ομως, δεν υπήρξε μια ποιοτική μεταβολή στον τομέα αυτόν που θα οδηγούσε στη σταδιακή μείωση των δυνατοτήτων του ιμπεριαλισμού για άσκηση οικονομικής πίεσης.
Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των εσόδων από την αύξηση της φορολογίας των μεγάλων επιχειρηματιών ήταν βέβαια σωστό μέτρο, δεν ήταν όμως επαρκές. Χρειαζόταν να προχωρήσουν παραπέρα οι εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων του μεγάλου κεφαλαίου. Ετσι θα μπορούσε να αφαιρεθεί οικονομική ισχύς από την αστική τάξη, να περιοριστούν οι δυνατότητές της για άσκηση πιέσεων, εξαγορά προσώπων κλπ. Ακόμη με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε η κυβέρνηση να διαθέσει περισσότερα οικονομικά μέσα για την επίλυση των προβλημάτων. Θα γινόταν επίσης πιο αποτελεσματικός και περισσότερο ουσιαστικός ο σχεδιασμός και η αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων.
Τέλος, στον τομέα της αύξησης της παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας τα αποτελέσματα των εκκλήσεων της κυβέρνησης ήταν βέβαια αξιόλογα, αλλά όχι καθοριστικά. Σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομίας και κυρίως αστικής εξουσίας, οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν να εκπληρωθούν με τον τρόπο και στο βαθμό που γνώρισε η ανθρωπότητα, μετά τις μεγάλες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα.
Ακόμη, η φυγή ειδικών στο εξωτερικό, το σαμποτάζ, η απόκρυψη εμπορευμάτων θα περιορίζονταν καλύτερα και θα ελαχιστοποιούνταν στο βαθμό που βάθαινε η συνεργασία με τις σοσιαλιστικές χώρες που μπορούσαν να παράσχουν ειδικούς και μέσα για την αντιμετώπιση του οικονομικού σαμποτάζ. Επίσης, μια πιο θαρραλέα πολιτική έναντι της άρχουσας τάξης θα ισχυροποιούσε το σχεδιασμό, τον έλεγχο, την καταγραφή και τη διακίνηση των εμπορευμάτων, θα αποθάρρυνε τη συμμαχία των μικροαστικών στρωμάτων με το μεγάλο κεφάλαιο και την αντίδραση και με ορισμένα μέτρα στήριξής τους απέναντι στην πίεση του μεγάλου κεφαλαίου, πιθανά θα έγερναν προς την κυβέρνηση.
Ομως, ο σχεδιασμός, ο έλεγχος και το σύνολο αυτών των μέτρων απαιτούσαν μια άλλη κρατική δομή που να μπορεί να υλοποιήσει αυτά τα καθήκοντα. Το ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας ερχόταν με πιεστικό τρόπο στην επιφάνεια. Μονάχα έτσι ο σχεδιασμός θα αποκτούσε αποφασιστική οντότητα, ο έλεγχος το ίδιο, ο ανεφοδιασμός θα γινόταν με την αποτελεσματικότητα που μόνο η εργατική, λαϊκή ενεργητική συμμετοχή μπορούν να επιτύχουν, χωρίς την κωλυσιεργία του αστικού κρατικού μηχανισμού.
Οπωσδήποτε η κυβέρνηση, όπως προαναφέρθηκε, πήρε κάποιες πρωτοβουλίες. Αξιοποίησε ακόμη, σε ένα βαθμό, τη λαϊκή πρωτοβουλία και οργάνωση για να λύσει το πρόβλημα του ανεφοδιασμού. Ομως, συνολικά δεν ξεπέρασε το κρίσιμο όριο που θα έθετε το ερώτημα της κατάκτησης της εξουσίας από τις λαϊκές δυνάμεις και που θα προσέδιδε αποτελεσματικότητα ποιοτικά ανώτερη σε όλες τις ενέργειές της.
Είναι γεγονός ότι, μέσα στην οικονομική κρίση και την επίθεση των αντιδραστικών δυνάμεων, πολλά εργοστάσια, όχι μόνο μεγάλα αλλά και μεσαία ή μικρά καταλήφθηκαν από τους εργάτες οι οποίοι απαιτούσαν την εθνικοποίησή τους. Επρόκειτο για μια αυθόρμητη απάντηση στην οικονομική και πολιτική επιθετικότητα της ολιγαρχίας. Η αντίδραση αυτή στηρίχτηκε και από τους αριστεριστές του Κινήματος Επαναστατικής Αριστεράς (MIR), το οποίο δεν είχε όμως αξιόλογη επιρροή. Η εργατική τάξη μάλλον απαντούσε αυθόρμητα στη σχετική διστακτικότητα της κυβέρνησης, της ασκούσε με την πράξη της κριτική.
Στις δυνάμεις της Λαϊκής Ενότητας ή τουλάχιστον στην πλειοψηφία τους, υπήρξαν αυταπάτες για τις δυνατότητες της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση και την επίθεση του μεγάλου κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας και χωρίς να λυθεί το πρόβλημα της εξουσίας. Μαζί με τις αυταπάτες πρέπει να συνυπολογιστεί η μη διάθεση συνολικής σύγκρουσης με την ολιγαρχία που υπήρχε σε κάποιες από τις συνεργαζόμενες δυνάμεις ή για άλλες μη ξεκάθαρη αντίληψη των πραγματικών καθηκόντων της ταξικής πάλης που έμπαιναν στην ημερήσια διάταξη και τέλος για άλλες όλοι αυτοί οι παράγοντες συνυπήρχαν.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΙΕΣΗ
Παράλληλα με την οικονομική πίεση που ασκούσαν οι ΗΠΑ και η ολιγαρχία της Χιλής αυξανόταν και η πολιτική δραστηριότητα της αντίδρασης εκμεταλλευόμενη ακριβώς τις οικονομικές δυσκολίες. Ο κύριος στόχος της άρχουσας τάξης ήταν να κερδίσει τα μεσαία στρώματα και να κλονίσει την επιρροή της Λαϊκής Ενότητας στην εργατική τάξη. Στην προσπάθεια αυτή η αντίδραση χρησιμοποιούσε συνδυασμένα τα νόμιμα και τα παράνομα μέσα, την προπαγάνδα και την εξαγορά, την κοινοβουλευτική πάλη και το πεζοδρόμιο. Επρόκειτο πραγματικά για «εμπνευσμένη» πολιτική προσπάθεια. Η άρχουσα τάξη της Χιλής με τη στενή καθοδήγηση της CIA εκμεταλλεύθηκε στο πεδίο αυτό την πλούσια πολιτική της πείρα. Φαίνεται επίσης πως διδάχθηκε πολλά από τη μελέτη του λαϊκού κινήματος.
Τον Οκτώβρη του 1971 εκτυλίχτηκε καμπάνια των συντηρητικών δυνάμεων ενάντια στην πρόθεση της κυβέρνησης να εθνικοποιήσει τη βιομηχανία χαρτιού. Βασικό επιχείρημα ήταν ότι η εθνικοποίηση αποτελεί πρόσχημα για την κατάργηση της ελευθερίας του Τύπου.
Το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου επισκέφθηκε τη Χιλή ο Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος περιόδευσε σε όλη τη χώρα, μίλησε σε συγκεντρώσεις τονίζοντας την ανάγκη ενότητας των αριστερών δυνάμεων και επικρίνοντας τη στάση του αριστερίστικου MIR που αυτοπαρουσιαζόταν ως καστρικής και γκεβαρικής κατεύθυνσης. Η αντιπολίτευση ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών για δήθεν παρέμβαση του Κάστρο στα εσωτερικά της χώρας.
Την 1 Δεκέμβρη 1971 γυναίκες, κυρίως των πιο εύπορων στρωμάτων του Σαντιάγο, οργάνωσαν διαμαρτυρία στους δρόμους της πόλης κρατώντας άδειες κατσαρόλες. Κατά τη διάρκεια της πορείας έγιναν βανδαλισμοί από ακροδεξιά στοιχεία. Παράλληλα, οργανώνεται η απόκρυψη εμπορευμάτων, η μαύρη αγορά και η κερδοσκοπία. Η κυβέρνηση απάντησε με τη δημιουργία σωματείων προστασίας των καταναλωτών και για τον έλεγχο των εμπόρων από τους καταναλωτές.
Το Μάρτη του 1972 αποκαλύφθηκε σχέδιο της νεοφασιστικής οργάνωσης «Πατρίδα και Ελευθερία» που προέβλεπε τη δημιουργία ταραχών και στρατιωτικής ανταρσίας για την κατάληψη του προεδρικού μεγάρου.
Τον επόμενο μήνα η αστική αντιπολίτευση οργάνωσε την «Πορεία για τη Δημοκρατία» στο Σαντιάγο που συγκέντρωσε 200 χιλιάδες άτομα. Η Λαϊκή Ενότητα απάντησε με την «Πορεία για την Πατρίδα» που συγκέντρωσε πάνω από 400 χιλιάδες.
Τέλη Αυγούστου του 1972 οργανώθηκε η απεργία της ομοσπονδίας εμπόρων λιανικής πώλησης. Λίγες μέρες μετά γίνεται διαδήλωση 700 χιλιάδων ατόμων υποστηρικτών της Λαϊκής Ενότητας για τη δεύτερη επέτειο από την εκλογή του Αλιέντε. Μια βδομάδα αργότερα, στις 11 Σεπτέμβρη, αποτυγχάνει η δεύτερη δολοφονική απόπειρα ενάντια στον Αλιέντε.
Στο μεταξύ οι οικονομικές δυσκολίες εντείνονται κάτω από το βάρος του οικονομικού σαμποτάζ και του «αόρατου αποκλεισμού». Τον Οκτώβρη, η ομοσπονδία ιδιοκτητών φορτηγών αυτοκινήτων ξεκινά απεργία αόριστης διάρκειας. Ακολουθούν οι έμποροι λιανικής πώλησης και μετά οι σύλλογοι των γιατρών, των δικηγόρων και άλλοι. Οι απεργίες οργανώθηκαν κάτω από τις εντυπώσεις δυσαρέσκειας που επηρέασαν κυρίως τα μεσαία στρώματα, αλλά και με τη χρησιμοποίηση των μεθόδων του εκβιασμού, της τρομοκρατίας, των απειλών (όχι μόνο συνδικαλιστών αλλά πολύ πλατύτερα) καθώς οι πράκτορες της CIA και οι φασιστικές οργανώσεις δρούσαν σχεδόν ανενόχλητοι. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η τιμή του δολαρίου στη μαύρη αγορά την περίοδο αυτή έπεσε, γεγονός που αποτελεί ένδειξη ότι διακινήθηκε μεγάλη ποσότητα αμερικάνικου νομίσματος για εξαγορές σε μεγάλη κλίμακα. Οσοι συνδικαλιστές ή εργαζόμενοι δεν πείθονταν και δεν εξαγοράζονταν ή δίσταζαν να συμμετέχουν στην απεργία, εξαναγκάζονταν από τις ομάδες τραμπούκων.
Η κυβέρνηση απάντησε με συλλήψεις συνδικαλιστών ηγετών της αντιπολίτευσης, επίταξη φορτηγών και δημιουργία δικτύου διανομής βασισμένο στις λαϊκές οργανώσεις. Παράλληλα, διαπραγματευόταν με τους απεργούς υποσχόμενη λύσεις στα προβλήματά τους. Η απεργία τελικά έληξε στις αρχές Νοέμβρη. Δεν κράτησε ούτε ένα μήνα αν και ο συνέπειές της στην οικονομία ήταν ορατές, κυρίως, εξαιτίας της γεωγραφικής διάρθρωσης της Χιλής.
Στην εκτόνωση της κατάστασης βοήθησε ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Σε αυτήν πλέον συμμετείχαν ο πρόεδρος και ο γραμματέας των εργατικών συνδικάτων ενώ τη θέση του υπουργού εσωτερικών και αντιπροέδρου της κυβέρνησης κατέλαβε ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Πράτς. Υπήρχαν ακόμη δύο στρατιωτικοί με υπουργικά χαρτοφυλάκια. Ο Πρατς μαζί με άλλους υπουργούς ήταν που ζήτησε τον τερματισμό της απεργίας υποσχόμενος ικανοποίηση αρκετών αιτημάτων και ομαλή διεξαγωγή των κοινοβουλευτικών εκλογών που πλησίαζαν.
Oι εκλογές έγιναν το Μάρτη του 1973. Παρά την έξαλλη προπαγανδιστική εκστρατεία της αντίδρασης, η Λαϊκή Ενότητα έλαβε το 44% των ψήφων, λίγο λιγότερο βέβαια από τις δημοτικές του 1971, αλλά κατά 8% περισσότερο από τις προεδρικές του 1970. Αύξησε μάλιστα και την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση καθώς οι προηγούμενες βουλευτικές εκλογές είχαν γίνει πριν το 1970 οπότε οι αριστερές δυνάμεις δεν είχαν ούτε καν τη σχετική πλειοψηφία. Από την άλλη, οι δυνάμεις της αντίδρασης δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν τα 2/3 των εδρών που χρειάζονταν, με βάση το Σύνταγμα, για να καθαιρέσουν τον πρόεδρο.
Ενα μήνα μετά τις εκλογές η αντιπολίτευση συνέρχεται από την ήττα της και καθοδηγεί την απεργία στα μεταλλεία χαλκού «Ελ Τενιέντε». Αν και συμμετέχει σε αυτήν μόνο το 35% του προσωπικού, η απεργία διαρκεί οκτώ εβδομάδες και η παραγωγή πέφτει κατά 70% περίπου.
Μετά από αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις στους δρόμους με οπαδούς της κυβέρνησης, τον Ιούλη του 1973 στασίασε ένα σύνταγμα τεθωρακισμένων στο Σαντιάγο. Η στάση καταστάλθηκε από στρατεύματα υπό τον στρατηγό Πρατς. Κομμουνιστές και σοσιαλιστές συμφώνησαν στο μεταξύ να προωθήσουν την οργάνωση της «Λαϊκής Δύναμης», εργατικής ουσιαστικά πολιτοφυλακής.
Στις ένοπλες δυνάμεις γίνονταν το διάστημα αυτό απομακρύνσεις προοδευτικών και δημοκρατικών αξιωματικών από κρίσιμα πόστα, ενώ στρατιώτες και ναύτες συλλαμβάνονται, βασανίζονται, τιμωρούνται γιατί έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους με τα πραξικοπηματικά σχέδια. Ο ίδιος ο Πρατς προπηλακίζεται στο δρόμο από ομάδες αντιδραστικών και παραιτείται αργότερα από αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, καταγγέλλοντας ταυτόχρονα τα σχέδια για πραξικόπημα. Δολοφονήθηκε μετά το πραξικόπημα στην Αργεντινή όπου είχε καταφύγει με την οικογένειά του. Διάδοχός του στην αρχηγία ήταν ο Αουγκούστο Πινοτσέτ.
Παράλληλα, με πρόσχημα την εφαρμογή του νόμου για τον έλεγχο των όπλων, ο στρατός τρομοκρατεί τα εργατικά συνδικάτα και άλλες λαϊκές οργανώσεις κάνοντας εφόδους και βιαιοπραγώντας. Ο νόμος είχε ψηφιστεί συναινετικά από κυβέρνηση και αντιπολίτευση με στόχο, υποτίθεται, την ειρήνευση και τον αφοπλισμό των ένοπλων οργανώσεων πολιτών από όποιο χώρο και αν προέρχονταν. Στην πραγματικότητα ο νόμος χρησιμοποιήθηκε για να τρομοκρατήσει τις προοδευτικές δυνάμεις, να κάνει ο στρατός μια «πρόβα τζενεράλε», ενώ οι δεξιές παραστρατιωτικές ομάδες έμειναν ανενόχλητες. Παράλληλα, νέα απεργία των ιδιοκτητών φορτηγών ξέσπασε τον Ιούλη 1973 και συνοδεύτηκε από δολοφονίες (ανάμεσά τους ο υπασπιστής του Αλιέντε, πλωτάρχης Αράγια), ανατινάξεις και εμπρησμούς εργοστασίων.
Στις 4 Σεπτέμβρη, μια βδομάδα πριν το πραξικόπημα, 800.000 οπαδοί της Λαϊκής Ενότητας συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν την τρίτη επέτειο από την εκλογή του Αλιέντε.
TΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ
Στις 11 Σεπτέμβρη 1973 εκδηλώθηκε το πραξικόπημα του Πινοτσέτ. Καταλήφθηκε το βασικό λιμάνι της χώρας, βομβαρδίστηκαν ραδιοφωνικοί σταθμοί. Διεξήχθηκαν μάχες ενάντια σε λίγους οπλισμένους εργάτες της Λαϊκής Ενότητας στο προεδρικό μέγαρο, σε εργοστάσια, στο πανεπιστήμιο, σε γραφεία εφημερίδων. Γύρω στις δύο το μεσημέρι ο Αλιέντε ήταν νεκρός.
Αρχισαν μαζικές συλλήψεις στελεχών και μελών της Λαϊκής Ενότητας, εκτελέσεις επί τόπου άοπλων αγωνιστών, άγριοι ξυλοδαρμοί. Στρατόπεδα συγκέντρωσης, κολαστήρια βασανιστηρίων και εκτελέσεων δημιουργήθηκαν απ’ άκρη σε άκρη σε όλη τη χώρα. Οι φρικαλεότητες της πρώτης κιόλας ημέρας του πραξικοπήματος καταγράφτηκαν χαρακτηριστικά στην ανταπόκριση των δύο Γερμανών πολιτών που ήταν ανταποκριτές της γερμανικής ραδιοφωνίας: «Μπροστά μας εκτέλεσαν 400 με 500. Ηταν η μεγαλύτερη ομάδα που εκτελέστηκε μέσα στο γήπεδο. Το άλλο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ακούσαμε και είδαμε να σκοτώνουν τους ανθρώπους με το ξύλο. Δεν τους βασάνιζαν, τους χτυπούσαν μέχρι να πεθάνουν».
Η παγκόσμια δημοκρατική κοινή γνώμη έκανε λόγο για «νέα Τζακάρτα», αφού η αγριότητα και οι σφαγές στη Χιλή πήραν τέτοια έκταση που θύμισαν σε όλους τις σφαγές στην Ινδονησία το 1965. Πολλοί παρομοίασαν τότε, και όχι μόνο αριστερές πολιτικές δυνάμεις, τις μεθόδους του καθεστώτος Πινοτσέτ με εκείνες του ναζισμού: πνιγμοί κρατουμένων που τους είχαν δέσει τα χέρια στο νερό, ξερίζωμα των μελών με τανάλιες, επί τόπου τουφεκισμοί εργατών προς παραδειγματισμό όταν σε κάποιο ορυχείο κατέβηκαν σε απεργία λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα. Ακόμη και σήμερα η εισαγγελία της Ισπανίας και όχι μόνο αυτή, κάνει λόγο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Οι νεκροί των πρώτων ημερών μετά το πραξικόπημα υπολογίστηκαν σε 30.000, ενώ οι κρατούμενοι σε φυλακές και στρατόπεδα στις 40.000.
Η Βουλή και τα κόμματα καταργήθηκαν στο όνομα της δημοκρατίας και του πατριωτισμού. Οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις αποδόθηκαν ξανά στις ξένες πολυεθνικές και στους ντόπιους επιχειρηματίες. Ο πληθωρισμός εξανέμισε το λαϊκό εισόδημα. Κάθε δημοκρατικό δικαίωμα καταργήθηκε. Οι εκτελέσεις γίνονταν είτε μετά από δίκη στο στρατοδικείο είτε χωρίς καμιά διαδικασία. Συλλήψεις στα σπίτια, έλεγχοι οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
Η εγκύκλιος Νο 34/1973 της στρατιωτικής λογοκρισίας υπογράμμιζε ότι η λέξη εργάτης πρέπει να αντικατασταθεί σε όλες τις εφημερίδες και τα μέσα ενημέρωσης από τις λέξεις «χειρώναξ υπάλληλος», ενώ η λέξη σύντροφος πρέπει να διαγραφεί από το λεξιλόγιο.
Δεν μπορεί βέβαια να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το πραξικόπημα και όσα ακολούθησαν ήταν ένα καλοστημένο και επεξεργασμένο σχέδιο της CIA. Ηταν για την ακρίβεια η τελική πράξη ενός σχεδίου που είχε κατά βάση αρχίσει να υλοποιείται πριν την εκλογή του Αλιέντε.
Οι υπηρεσίες των ΗΠΑ μελετούσαν επισταμένα τη χιλιάνικη κοινωνία. Mέχρι και κοινωνιολογικές έρευνες γίνονταν από ειδικευμένους επιστήμονες, Αμερικανούς και Χιλιανούς με υποτροφίες αμερικάνικων πολυεθνικών και κρατικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 είναι γνωστές τέτοιες έρευνες που μελετούσαν τις τάσεις στη χιλιανή κοινωνία, σε κάθε κοινωνική τάξη, αλλά και σε επιμέρους κοινωνικά στρώματα.
Επιπλέον, διευθυντικά στελέχη των αμερικάνικων πολυεθνικών που εκμεταλλεύονταν τη Χιλή και τους Χιλιανούς ήταν συνήθως και πράκτορες της CIA. Aυτοί ενορχήστρωσαν την κλιμάκωση της αντίδρασης ενάντια στη Λαϊκή Ενότητα μέχρι το πραξικόπημα. Τεράστια ποσά δαπανήθηκαν για την ενίσχυση των μέσων ενημέρωσης των αντιδραστικών δυνάμεων, για τη στρατολογία ανθρώπων, την εξαγορά άλλων, για τη συγκρότηση νόμιμων και παράνομων οργανώσεων, για τις πλουσιοπάροχες αμοιβές των στελεχών και μελών τους.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ στηρίχτηκαν στη συμφωνία αμοιβαίας στρατιωτικής βοήθειας που υπήρχε ανάμεσα στις δύο χώρες πριν την εκλογή του Αλιέντε και την οποία η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας δίστασε να καταγγείλει. Ετσι, γίνονταν κοινά γυμνάσια, στρατιωτικοί σύμβουλοι και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών (CIA, κατασκοπεία του στρατού ξηράς, του ναυτικού κλπ.) των ΗΠΑ είχαν κάθε νόμιμη δυνατότητα να ασκήσουν κάθε μορφής επιρροή στο στράτευμα. Αξιωματικοί της Χιλής εκπαιδεύονταν από Αμερικανούς στις σχολές των ΗΠΑ και στις γνωστές σχολές δολοφόνων που είχαν οι ΗΠΑ στον Παναμά, στο Πουέρτο Ρίκο, στις ΗΠΑ και που ειδικεύονταν ακριβώς στα πραξικοπήματα, καθώς και στην αντιμετώπιση και καταστολή των λαϊκών κινημάτων. Οι ΗΠΑ είχαν κάθε δυνατότητα να ασκήσουν νόμιμα υλική και ιδεολογική επίδραση.
Σήμερα πια είναι γνωστό ότι υπήρχε κέντρο που συντόνιζε το στρατό, τα κόμματα της συντηρητικής αντιπολίτευσης, τις παράνομες ή ημιπαράνομες ακροδεξιές οργανώσεις, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στη Χιλή δρούσαν φανερά, νόμιμα, εκτός από τη στρατιωτική αποστολή των ΗΠΑ, 89 υπάλληλοι του υπουργείου εξωτερικών των ΗΠΑ και σχεδόν 1.500 μυστικά εισαγμένοι πράκτορες.
Αυτό που, κυρίως, φοβούνταν ντόπια ολιγαρχία και ΗΠΑ ήταν ο κίνδυνος, να ξεφύγει η Λαϊκή Ενότητα από τις αυταπάτες για τα όρια της αστικής νομιμότητας και να θέσει πρωτοβουλιακά η ίδια ή, τουλάχιστον, το πιο πρωτοπόρο κομμάτι της το ζήτημα της εξουσίας. Ηδη, με κοινή απόφαση του ΚΚ και του ΣΚ καθώς και με απόφαση της Συνομοσπονδίας Εργατών προωθούνταν, αν και με εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς, η οργάνωση της εργατικής πολιτοφυλακής. Ανάλογες ενέργειες είχε προωθήσει πρωτύτερα το MIR.
Εξάλλου, η αντίδραση δεν ήθελε απλά μια ήττα του Αλιέντε. Ηθελε να καταφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα στο λαϊκό κίνημα στη Χιλή, να κερδίσει μια στρατηγική νίκη έτσι ώστε να κάνει καιρό να σηκώσει το κεφάλι ο χιλιάνικος λαός και να κλείσει με ένα τρόπο και για κάποιο διάστημα το «μέτωπο» της Νότιας Αμερικής. Για το λόγο αυτό, έπρεπε να ακολουθήσει το ματοβαμένο μακελειό που γνωρίζουμε και το οποίο δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα των ενεργειών κάποιων φανατικών. Ηταν σχεδιασμένο να εξοντωθεί το πρωτοπόρο, το μαχητικό κομμάτι του χιλιάνικου λαού.
Εκτός των άλλων, το Σεπτέμβρη του 1973 είχαν ολοκληρωθεί οι προετοιμασίες του στρατού για το πραξικόπημα και είχε ολοκληρωθεί ο συντονισμός των διαφορετικών αποχρώσεων συντηρητικών δυνάμεων. Η απόπειρα πραξικοπήματος που έγινε δύο μήνες πριν βοήθησε σημαντικά στην εξάσκηση των πραξικοπηματιών του Σεπτέμβρη, γιατί δεν ήταν ένα «εύκολο» πραξικόπημα όπως το ελληνικό του 1967. Από την άλλη, η εμπειρία της απόπειρας του Ιούλη βοήθησε στο ξεκαθάρισμα (με συλλήψεις, μεταθέσεις κλπ.) και στον εντοπισμό των προοδευτικών αξιωματικών και στρατιωτών, έτσι ώστε λίγο πριν την εκκίνηση στις 11 Σεπτέμβρη να συλληφθούν και να εκτελεστούν πολλοί από αυτούς. Διαφορετικά δεν ήταν δεδομένη η αντίδραση του στρατού παρότι στη δομή και τη λογική και τη στελέχωσή του ήταν εκ των πραγμάτων αστικός και φιλο-ιμπεριαλιστικός. Υπήρχε κίνδυνος να αποτύχει το πραξικόπημα. Ακόμη παραπέρα υπήρχε για την άρχουσα τάξη ο κίνδυνος να διασπαστεί ο στρατός, έτσι ώστε ένα τμήμα του να αποτελούσε μαζί με την εργατική πολιτοφυλακή που ήταν στα σπάργανα, τη βάση ενός νέου, λαϊκού στρατού.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ;
Το πραξικόπημα προκάλεσε, εκτός των άλλων, περισσότερες θεωρητικές συζητήσεις για την εμπειρία της περιόδου Αλιέντε από ό,τι αυτή η περίοδος της διαυβέρνησης. Το ίδιο το ΚΚ Χιλής εξέτασε επανειλημμένα τα δεδομένα της εποχής.
Στα άρθρα και στα βιβλία που γράφτηκαν την εποχή εκείνη ή λίγο μετά από αυτήν συνηθίζεται να γίνεται λόγος για επανάσταση στη Χιλή. To ΚΚ Χιλής υποστήριζε ότι είχε ξεκινήσει η επαναστατική διαδικασία της οποίας πρώτο στάδιο ήταν η αντιιμπεριαλιστική, αντιολιγαρχική, δημοκρατική επανάσταση και το δεύτερο θα ήταν η καθαυτό σοσιαλιστική επανάσταση. Υπήρξε όμως πραγματικά επανάσταση στη Χιλή ανάμεσα στο 1970 και 1973; Με την επιστημονική έννοια του όρου, και μόνο μια τέτοια αντιμετώπιση πρέπει να επιφυλάσσουμε σε αυτόν, επανάσταση στη Χιλή θα υπήρχε αν είχε υπάρξει ανατροπή της αστικής εξουσίας και αντικατάστασής της από μια νέα εξουσία, δια μέσου της κινητοποίησης των μαζών[1].
Η εκλογική νίκη του 1970, παρά το γεγονός ότι υπήρξε καρπός και επιστέγασμα της ανόδου των λαϊκών αγώνων, δεν έδωσε την εξουσία στους εργαζόμενους και ούτε θα μπορούσε να το κάνει άλλωστε από μόνη της. Εδωσε μόνο τη δυνατότητα σχηματισμού της κυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας», ως έκφρασης αλλαγών στο συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος της ολιγαρχίας και αποδυνάμωσης της εξουσίας της. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η αστική τάξη έχασε την κρατική εξουσία που είναι μηχανισμός δομημένος και στελεχωμένος με τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Το κράτος διακρίνεται από την ενότητα του ταξικού του περιεχομένου, παρά την τυχόν σχετική αυτοτέλεια των επιμέρους μηχανισμών του. Κατά συνέπεια, με την αποδυνάμωση της αστικής τάξης στο κυβερνητικό επίπεδο, παρόλο που αυτό δεν είναι λίγο, δεν μπορεί να γίνει στα σοβαρά λόγος ούτε για κατάκτηση μέρους της κρατικής εξουσίας, όπως τότε θεωρήθηκε.
Σε άρθρο του το 1977, ο Βολόντια Τεϊτελμπόιμ, μέλος της Πολιτικής Επιτροπής της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ Χιλής, σημείωνε ότι «διαμορφωνόταν στη Χιλή η προεπαναστατική κατάσταση» κατά την προεκλογική του 1970 περίοδο.
Με το σχηματισμό της κυβέρνησης Αλιέντε και τα πρώτα φιλολαϊκά μέτρα της όπως οι πρώτες εθνικοποιήσεις, η ένταση της αντίδρασης του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας άρχουσας τάξης και η αντίστοιχη κινητικότητα των μαζών ως απάντηση και απαίτηση για πορεία προς τα εμπρός, φαίνεται ότι άρχισαν να διαμορφώνουν συνθήκες επαναστατικής κατάστασης το διάστημα 1970-1973[2].
Τελικά, η Λαϊκή Ενότητα δεν τόλμησε να επιλύσει το ζήτημα της εξουσίας που είχε τεθεί επί τάπητος. Δεν ήταν τόσο οικονομικά μέτρα πιο ριζοσπαστικά ό,τι χρειάζονταν, αλλά ότι έπρεπε να ξεκαθαρίσει το θέμα της πολιτικής εξουσίας, του κράτους. Η Λαϊκή Ενότητα έπρεπε να διαλέξει με δική της πρωτοβουλία το χρόνο της σύγκρουσης κατά τον οποίο θα είχε πετύχει τη μέγιστη λαϊκή συσπείρωση και θα είχε οργανωθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ομως, το ερώτημα που μπαίνει είναι: Ηταν δυνατόν με τις ιδεολογικοπολιτικές δεσμεύσεις και του ΚΚ στην πάση θυσία συμμόρφωση στην αστική συνταγματική νομιμότητα και με τις αυταπάτες της αφετηρίας του εγχειρήματος να κάνει τη μεγάλη στροφή και να επιχειρήσει το άλμα προς τα εμπρός;
Το πιο καίριο και ακανθώδες πρόβλημα ήταν αυτό του στρατού. Η πλειοψηφία των δυνάμεων της Λαϊκής Ενότητας είχε λεγκαλιστικές αυταπάτες για τον ταξικό χαρακτήρα και για τη στάση που θα τηρήσει τελικά ο στρατός ή δεν επιθυμούσε, δεν ήταν αποφασισμένη και δεν προετοιμαζόταν ουσιαστικά για τη ρήξη.
Η θέση του ΚΚ Χιλής για το στρατό ήταν λαθεμένη. Ο τότε Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του κόμματος, Λουίς Κορβαλάν, υποστήριζε σε συνέντευξή του το 1972 ότι στη Χιλή «οι αλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο στα πλαίσια του νόμου, παίρνοντας υπόψη την εξέλιξη της κατανόησης από τους στρατιωτικούς του ρόλου τους στην κοινωνία που θέλει να χτίσει ο λαός» και ότι «οι στρατιωτικοί δεν επιδιώκουν την πολιτική εξουσία». Υπήρχε μάλιστα η αντίληψη πως «είναι αλήθεια ότι και οι στρατιωτικοί θεσμοί χρειάζονται μετασχηματισμό. Ομως ο μετασχηματισμός αυτός δεν πρέπει να επιβληθεί, αλλά να γεννηθεί μέσα στους στρατιωτικούς, να έρθει σαν αποτέλεσμα της πεποίθησής τους για την αναγκαιότητά του»!
Επιπλέον, δεν οργανώθηκε έγκαιρα, αλλά και όταν ξεκίνησε έμεινε στα μισά του δρόμου, η εργατική πολιτοφυλακή. Υπήρχαν, ωστόσο, από την αρχή πολλές ευκαιρίες για να προχωρήσει αποφασιστικά η υπόθεση αυτή. Τις έδινε η ίδια η τρομοκρατική δράση της αντίδρασης, γεγονός που θα νομιμοποιούσε τη δημιουργία πολιτοφυλακής ακόμη και σε λαϊκές μάζες που δεν ακολουθούσαν τη Λαϊκή Ενότητα. Η δουλειά στο στρατό, σε συνδυασμό με την πολιτοφυλακή και τις λαϊκές οργανώσεις θα δημιουργούσαν μια παράλληλη εξουσία που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας τις επιβουλές της CIA.
Η Λαϊκή Ενότητα έδινε την εντύπωση ότι προσπαθούσε να ξεφύγει από τη σύγκρουση και μάλιστα την ένοπλη σύγκρουση με την άρχουσα τάξη, αντί να προετοιμάζεται ποικιλότροπα γι΄ αυτήν. Δε συνειδητοποιούσε ότι αυτή ήταν αναπόφευκτη, ότι η ολιγαρχία και ο ιμπεριαλισμός δε θα παρέδιδαν με κανένα τρόπο την εξουσία τους αμαχητί.
Παρ’ όλα αυτά και το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας με ένα τρόπο, αλλά και το ΚΚ Χιλής, δια στόματος Λουίς Κορβαλάν, προειδοποιούσαν από το 1970 ότι «δεν αποκλείεται να αναγκαστεί στο μέλλον ο λαός να καταφύγει στη μια ή την άλλη μορφή ένοπλης πάλης». Υποστήριζαν επίσης ότι «σήμερα είναι καθήκον μας να στριμώξουμε στη γωνιά τους αντίπαλους των μετασχηματισμών, να τους δέσουμε τα χέρια, να τους φορέσουμε το ζουρλομανδύα, να απαλλάξουμε τη χώρα από τον εμφύλιο πόλεμο που αυτοί θα ήθελαν να την ρίξουν».
Σημαντικό ρόλο έπαιξε η πεποίθηση των μικροαστικών κομμάτων που συμμετείχαν στη Λαϊκή Ενότητα ότι στη Χιλή, λόγω ιστορικής συγκυρίας και παράδοσης αποχής του στρατού από πραξικοπήματα, θα εξασφαλιζόταν ο «συνταγματικός, νόμιμος δρόμος» για την επανάσταση χωρίς να χρειαστεί σύγκρουση με την άρχουσα τάξη και το κράτος της. Ετσι, απολυτοποιούσαν την αναγκαία και χρήσιμη στη φάση αυτή χρησιμοποίηση των κοινοβουλευτικών μεθόδων και θεωρούσαν απαράδεκτη οποιαδήποτε προετοιμασία για άλλα μέσα αγώνα. Σε μικρότερο βαθμό η απολυτοποίηση αυτή υπήρχε ακόμη και στο ΚΚ Χιλής. Αναπτύχθηκε κάποιου τύπου συνταγματισμός (κοινοβουλευτική αυταπάτη) που δεν επέτρεπε την παραβίαση του Συντάγματος από τις λαϊκές δυνάμεις ακόμη και εκεί που το Σύνταγμα έθετε σοβαρά εμπόδια για το φιλολαϊκό πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας και όπου υπήρχε ευνοϊκός συσχετισμός δυνάμεων για ένα τέτοιο εγχείρημα. Οπως προαναφέρθηκε ούτε η συνταγματική δυνατότητα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών δε χρησιμοποιήθηκε το 1971, που η Λαϊκή Ενότητα είχε το 51% των ψήφων στις δημοτικές και που θα μπορούσε να κατακτήσει την πλειοψηφία στη Βουλή και να επιβάλει νέο Σύνταγμα.
Τα πρώτα σχετικά ολοκληρωμένα συμπεράσματα του ΚΚ Χιλής για την περίοδο Αλιέντε διατυπώθηκαν στην ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του τον Αύγουστο του 1974. Ο Λουίς Κορβαλάν συνοψίζοντας για το θέμα αυτό υποστήριζε ότι «πρώτο, το κόμμα επεξεργάστηκε σωστά την πολιτική γραμμή για όλη την περίοδο που το οδήγησε στη μερική κατάκτηση της εξουσίας, καθώς και στην πρώτη περίοδο δράσης της λαϊκής κυβέρνησης. Ωστόσο, τώρα έγινε σαφές ότι δεν είχαμε επεξεργαστεί αρκετά καθαρά τη γραμμή μας για την κατάκτηση όλης της εξουσίας και το πέρασμα από το ένα στάδιο της επανάστασης στο άλλο, που θα μας επέτρεπε πραγματικά να φτάσουμε στο σοσιαλισμό. Δεύτερο, δεν επεξεργαστήκαμε κατάλληλη στρατιωτική πολιτική».
EΠΙΛΟΓΟΣ
Το χτες και το σήμερα στη Χιλή, όπως και παντού αλλού, είναι αξεχώριστα. Η λαϊκή μνήμη πρέπει να μείνει ζωντανή για να θρέφει την αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς, για να μελετά επιστημονικά την ιστορική εμπειρία, τα διδάγματα της ταξικής πάλης.
Η περίοδος Αλιέντε είναι βαθιά διδακτική για το σήμερα και το αύριο. Οσο και αν οι διαφόρων αποχρώσεων σοσιαλδημοκράτες επιχείρησαν να παραπλανήσουν το λαϊκό κίνημα, το αιματηρό πραξικόπημα του Πινοτσέτ επιμένει να μας θυμίζει τους βασικούς νόμους κίνησης της ιστορίας που αποκάλυψαν οι κλασικοί του μαρξισμού. Oι όποιες ιδιομορφίες που προκύπτουν από την ιστορική παράδοση, το διεθνή και εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων ή από άλλους δευτερεύοντες παράγοντες, δεν μπορούν ποτέ να αναιρούν τις γενικές νομοτέλειες που διέπουν κάθε επαναστατική διαδικασία.
Η αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς, η αντιιμπεριαλιστική αλληλεγγύη ανάμεσα στο χιλιάνικο και στον ελληνικό λαό είναι και σήμερα απαραίτητη όσο τότε, στις δύσκολες ώρες της εγκληματικής φασιστικής εκτροπής. Τα χρόνια πέρασαν, οι μορφές επίσης άλλαξαν. Οι πόθοι των λαών παραμένουν ωστόσο αδικαίωτοι. Είκοσι επτά (27) χρόνια μετά το πραξικόπημα Πινοτσέτ, ο ιμπεριαλισμός παραμένει ο βασικός εχθρός της ανθρωπότητας.
* Σύγκρινε τη μ-λ θέση για το τσάκισμα του αστικού κράτους με τη μετάλλαξη του κράτους μέσω της «διαδικασίας εκδημοκρατισμού».
[1] Β. Ι. Λένιν: «Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια της άλλης είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης, τόσο με την αυστηρή επιστημονική έννοια, όσο και με την πρακτική πολιτική σημασία».
[2] Β. Ι. Λένιν: «Η χρεοκοπία της ΙΙης Διεθνούς», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1994, σελ. 16. «Για ένα μαρξιστή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι ανέφικτη χωρίς επαναστατική κατάσταση, αλλά η οποιαδήποτε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση. Ποια είναι μιλώντας γενικά, τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης; Ασφαλώς δεν θα πέσουμε έξω, αν υποδείξουμε τρία βασικά γνωρίσματα, τα παρακάτω: 1) Η αδυναμία των αρχουσών τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους, η μία είτε η άλλη κρίση στις «κορυφές», η κρίση στην πολιτική της άρχουσας τάξης που προκαλεί ρωγμή, απ’ όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζομένων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό «τα κάτω στρώματα να μη θέλουν» να ζήσουν όπως παλιά. 2) Επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της εξαθλίωσης των καταπιεζόμενων τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα, για τους παραπάνω λόγους, της δραστηριότητας των λαϊκών μαζών, που σε «ειρηνική» εποχή υπομένουν ήρεμα την καταλήστευσή τους, ενώ σε καιρούς θύελλας ωθούνται τόσο από την όλη κατάσταση της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις «κορυφές», σε αυτοτελή ιστορική δράση. Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές, που δεν εξαρτώνται όχι μόνο από τη θέληση των χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά και χωριστών τάξεων, η επανάσταση, κατά γενικό κανόνα, είναι ανέφικτη. Το σύνολο αυτών των αντικειμενικών αλλαγών είναι αυτό που ονομάζεται επαναστατική κατάσταση...».
ΚΟΜΕΠ Τεύχος: 2000 Τεύχος 3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου