Πριν από τρία εκατομμύρια χρόνια κατεβήκαμε δειλά απ’ τα δέντρα.
Δε τρέχαμε γρήγορα,
από μέγεθος όχι ιδιαίτερα πράγματα, δεν είχαμε ισχυρούς κυνόδοντες, νύχια φονικά.
Κι όμως μ’ ένα συντριπτικό πλεονέκτημα τα καταφέραμε.
Τον μεγάλο, συγκριτικά με τα άλλα θηλαστικά, εγκέφαλό μας και την ακόλουθη όρθια στάση.
Μη μπορώντας να συναγωνιστούμε τους υπόλοιπους θηρευτές ανταπεξήλθαμε ευφυώς με την πτωματοφαγία.
Εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια τραβήξαμε την ανηφόρα.
Με τη φωτιά και τα πρώτα εργαλεία και όπλα ξεφύγαμε απ’ τα περισσεύματα της τροφής των άγριων θηρίων.
Κυριαρχήσαμε στην φύση που τόσο μας φόβιζε, επιβληθήκαμε στα υπόλοιπα όντα, θέσαμε ερωτήσεις, δοκιμάσαμε απαντήσεις, ανακαλύψαμε τη γραφή, οραματιστήκαμε.
Πετάξαμε ψηλά.
Στην αρχή ίσως μια πέτρα, πιθανόν στο κεφάλι κάποιου ομοειδούς μας.
Αργότερα ένα πυροτέχνημα, ένα αερόστατο, ένα αεροπλάνο, κάποιον πύραυλο, αλλά και τον Σπούτνικ, τη Λάικα, τον Γκαγκάριν, την Τερέσκοβα.
Με τις νότες του Μπαχ, του Μπετόβεν του Σοστακόβιτς.
Τον Γαλιλαίο, τον Αϊνστάιν, τον Χώκινγκ.
Συγκινηθήκαμε γελώντας με τον Τσάπλιν,
εντυπωσιαστήκαμε με τον Καρλ Μαρία Μπραντάουερ στο Μεφίστο,
εκστασιαστήκαμε με τον Έκεχαρτ Σαλ του Μπερλίνερ Ανσάμπλ.
Κρατήσαμε την αναπνοή μας με τη Μάγια Πλιτσέσκαγια, τη Νατάλια Μπεσμέρτνοβα και τον Μαρίς Λιέπα των Μπολσόι.
Ονειρευτήκαμε έναν κόσμο χωρίς σκιές.
Με παιδάκια που τρέχουν στα σχολεία χαρούμενα, ασφαλή και χορτασμένα.
Με γέροντες που απολαμβάνουν τη δύση της μοναδικής ζωής, αξιοπρεπείς, δραστήριοι και δημιουργικοί.
Μ’ ανθρώπους που μάθανε να αντιλαμβάνονται και να χαίρονται τα επιτεύγματα της επιστήμης και του πολιτισμού.
Όπου ο έρωτας δεν θα μαγαριζόταν απ’ την αρρώστια των μονοθεϊσμών.
Μια κοινωνία στην οποία η Μούσα του Όμηρου θα μάθαινε να ψέλνει τον Άνθρωπο τον πολύτροπον κι όχι μόνο τον άντρα το μισερό.
Μερικοί κατάφεραν και τον άγγιξαν αυτόν τον κόσμο. Κι όταν χρειάστηκε τον υπερασπίστηκαν λυσσασμένα γιατί γνώριζαν τι διακυβευόταν.
Κάποιοι επιμένουμε να τον ονειρευόμαστε ακόμη.
Αφήνουμε ίχνος προς τα ‘κει κι αν όχι τίποτα άλλο, τουλάχιστον δεν θα πουν πως ξοδέψαμε χωρίς όνειρο τη ζωή μας.
Κι όμως.
Γυρίσαμε πίσω.
Κατρακυλήσαμε στην σκουπιδοφαγία – ένα βήμα μόλις πριν την πτωματοφαγία.
Αρχίζει να είναι ζητούμενο και ο Λόγος.
Τριακόσιες λέξεις στην δυστυχή μας καθημερινότητα κι άγριες κραυγές και χτυπήματα του στήθους στις εκδηλώσεις μας.
Και με την επίδειξη μιας μπανάνας χορεύουμε τον σκοπό τους ή επιδεικνύουμε, άνευ οίστρου, τα γεννητικά μας όργανα.
Αποψίλωσαν όμως και τα δάση.
Που δέντρα πια να σκαρφαλώσουμε.
Αυτή τη φορά ως μαϊμούδες.
Στέλιος Κανάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου