Στο βαθμό που μεγαλώνει ο καταμερισμός της εργασίας, απλοποιείται η δουλειά. Χάνει την αξία της η ιδιαίτερη επιδεξιότητα του εργάτη. Ο εργάτης μετατρέπεται σε μια απλή, μονότονη παραγωγική δύναμη που δε χρειάζεται να καταβάλλει ούτε σωματική ούτε πνευματική προσπάθεια.
Η εργασία του γίνεται εργασία που είναι προσιτή σε όλους. Γι' αυτό προστρέχουν ανταγωνιστές απ' όλες τις μεριές, και χώρια απ' αυτό ας θυμηθούμε ότι, όσο πιο απλά, όσο πιο εύκολα μπορεί να μάθει κανείς τη δουλειά, όσο λιγότερα έξοδα παραγωγής χρειάζονται για να την κάνει κανείς κτήμα του τόσο πιο χαμηλά πέφτει ο μισθός της εργασίας, γιατί, όπως και η τιμή κάθε άλλου εμπορεύματος, καθορίζεται κι αυτός από τα έξοδα παραγωγής του.
Στο βαθμό, λοιπόν, που η εργασία ικανοποιεί λιγότερο αυτόν που την εκτελεί, στο βαθμό που γίνεται πιο αποκρουστική, στον ίδιο βαθμό αυξάνει ο συναγωνισμός και πέφτει ο μισθός της εργασίας. Ο εργάτης προσπαθεί να διατηρήσει τη μάζα του μισθού της εργασίας του, δουλεύοντας περισσότερο, είτε δουλεύοντας περισσότερες ώρες είτε προσφέροντας περισσότερα μέσα στην ίδια ώρα. Υποχρεωμένος από την ανάγκη, αυξάνει, λοιπόν, τα ολέθρια αποτελέσματα του καταμερισμού της εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι: όσο περισσότερο δουλεύει, τόσο μικρότερο μισθό παίρνει, κι αυτό για τον απλούστατο λόγο, ότι στο βαθμό που συναγωνίζεται τους συνεργάτες του, στον ίδιο βαθμό δημιουγεί από τους συνεργάτες του άλλους τόσους ανταγωνιστές, που προσφέρουν τον εαυτό τους με τους ίδιους κακούς όρους όπως κι αυτός, ότι, επομένως, σε τελευταία ανάλυση συναγωνίζεται τον ίδιο τον εαυτό του, τον εαυτό του σα μέλος της εργατικής τάξης.
Οι μηχανές προκαλούν τα ίδια αποτελέσματα σε πολύ πιο πλατιά κλίμακα, εκτοπίζοντας τους επιδέξιους εργάτες με τους μη επιδέξιους, τους άντρες από τις γυναίκες, τους ενήλικους από τα παιδιά κι εκεί που για πρώτη φορά εισάγονται οι μηχανές, πετώντας στους δρόμους ματά μάζες τους χειρωνακτικούς εργάτες, κι εκεί που οι μηχανές αναπτύσσονται, τελειοποιούνται, αντικαθίστανται με αποδοτικότερες μηχανές, διώχνοντας τους εργάτες κατά μικρές ομάδες. Περιγράψαμε πιο πάνω με συντομία το βιομηχανικό πόλεμο των κεφαλαιοκρατών μεταξύ τους. Ο πόλεμος αυτός έχει το χαρακτηριστικό ότι οι μάχες σ' αυτόν κερδίζονται λιγότερο με τη στρατολογία και περισσότερο με την απόλυση του στρατού των εργατών. Οι στρατηγοί, οι κεφαλαιοκράτες, συναγωνίζονται μεταξύ τους, ποιος μπορεί να απολύσει περισσότερους φαντάρους της βιομηχανίας.
Είναι αλήθεια ότι οι οικονομολόγοι μας διηγούνται πως οι εργάτες που έγιναν περιττοί από τις μηχανές βρίσκουν νέους κλάδους απασχόλησης.
Δεν τολμούν όμως να ισχυριστούν ανοιχά ότι οι ίδιοι οι εργάτες που απολύθηκαν τοποθετούνται σε νέους κλάδους εργασίας. Τα γεγονότα φωνάζουν πολύ δυνατά ενάντια σ' αυτό το ψέμα. Στην ουσία ισχυρίζονται μόνο ότι νέα μέσα απασχόλησης θ' ανοιχτούν γι άλλα συστατικά μέρη της εργατικής τάξης, λ.χ., για το τμήμα της νέας εργατικής γενιάς, που ήταν έτοιμο να πιάσει δουλειά στο βιομηχανικό κλάδο που χάθηκε. Αυτό αποτελεί φυσικά μεγάλη ικανοποίηση για τους εργάτες που έπεσαν. Οι κύριοι κεφαλαιοκράτες δεν θα υποφέρουν από έλλειψη νέας εκμεταλλεύσιμης σάρκας, θα επιτρέψουν στους πεθαμένους να θάψουν τους νεκρούς τους. Εδώ πρόκειται περισσότερο για μια παρηγοριά που οι αστοί προσφέρουν στον ίδιο τον εαυτό τους παρά στους εργάτες. Αν όλη η τάξη των μισθωτών εργατών εξοντωνόταν από τις μηχανές, πόσο φριχτό θα 'ταν αυτό για το κεφάλαιο, που χωρίς μισθωτή εργασία παύει να είναι κεφάλαιο!
Ας υποθέσουμε όμως ότι οι εργάτες, που οι μηχανές τους εκτόπισαν άμεσα από τη δουλειά και ολόκληρο το κομμάτι της νέας γενιάς που παραμόνευε να βρει δουλειά σ' υτόν τον κλάδο βρίσκουν μια νέα απασχόληση. Μήπως πιστεύει κανείς ότι θα πληρώνεται η νέα απασχόληση τόσο όσο πληρωνόταν η άλλη που χάσανε; Αν γινόταν αυτό, θ' αντίφασκε μ' όλους τους νόμους της οικονομίας. Είδαμε πως η σύγχρονη βιομηχανία συνεπάγεται πάντα την υποκατάσταση της σύνθετης ανώτερης απασχόλησης από μια πιο απλή κατώτερη απασχόληση.
Πώς θα 'ταν όμως δυνατό μια μάζα από εργάτες, που οι μηχανές τους πέταξαν από ένα βιομηχανικό κλάδο, να βρουν καταφύγιο σ' έναν άλλο κλάδο χωρίς να πληρώνονται χαμηλότερα, χειρότερα;
Έφεραν σαν εξαίρεση τους εργάτες που δουλεύουν στην κατασκευή των ίδιων των μηχανών. Μόλις η βιομηχανία ζητήσει και χρησιμοποιήσει περισσότερες μηχανές, θα έπρεπε οι μηχανές ν' αυξηθούν αναγκαστικά, επομένως ν' αυξηθεί και η κατασκευή μηχανών καθώς και η απασχόληση των εργατών στην κατασκευή μηχανών. Και οι εργάτες που χρησιμοποιούνται σ' αυτό τον βιομηχανικό κλάδο είναι ειδικευμένοι, και μάλιστα μορφωμένοι εργάτες.
Από το 1840 και δω αυτός και από πριν μισοαληθινός ισχυρισμός έχασε κάθε αληθοφάνεια, γιατί ολοένα και πιο πολύπλευρα χρησιμοποιούνταν οι μηχανές στην κατασκευή μηχανών, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο απ' ότι χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή κλωστής από βαμβάκι, και οι εργάτες που είναι απασχολημένοι στα εργοστάσια μηχανών μπορούσαν μπρος στις πολύ τέλειες μηχανές να παίζουν μονάχα το ρόλο πολύ ατελών μηχανών.
Μα στη θέση του άνδρα που τον εκτόπισε η μηχανή, το εργοστάσιο απασχολεί ίσως τρία παιδιά και μια γυναίκα. Και δε θα 'πρεπε ο μισθός του άνδρα να φτάνει και για τα τρία παιδιά και τη μια γυναίκα; Δεν θα 'πρεπε το κατώτατο όριο μισθού της εργασίας να επαρκεί για να διατηρήτει και να αυξάνει το γένος των εργατών; Τι αποδεικνύουν, λοιπόν, αυτά τα αγαπητά στους αστούς λόγια; Τίποτα άλλο παρά ότι τώρα καταναλώνονται τέσσερις φορές περισσότερες εργατικές ζωές για να κερδίσει μια εργατική οικογένεια όσα χρειάζεται για να ζήσει.
Ας συνοψίσουμε: Όσο περισσότερο αυξάνει το παραγωγικό κεφάλαιο τόσο περισσότερο επεκτείνεται ο καταμερισμός της εργασίας και η χρησιμοποίηση μηχανών. Όσο περισσότερο επεκτείνεται ο καταμερισμός της εργασίας και η χρησιμοποίηση μηχανών τόσο περισσότερο επεκτείνεται μέσα στους εργάτες ο συναγωνισμός, τόσο περισσότερο λιγοστεύει ο μισθός τους.
Χώρια απ' αυτό η εργατική τάξη στρατολογείται ακόμα και από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. Μια μάζα από μικρούς βιομηχάνους και μικρούς εισοδηματίες κατρακυλούν στην εργατική τάξη, και βιάζονται κι αυτοί να σηκώσουν τα χέρια τους πλάι στα χέρια των εργατών. Έτσι γίνεται όλο και πιο πυκνό το δάσος των χεριών που σηκώνονται ψηλά και ζητούν εργασία, ενώ τα ίδια τα χέρια γίνονται όλο και πιο ισχνά.
[...]
Στο βαθμό τέλος που οι κεφαλαιοκράτες αναγκάζονται από την κίνηση που περιγράψαμε πιο πάνω να εκμεταλλεύονται σε μεγαλύτερη κλίμακα τα υπάρχοντα γιγάντια μέσα παραγωγής και να βάλουν σε κίνηση για το σκοπό αυτό όλους τους μοχλούς της πίστης, στον ίδιο βαθμό πληθαίνουν οι βιομηχανικοί σεισμοί, που στη διάρκειά τους ο εμπορικός κόσμος κρατιέται μονάχα με το ότι θυσιάζει στους θεούς του κάτω κόσμου ένα μέρος του πλούτου, των προϊόντων, κι ακόμα και των παραγωγικών δυνάμεων--με μια λέξη δυναμώνουν οι κρίσεις. Οι κρίσεις γίνονται πιο συχνές και πιο έντονες από το γεγονός και μόνο ότι στον ίδο βαθμό που αυξάνει η μάζα των προϊόντων, δηλαδή η ανάγκη για την επέκταση των αγορών, όλο και στενεύει η παγκόσμια αγορά, υπολείπονται όλο και λιγότερες νέες αγορές για εκμετάλλευση, γιατί κάθε κρίση που προηγήθηκε υπόταξε στο παγκόσμιο εμπόριο μια ως τώρα μη κατακτημένη ή από το εμπόριο επιφανειακά μονάχα εκμεταλλευόμενη αγορά. Όμως το κεφάλαιο δεν ζει μονάχα από την εργασία. Ένας κύριος που είναι ταυτόχρονα και ευγενής και βάρβαρος σέρνει μαζί του στον τάφο τα πτώματα των δούλων του, ολάκερες εκατόμβες από εργάτες, που καταποντίζονται στις κρίσεις. Βλέπουμε λοιπόν: όταν μεγαλώνει το κεφάλαιο γρήγορα, τότε μεγαλώνει ασύγκριτα πιο γρήγορα ο συναγωνισμός ανάμεσα στους εργάτες, δηλ.όσο γρηγορότερα μεγαλώνει το κεφάλαιο τόσο περισσότερο λιγοστεύουν σχετικά τα μέσα απασχόλησης, τα μέσα συντήρησης για την εργατική τάξη, και όμως η γρήγορη ανάπτυξη του κεφαλαίου αποτελεί τον πιο ευνοϊκό όρο για τη μισθωτή εργασία.
Καρλ Μαρξ
Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο (1847)
Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου