Ένα παιδί που χαίρεται με την επιτυχία του «εχθρού». Που φοράει με καμάρι τη φανέλα του, χωρίς να εξαγριώνει κανέναν. Που τραγουδάει «Περαία μου Περαία μου» μέσα στην Opap Arena κι ας μην έχει καμία σχέση με τον Πειραιά ή τον Ολυμπιακό. Που με αφοπλιστική ειλικρίνεια απαντά σε όλα μ’ έναν τρόπο, ο οποίος μοιάζει σαν πάγος στον εγκέφαλο του κάθε θερμόαιμου.
Ο Γιάννης οραματίζεται έναν αθλητισμό, στον οποίο εκείνος κι οι φίλοι του θα μπορούσαν να πηγαίνουν στο γήπεδο του αντιπάλου ως φιλοξενούμενοι, φορώντας τις φανέλες των ομάδων τους, χωρίς να τους πειράζει κανείς. Ονειρεύεται έναν αθλητισμό, στον οποίο η ήττα του αντιπάλου δεν φέρνει αντίστοιχη ευτυχία με τη νίκη της ομάδας του. Έναν αθλητισμό χωρίς κατάρες και μαχαίρια, χωρίς μνημούρια έξω από τα γήπεδα, χωρίς πανό που να εξυμνούν δολοφόνους, χωρίς συνθήματα για σκηνικά που κόστισαν ανθρώπινες ζωές.
Οραματίζεται, δηλαδή, έναν ουτοπικό αθλητισμό για την Ελλάδα.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Αν δεν τον έλεγαν Γιάννη κι αν δεν ήταν ένα παιδί με αναπηρία, το λιγότερο που θα δεχόταν αν κυκλοφορούσε με τη φανέλα της ομάδας του έξω από τα γήπεδα των υπόλοιπων θα ήταν φτυσιές και μπινελίκια. Στη χειρότερη, ξύλο και μαχαιριές. Δεν έχει να κάνει με τον αθλητισμό αυτόν καθεαυτόν, αλλά με την εξέλιξη ολόκληρης της κοινωνίας, μέρος της οποίας είναι κι εκείνοι που πηγαίνουν γήπεδο και αγαπούν παθολογικά μια ομάδα. Ακούμε για περιστατικά βίας κατά ανηλίκων σε σχολεία, δρόμους και γειτονιές με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα. Αρκετές από αυτές τις φορές, είναι επειδή φορούσαν το λάθος χρώμα. Ή δίνουν τη λάθος απάντηση.
Δεν φταίει φυσικά γι’ αυτό η αποκλίνουσα νεολαία. Από κάπου εμπνέεται. Από γονείς και θείους που φτύνουν κατάρες ακόμα και στους παίκτες των ίδιων τους των ομάδων, από κηδεμόνες που σπάνε καθίσματα και ποζάρουν με καμάρι κρατώντας τα αγκαλιά. Από νούμερα στο TikTok που ζουν για να κάνουν νούμερα. Από καθοδηγητές του μίσους σε Media και Social Media.
Η υπερπροβολή και η ηρωοποίηση ενός παιδιού όπως ο Γιάννης δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επιβεβαίωση των ψευδαισθήσεών μας: Μοιάζει σαν κάτι ξένο, σαν κάτι που να μην ανήκει εδώ γι’ αυτό και έχουμε την ανάγκη να το δείχνουμε και να το καμαρώνουμε. Μοιάζει τουλάχιστον αντιφατικό από τη μία να πατάς like στο παιδί αυτό κι από την άλλη να φτύνεις κατάρες και να απειλείς επειδή διαφωνείς με μια άποψη. Συν τοις άλλοις, αυτή η ακριβώς η υπερπροβολή «καίει» τη θετική του αύρα.
Ο ποδοσφαιρικός και κατ’ επέκτασιν αθλητικός κόσμος, στον οποίο ζούμε, δεν είναι γεμάτος Γιάννηδες. Είναι γεμάτος μίσος
Ο Γιάννης οραματίζεται έναν αθλητισμό, στον οποίο εκείνος κι οι φίλοι του θα μπορούσαν να πηγαίνουν στο γήπεδο του αντιπάλου ως φιλοξενούμενοι, φορώντας τις φανέλες των ομάδων τους, χωρίς να τους πειράζει κανείς. Ονειρεύεται έναν αθλητισμό, στον οποίο η ήττα του αντιπάλου δεν φέρνει αντίστοιχη ευτυχία με τη νίκη της ομάδας του. Έναν αθλητισμό χωρίς κατάρες και μαχαίρια, χωρίς μνημούρια έξω από τα γήπεδα, χωρίς πανό που να εξυμνούν δολοφόνους, χωρίς συνθήματα για σκηνικά που κόστισαν ανθρώπινες ζωές.
Οραματίζεται, δηλαδή, έναν ουτοπικό αθλητισμό για την Ελλάδα.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Αν δεν τον έλεγαν Γιάννη κι αν δεν ήταν ένα παιδί με αναπηρία, το λιγότερο που θα δεχόταν αν κυκλοφορούσε με τη φανέλα της ομάδας του έξω από τα γήπεδα των υπόλοιπων θα ήταν φτυσιές και μπινελίκια. Στη χειρότερη, ξύλο και μαχαιριές. Δεν έχει να κάνει με τον αθλητισμό αυτόν καθεαυτόν, αλλά με την εξέλιξη ολόκληρης της κοινωνίας, μέρος της οποίας είναι κι εκείνοι που πηγαίνουν γήπεδο και αγαπούν παθολογικά μια ομάδα. Ακούμε για περιστατικά βίας κατά ανηλίκων σε σχολεία, δρόμους και γειτονιές με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα. Αρκετές από αυτές τις φορές, είναι επειδή φορούσαν το λάθος χρώμα. Ή δίνουν τη λάθος απάντηση.
Δεν φταίει φυσικά γι’ αυτό η αποκλίνουσα νεολαία. Από κάπου εμπνέεται. Από γονείς και θείους που φτύνουν κατάρες ακόμα και στους παίκτες των ίδιων τους των ομάδων, από κηδεμόνες που σπάνε καθίσματα και ποζάρουν με καμάρι κρατώντας τα αγκαλιά. Από νούμερα στο TikTok που ζουν για να κάνουν νούμερα. Από καθοδηγητές του μίσους σε Media και Social Media.
Η υπερπροβολή και η ηρωοποίηση ενός παιδιού όπως ο Γιάννης δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επιβεβαίωση των ψευδαισθήσεών μας: Μοιάζει σαν κάτι ξένο, σαν κάτι που να μην ανήκει εδώ γι’ αυτό και έχουμε την ανάγκη να το δείχνουμε και να το καμαρώνουμε. Μοιάζει τουλάχιστον αντιφατικό από τη μία να πατάς like στο παιδί αυτό κι από την άλλη να φτύνεις κατάρες και να απειλείς επειδή διαφωνείς με μια άποψη. Συν τοις άλλοις, αυτή η ακριβώς η υπερπροβολή «καίει» τη θετική του αύρα.
Ο ποδοσφαιρικός και κατ’ επέκτασιν αθλητικός κόσμος, στον οποίο ζούμε, δεν είναι γεμάτος Γιάννηδες. Είναι γεμάτος μίσος
ΠΙΤΣΙΡΙΚΟΣ