Η Δημοκρατία μίλησε… Ας δούμε πως: Η αποχή από τις κάλπες των ευρωεκλογών ανήλθε στην Σλοβακία στο 87%. Στην Τσεχία 80,5%. Στην Πορτογαλία 65,5%. Στην Βρετανία 64%. Στην Ολλανδία 63%. Στην Ισπανία 55,3%. Στην Γερμανία 52%. Στην Αυστρία 55%. Στην Πολωνία 77%. Στην Ουγγαρία 71%. Στην Κροατία 76%. Στην Σλοβενία 79%. Στην Ρουμανία 65%. Στην Λετονία 70%. Στην Σουηδία και στην Ιρλανδία 49%. Στην Κύπρο 58%. Από το σύνολο των 28 κρατών – μελών της ΕΕ η αποχή ξεπέρασε το 50% στις 20 από αυτές. Η αποχή ξεπέρασε το 40% στις 24 από τις 28 χώρες…
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Στις ευρωεκλογές του 2009, σε όλες τις χώρες της ΕΕ το «κόμμα» που και τότε είχε κερδίσει ήταν η αποχή. Στο σύνολο των χωρών της ΕΕ το ποσοστό των Ευρωπαίων ψηφοφόρων που δεν είχαν προσέλθει να ψηφίσουν είχε ανέλθει και τότε στο 57%. Όπως την Κυριακή έτσι και στις προηγούμενες ευρωεκλογές, η αποχή σχημάτισε πανευρωπαϊκή «κυβέρνηση» και μάλιστα… αυτοδύναμη.
Αυτή είναι η πραγματική σχέση των λαών με την «Ευρώπη των λαών». Το κλαμπ των Μπαρόζο, των Ρομπάι, των Ολι Ρεν, το κονκλάβιο των επιτροπάτων και των διευθυντηρίων, είναι προφανές ότι δεν διαθέτει επί της ουσίας καμία «νομιμοποιητική» βάση. Το «δικαίωμά τους» να ορίζουν πρωθυπουργούς (βλέπε: Κάννες), να συντάσσουν Μνημόνια, να χρηματοδοτούν τράπεζες και να επιβάλουν λιτότητα, δεν απορρέει από καμία λαϊκή έγκριση.
Η απάντηση της… Δημοκρατίας σε όλα αυτά είναι απλή στην διατύπωσή της και σαφέστατη στην κυνικότητά της: «Ε, και;». Τουτέστιν, όπως η αποχή στις ευρωεκλογές του 2009 σε τίποτα δεν εμπόδισε την ΕΕ να κηρύξει μνημονικές πολιτικές διαρκείας για όλες τις χώρες και όλους τους λαούς της ΕΕ, έτσι και η αποχή της Κυριακής δεν πρόκειται να εμποδίσει το ιερατείο των Βρυξελλών να εγκαθιστά τρόικες, μηχανισμούς επιτήρησης και πολιτικές που ισοδυναμούν με «δάκρυα και αίμα».
Η αποχή, επομένως, έχει πάψει από καιρό να αποτελεί εκείνο το «εύγευστο φρούτο», όπως κατά καιρούς ισχυρίζονταν διάφοροι τάχα μου «αντισυστημικοί» και «αντικομφορμιστές» της πλάκας. Ισα ίσα, με αυτό το (αμερικάνικο) φρούτο είναι που οι πολυεθνικές κυβερνούν την Αμερική εδώ και δεκαετίες.Στις ΗΠΑ, που οι Πρόεδροί τους εκλέγονται μόλις από τους μισούς των… μισών που προσέρχονται στις κάλπες, τα 100 εκατομμύρια των φτωχών, των ανέργων, των ανασφάλιστων που συρρέουν στις ουρές των συσσιτίων, διαρκώς αυξάνονται.
Η εκλογική αποχή θα μπορούσε να είναι και χρήσιμη πολιτικά; Ναι, αλλά μόνο υπό μια προϋπόθεση: Ότι θα αποτελούσε την πολιτική εκείνη τακτική που, σε συγκεκριμένες συνθήκες, θα κλόνιζε το καθεστωτικό οικοδόμημα ή θα συγκέντρωνε δυνάμεις εναντίον του. Η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης που επικρατεί στην ΕΕ δεν επιτρέπει μια τέτοια ανάγνωση σήμερα. Αντίθετα, στην παρούσα κατάσταση, πρόκειται για μια άσφαιρη διαμαρτυρία βγαλμένη από το θερμοκήπιο του «οχαδερφισμού». Είναι «ψήφος» υπέρ της ξεστρατισμένης «εξέγερσης» του καναπέ, της ισοπέδωσης και της μοιρολατρίας. Μια τέτοια πολιτική συμπεριφορά, κινείται ανάμεσα στην αιχμαλωσία στην «ιλουστρασιόν» όχθη της αποξένωσης, από την μια μεριά, και στην ανώδυνη για το σύστημα εκτόνωση της συσσωρευμένης οργής, από την άλλη.
(Παρένθεση: Φυσικά, δεν αρκεί να ψηφίζεις. Σημασία, έχει και το τι ψηφίζεις. Που πάει να πει ότι αν «τσιμπήσεις» στα φληναφήματα περί «καταγγελτικής» ψήφου γενικώς και αορίστως, ψηφίζοντας τους ναζί, τους φασίστες των υπονόμων –θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε αύριο- ή τους ένοικους των «ρετιρέ» της ίδιας συστημικής «πολυκατοικίας», τότε, ψηφίσεις δεν ψηφίσεις, την ίδια τρύπα στο νερό θα κάνεις)
Η αποχή, που το κυρίαρχο σύστημα την διαχειρίζεται προς όφελός του, ούτε «ελευθεριακή» στάση συνιστά, ούτε «αντιπατερναλιστικούς» δρόμους ανοίγει, όπως λανσαρίστηκε στο παρελθόν από τους «προχωρημένους» του «λαιφ στάιλ». Η «ελεύθερη» επιλογή της αποχής είναι, τελικά, μια κατευθυνόμενη επιλογή που διδάσκεται 365 μέρες το χρόνο από μια Δημοκρατία που της αρκεί η τυπική της «νομιμοποίηση». Εν προκειμένω η αποχή «ψηφίζει». Και στις σημερινές συνθήκες, η αποχή ψηφίζει υπέρ των ισχυρών του συστήματος και όχι εναντίον τους.
Το πολιτικό σύστημα που κόβει μισθούς και συντάξεις, που ναρκοθετεί το μέλλον της νέας γενιάς παράγοντας μια καθημερινότητα «γκρίζα» και μίζερη, δεν είναι φυσικά αφελές. Δεν περιμένει την πάνδημη έγκριση και το ολόθερμο χειροκρότημα για όσα δεινά προκαλεί στα θύματά του. Επομένως, για εκείνες τις λαϊκές μάζες που δεν μπορεί να προσεταιριστεί, να εγκλωβίσει, να εξαπατήσει μέσω των εκβιασμών, των απειλών και των διλημμάτων, έχει επεξεργασμένη τακτική: Την τακτική της«ουδετεροποίησής τους».
Όμως, αυτή η δήθεν «ουδετερότητα» στην οποία οδηγούνται οι υπνωτισμένοι από τις θεωρίες του «όλοι ίδιοι είναι» και του «τίποτα δεν αλλάζει», όχι μόνο δε συνιστά απόρριψη των υπευθύνων για τα κακώς κείμενα, αλλά μετατρέπεται και στον πιο «χρήσιμο» στυλοβάτη τους. «Ουδετερότητα» δεν υπάρχει ποτέ και για τίποτα. Πολύ δε περισσότερο σε συνθήκες κοινωνικών αναμετρήσεων και ταξικών διαφοροποιήσεων, η υποτιθέμενη «ουδετερότητα» είναι μια στάση και μια θέση που, εξ αντικειμένου, αθροίζεται με την πλευρά εκείνου που κρατά το μαστίγιο.
Η αποχή λειτούργησε και σε αυτές τις ευρωεκλογές σαν «απόχη», με την οποία το κατεστημένοπαθητικοποιεί και σε μεγάλο βαθμό εξουδετερώνει κοινωνικά στρώματα που «την πατάνε» και, αντί της αντίστασης, σπρώχνονται σε μια πολύ βολική για το κατεστημένο παραίτηση ή ανοχή. Γράφει κάπου ο Ενγκελς ότι οι εκλογές είναι ένας δείκτης πολιτικής ωριμότητας της εργατικής τάξης. Δεν συνιστά αυθαιρεσία κατά τη γνώμη μας να υποστηρίξουμε ότι η αποχή συνιστά ένα δείκτη με τον οποίο η άρχουσα τάξη μετρά τον βαθμό αδρανοποίησης που έχει επιτύχει επί των θυμάτων της.
Δεν αμφισβητούμε ότι ένα μέρος του κόσμου που απέχει από τις εκλογές με αυτόν τον τρόπο εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά του απέναντι σε όσους του «μαυρίζουν» τη ζωή. Ότι απορρίπτει τους άλλους που είναι ανίκανοι να κάνουν κάτι για να την βελτιώσουν. Ότι με τη στάση του αυτή φωνάζει για την ανάγκη του να ανοίξει ένας δρόμος έμπνευσης, ελπίδας και προοπτικής για να τον περπατήσει. Δεν το αμφισβητούμε: Όταν η πολιτική μετατρέπεται σε συνώνυμο της αρπαχτής, της δημαγωγίας, των «θα», των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, του μαυρογιαλουρισμού. Όταν σαν πολιτική λογίζεται η πασαρέλα του τίποτα, η ίντριγκα, η διαχείριση της διαφθοράς, η τέχνη του ψεύδους, η αποθέωση της βλακείας, η φωταψία της υποκρισίας και του εξυπνακισμού, τότε ο αναχωρητισμός από τα κοινά αρχίζει να μοιάζει με «κίνηση διαφυγής».
Όμως, η αποχή μπορεί να μοιάζει με «κίνηση διαφυγής», αλλά – όταν ειδικά συνιστά έκφραση παραίτησης – δεν είναι. Στην πραγματικότητα είναι ομηρία στον «μονόδρομο» του «φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα». Είναι εγκλωβισμός στα κηρύγματα που πριμοδοτούν την ιδιώτευση, το «δε βαριέσαι», το «έλα τώρα καημένε», το «δε βγαίνει τίποτα», το «ασχολήσου με την πάρτη σου». Και όσο ο «απέχων» (από την κάλπη, από την απεργία, από την διαδήλωση, από την συγκέντρωση) θα (νομίζει ότι) ασχολείται με την πάρτη του, κάποιοι άλλοι – αυτοί που τον στείλανε στον «καναπέ» του – θα συνεχίζουν να ασχολούνται μαζί του, στο όνομα της Δημοκρατίας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου