Η υπόθεση της υποψηφιότητας της Σαμπιχά Σουλεϊμάν στον ΣΥΡΙΖΑ, την οποία επέλεξε από δεκάδες άλλες η συγκυβέρνηση και τα ΜΜΕ για να "χτυπήσουν" την αξιωματική αντιπολίτευση στην "εθνική" και "πατριωτική" βάση (έχοντας τηρήσει σιγή ιχθύος για υποθέσεις όπως αυτές του Μάκαρη ή του Τιμπλαλέξη, π.χ), έφερε στην επιφάνεια, ανάμεσα σε άλλα, και το ζήτημα του "ορθού" προσδιορισμού της μειονότητας της Θράκης. Συνοπτικά μιλώντας, αναδύθηκε, για πολλοστή φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία, η διαφωνία για το αν πρόκειται για "μουσουλμανική" ή για "τουρκική" μειονότητα.
Το ερώτημα όμως αυτό εμπλέκει αναπόφευκτα, πέρα από ιστορικά ζητήματα με τα οποία δεν είμαι αρμόδιος να ασχοληθώ, το ζήτημα της σύγκρουσης "αυτοπροσδιορισμού" και "ετεροπροσδιορισμού." Με λίγα λόγια, η διαφωνία αφορά το κατά πόσο ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της μειονότητας αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται η ίδια τον εαυτό της, ή αφορά τον τρόπο με τον οποίο την αντιλαμβάνεται το ελληνικό κράτος.
Το δίπολο "αυτοπροσδιορισμού/ετεροπροσδιορισμού" όμως δεν είναι καθόλου τόσο ουδέτερο ή τόσο αθώο όσο εμφανίζεται. Ιδεολογικά, οι μεν υποστηρικτές της "εθνικής συνοχής" προβάλλουν την προτεραιότητα της συνεκτικότητας του έθνους-κράτους και της εξάρτησης αυτής της συνεκτικότητας από την καθολική συμμόρφωση με το "εθνικό συμφέρον"· οι δε υποστηρικτές του "αυτοπροσδιορισμού" αναπαραστούν την εθνική συνοχή ως έκφραση κρατικής καταπιεστικότητας και προβάλλουν το απροϋπόθετο του δικαιώματος του ατόμου στον αυτοπροσδιορισμό, στο να μπορεί δηλαδή να προσδιορίσει τον εαυτό του κατά πώς βούλεται.
Έχουμε, με άλλα λόγια, να κάνουμε με μια άλλη εκδοχή του διπόλου "εθνικισμός-κοσμοπολιτισμός": οι εθνικιστές εξυψώνουν στα ουράνια τον αυτοπροσδιορισμό όταν αυτός εξυπηρετεί τον στόχο της εθνικής ενότητας και συνοχής αλλά τον καταδικάζουν όταν δεν εξυπηρετεί τέτοιους στόχους, ενώ οι υποστηρικτές του κοσμοπολιτισμού τον απολυτοποιούν, εξυπηρετώντας όμως έτσι, άκοντες εκόντες, τον εθνικισμό στον οποίο υποτίθεται πως αντιτίθενται, καθώς "αυτοπροσδιορισμός για όλους" σημαίνει, στο εθνικό επίπεδο, δυνατότητα διαρκούς δημιουργίας μειονοτικών και αποσχιστικών κινημάτων. Παρατηρούμε ότι όταν εξετάσουμε κάθε μία από τις δύο αυτές θέσεις διαλεκτικά, αποκαλύπτεται πως καθεμιά οδηγεί στο αντίθετό της: η έμφαση του εθνικισμού στην ομοιογένεια τον οδηγεί να αμφισβητήσει το δικαίωμα στον αυτοπροσδορισμό που όμως είναι απολύτως απαραίτητο για την ιστορική γέννηση του "οικείου" έθνους, ενώ η έμφαση του κοσμοπολιτισμού στο δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό τον οδηγεί να "ρίχνει νερό στον μύλο" των διάφορων αποσχιστικών σχεδίων άλλων εθνικισμών, να εργάζεται για τον εθνικισμό του άλλου.
Ο φαύλος κύκλος που οριοθετούν αυτές οι δύο φαινομενικά αντίθετες στάσεις, οι οποίες, οδηγούμενες η κάθε μία στα αντίθετά τους, αναπαράγουν το αρχικό δίπολο που οριοθετούν και από την ανάποδη, είναι σημάδι των αδιεξόδων της ίδιας της αστικής ιδεολογίας, την οποία εξυπηρετούν και οι δύο θέσεις. Ο εθνικισμός είναι έκφραση της αστικής ιδεολογίας, αρχικά της επαναστατικής φάσης και μετέπειτα της αντιδραστικής ή ιμπεριαλιστικής φάσης του καπιταλισμού: τόσο στις χώρες της Δύσης όσο και σε αυτές του λεγόμενου Τρίτου κόσμου έπαιξε έναν αρχικά προοδευτικό ως επί το πλείστον και κατόπιν έναν αντιδραστικό χαρακτήρα, είτε οδηγώντας στον ιμπεριαλιστικό σωβινισμό και τον πόλεμο (στη Δύση) είτε νομιμοποιώντας πολιτικές "ταξικής συνεργασίας", διαφθοράς και ξεπουλήματος των λαϊκών κινημάτων (στον Τρίτο Κόσμο). Η θέση του Λένιν είναι ξεκάθαρη:
Σε κάθε εθνικό πολιτισμό υπάρχουν, έστω και όχι αναπτυγμένα, στοιχεία δημοκρατικού και σοσιαλιστικού πολιτισμού, επειδή σε κάθε έθνος υπάρχει η εργαζόμενη και εκμεταλλευόμενη μάζα, που οι συνθήκες της ζωής της γεννούν αναπόφευκτα τη δημοκρατική και τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Σε κάθε έθνος όμως υπάρχει και αστικός πολιτισμός (και στις περισσότερες περιπτώσεις ακόμα και μαυροεκατονταρχίτικος και κληρικαλικός πολιτισμός) – και μάλιστα όχι απλώς σαν «στοιχεία» πολιτισμού, αλλά σαν κυρίαρχος πολιτισμός. Γι’ αυτό ο «εθνικός πολιτισμός» γενικά είναι ο πολιτισμός των τσιφλικάδων, των παπάδων, και της αστικής τάξης. [...]
Διατυπώνοντας το σύνθημα του «διεθνικού πολιτισμού του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος», παίρνουμε από τον κάθε εθνικό πολιτισμό μόνο τα δημοκρατικά και σοσιαλιστικά του στοιχεία, τα παίρνουμε μόνο και αποκλειστικά σαν αντίβαρο στον αστικό πολιτισμό, στον αστικό εθνικισμό κάθε έθνους. [...]
Το ζήτημα είναι αν επιτρέπεται στους μαρξιστές να διατυπώνουν άμεσα ή έμμεσα το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού, ή πρέπει υποχρεωτικά να προπαγανδίζουν ενάντιά του σε όλες τις γλώσσες το σύνθημα του διεθνισμού των εργατών, «προσαρμοζόμενοι» σ’ όλες τις τοπικές και εθνικές ιδιομορφίες.
Η σημασία του συνθήματος του «εθνικού πολιτισμού» δεν καθορίζεται από την υπόσχεση ή τις αγαθές προθέσεις ενός οποιουδήποτε διανοουμενίσκου να «ερμηνεύει» αυτό το σύνθημα «με την έννοια της προαγωγής του διεθνικού πολιτισμού μέσω του εθνικού πολιτισμού». Θα ήταν παιδιάστικος υποκειμενισμός να βλέπουμε έτσι το ζήτημα. Η σημασία του συνθήματος του εθνικού πολιτισμού καθορίζεται απ’ τον αντικειμενικό συσχετισμό όλων των τάξεων της δοσμένης χώρας και όλων των χωρών του κόσμου. Ο εθνικός πολιτισμός της αστικής τάξης αποτελεί γεγονός(και το ξαναλέω ότι η αστική τάξη συναλλάσσεται παντού με τους τσιφλικάδες και τους παπάδες).
Μαχόμενος αστικός εθνικισμός που αποκτηνώνει, αποβλακώνει και διαιρεί τους εργάτες, για να τους σύρει στο άρμα της αστικής τάξης – να ποιο είναι το βασικό γεγονός της σύγχρονης πραγματικότητας.
Όποιος θέλει να υπηρετεί το προλεταριάτο, έχει χρέος να συνενώνει τους εργάτες όλων των εθνών, παλεύοντας ακλόνητα ενάντια στον αστικό εθνικισμό, και το «δικό του» και τον ξένο. Όποιος υπερασπίζει το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού δεν έχει θέση μέσα στους μαρξιστές, αλλά μέσα στους εθνικιστές μικροαστούς (Κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα).
Το ζήτημα δεν τίθεται αφηρημένα και ηθικολογικά, αλλά πολύ συγκεκριμένα και πολιτικά: εφόσον κυρίαρχη τάξη σε κάθε έθνος είναι η αστική, ο "εθνικός πολιτισμός" εκφράζει αναπόφευκτα σε κυρίαρχο (όχι σε αποκλειστικό) βαθμό την οπτική της αστικής τάξης. Ή με άλλα λόγια, το "δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό" δεν σημαίνει καθόλου κυριολεκτικά "δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό", αλλά δικαίωμα στον "προσδιορισμό" στη βάση συγκεκριμένων ιδεών, οι οποίες εκφράζουν συγκεκριμένα και συλλογικά συμφέροντα -- κατά κύριο λόγο, τα συμφέροντα όσων κυριαρχούν.
Όμως ο Λένιν δεν σταματάει εδώ, αλλά συλλαμβάνει τη διαλεκτική ενότητα του αστικού εθνικισμού με τον αστικό κοσμοπολιτισμό, και συνάμα τον επιμερισμό τους σε διαφορετικές φάσεις ανάπτυξης του κεφαλαίου:
Ρωτάμε λοιπόν, για να επιστρέψουμε και πιο άμεσα στο θέμα που κυρίαρχησε στα καθεστωτικά ΜΜΕ τις προηγούμενες μέρες: αν η μειονότητα της Θράκης αυτοπροσδιορίζεται ως "τουρκική" (ή αν αυτοπροσδιορίζεται ως "μουσουλμανική", ή "τουρκόφωνη") έχει αυτό κάποια υπερβατική αξία και για ποιο λόγο; Για ποιο λόγο οφείλουν οι μαρξιστές να λατρεύουν στον βωμό του αδιαπράγματευτου, του αμετάλλακτου και του ασάλευτου του εθνικού ή του θρησκευτικού ή του γλωσσικού αυτοπροσδιορισμού, αντί να τον βλέπουν ως καθαρά τακτικό ζήτημα στα πλαίσια των προτεραιοτήτων της ταξικής πάλης; Άραγε οι μορφές του αυτοπροσδιορισμού αυτού είναι υπεράνω της ταξικής και ιδεολογικής διαπάλης; Προκύπτουν "αυθόρμητα"; Aποτελούν εκδοχές παρθενογέννεσης ή αμόλυντης ατομικής προαίρεσης;
Εδώ είναι αναγκαία μια παρένθεση για την πολύ λίγο κατανοητή διαφορά ανάμεσα στην κατηγορία της κοινωνικής τάξης και σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες "ταυτότητας" που την εκτόπισαν από την κοινωνική συνείδηση, κυρίως μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οδηγώντας τις ίδιες τις μάζες των εκμεταλλευμένων σε μια βαθιά ιδεολογική και νοητική οπισθοχώρηση, στον παρτικουλαρισμό της προνεωτερικής εποχής:
- το φύλο είναι σε έναν ανεξάλειπτο βαθμό βιολογικό ζήτημα· δεν μπορεί ποτέ να αποσπαστεί πλήρως από τη σφαίρα του βιολογικού, τη σφαίρα της κληρονομικότητας, κλπ.
- η φυλή είναι επίσης σε έναν βαθμό καθορισμένη από βιολογικούς παράγοντες, χωρίς βέβαια την παραμικρή αξιολογική σημασία: το χρώμα της επιδερμίδας ή το σχήμα των ματιών καθορίζονται γονιδιακά.
- η σεξουαλικότητα δεν αποτελεί ατομική επιλογή αλλά έμφυτη προδιάθεση του ατόμου, αγνώστων ακόμα αιτιών, και δεν μπορεί ούτε αυτή να θεωρηθεί απλώς και αυθαιρέτως "κατασκευάσιμη."
- η εθνικότητα, αν και αποτελεί απόλυτα αυθαίρετο γεγονός (μιας και κανείς δεν επιλέγει σε ποια χώρα θα γεννηθεί), αυτοκαθορίζεται με όρους βιολογικής συνέχειας με τους "προγόνους", ακόμα και με όρους βιολογικού "πεπρωμένου". Είναι ανεξάλειπτη σ' αυτήν ιδεολογικά (αν και όχι πραγματικά) μια κάποια ιδέα της βιολογικής συνέχειας, της σημασίας του βιολογικού παράγοντα.
Η τάξη όμως δεν έχει ίχνος βιολογικότητας ή σχέσης με τη σωματική διάπλαση και ανατομία: δεν είναι απλά στην πραγματικότητα αλλά και στην συνείδηση, τουλάχιστον στον εικοστό αιώνα, ένα γεγονός που αφορά τις οικονομικές σχέσεις και όχι τα γονίδια ή τις "φυσικές" έξεις του σώματος. Η τάξη ξεκάθαρα δεν βρίσκεται ούτε στο dna, ούτε στους προγόνους, ούτε στα ανατομικά χαρακτηριστικά, ούτε είναι κάποιο ανεξάλειπτο πεπρωμένο, ούτε αποτελεί μια φυσική προδιάθεση του σώματος: αποτελεί κοινωνική σύμβαση, με τερατώδεις ατομικές συνέπειες μεν, αλλά όντας ταυτόχρονα ολικά βασισμένη σε έναν τρόπο παραγωγής και στις θέσεις που αυτός επιτρέπει μέσα στις σχέσεις παραγωγής που κάνει εφικτές. Είναι μια καθαρά νεωτερική έννοια, μια έννοια αδιανόητη εκτός των συνθηκών "αποφυσικοποίησης" και "απομάγευσης" της νεωτερικής εποχής.
Ο αυτοπροσδιορισμός λοιπόν ενός ανθρώπου ως "εργάτη" δεν αποτελεί σε κανένα βαθμό μια δήλωση για το ανεξάλειπτο μιας ταυτότητας ή μιας έφεσης ή προδιάθεσης του σώματος· αντιθέτως, ο στόχος της επαναστατικής εργατικής τάξης είναι η αυτοκατάργησή της ως εκμεταλλευόμενης πλειοψηφίας, το τέλος των τάξεων. Καμία "ταυτότητα", αντιθέτως, δεν έχει ως πολιτικό και κοινωνικό στόχο την αυτοεξάλειψη· κάθε ταυτότητα περιορίζεται εξ ορισμού στην αυτοεπικύρωση, την αυτοσυντήρηση, την αναπαραγωγή της στο διηνεκές.
Ο "αυτοπροσδιορισμός" λοιπόν που τόσο λατρεύεται σήμερα από τους "κοσμοπολίτες" ιδεολόγους δεν αφορά ποτέ προνομιακά την τάξη γιατί στην ουσία της, η τάξη δεν είναι ταυτότητα αλλά καθαρή διαφορά. Η "ταυτότητα" είναι ακριβώς η διάθεση εκείνη του υποκειμένου να εμμείνει στον εαυτό του, να επικυρώσει αυτό που ήδη είναι(με δικαιώματα, με περισσότερη κοινωνική ορατότητα, κλπ). Όμως το προλεταριάτο είναι "τίποτα", όπως έλεγε ο Μαρξ στην Εισαγωγή της Κριτικής στη Φιλοσοφία του Δικαίου -- ένα "τίποτα" που θέλει να γίνει "το παν", αλλά που γινόμενο το παν, γινόμενο οικουμενικό, αυτοκαταργείται, αυτοεξαλείφεται -- στον βαθμό που καταργεί και εξαλείφει την εκμετάλλευσή του. Το επαναστατικό προλεταριάτο δεν έχει ως στόχο την ταυτότητά του με τον εαυτό του, την αναπαραγωγή του· και για αυτό το λόγο, η απολυτοποίηση, η ιδεαλιστική ανύψωση του δικαιώματος στον "αυτοπροσδιορισμό", ουδεμία σχέση έχει με τα δικά του συμφέροντα και με τη δική του οπτική.
Αυτός είναι επίσης ο λόγος που για το προλεταριάτο τίθεται πάντα ένα ζήτημα που δεν τίθεται ποτέ κεντρικά για τις ταυτότητες: το ζήτημα της διαφοράς, αρκετές φορές χασματικής, ανάμεσα σε αντικειμενική θέση και υποκειμενική συνείδηση. Επειδή η τάξη είναι καθαρή διαφορά, είναι πάντα δύσκολο για αυτή να ουσιοποιηθεί ενώνοντας αξεδιάλυτα τους δύο αυτούς πόλους: υπάρχουν αστοί που εξεγείρονται ενάντια στην τάξη τους, και εργάτες με (μικρο)αστική συνείδηση. Η θέση που κατέχει ο καθένας στις σχέσεις παραγωγής δεν εγγυάται και αντίστοιχη συνείδηση, και συνεπώς ο "αυτοπροσδιορισμός" στη βάση της τάξης δεν εμφανίζεται ποτέ ως κάτι που έχει υπερβατική αξία, σε αντίθεση με τους ταυτοτικούς αυτοπροσδιορισμούς, τους οποίους οι αστοί, ξέροντας πολύ καλά το παιχνίδι του "διαίρει και βασίλευε", εκμεταλλεύονται στο έπακρο για να κατακερματίσουν τους εκμεταλλευμένους.
Για τον επαναστατικό μαρξισμό όμως, οι ταυτότητες δεν είναι ποτέ οι αιτίες της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Σπανιότατα γίνεται κατανοητό από τους λογής "προοδευτικούς" ότι ενώ είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι γυναίκες, οι αλλοδαποί, οι έγχρωμοι, κλπ, καταπιέζονται και γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης, δεν καταπιέζονται και δεν γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης επειδή είναι γυναίκες, αλλοδαποί, έγχρωμοι, κλπ, αλλά επειδή ζούνε σε ένα σύστημα που έχει ανάγκη την μεγιστοποίηση της κερδοφόρας εκμετάλλευσης. Δεν υπάρχει, με άλλα λόγια, σχέση αιτιότητας ανάμεσα σε ορισμένες ταυτότητες και στην εκμετάλλευση. Απλώς η εκμετάλλευση "χτίζει" πάνω στη διαθεσιμότητα μερίδων του πληθυσμού που για ιδεολογικούς λόγους είναι πιο ευάλωτες και πιο απροστάτευτες, χωρίς αυτό να την εμποδίζει στο παραμικρό να στραφεί και ενάντια στις θεωρητικά "ισχυρές" ταυτότητες (τους άνδρες, τους ντόπιους, τους λευκούς, κλπ). Σε αντίθεση με τις δογματικές αντιλήψεις που διαχέονται κατά κόρο εδώ και δεκαετίες, δεν είναι αυτοδύναμες ή αυθύπαρκτες ιστορικές δυνάμεις ο ρατσισμός, ο εθνικιστικός σωβινισμός ή ο σεξισμός: είναι ιδεολογικά επιφαινόμενα που απορρέουν από τις σχέσεις οικονομικής εκμετάλλευσης, τις εκλογικεύουν, τις διευκολύνουν, τις νομιμοποιούν σε όσους δεν έχουν την ταξική συνείδηση για να αμφισβητήσουν αυτή την νομιμοποίηση, τις χρησιμοποιούν για να διαιρούν επ' άπειρο τους εκμεταλλευμένους.
Για αυτούς τους λόγους, κάθε εμμονή με το πώς αυτοπροσδιορίζεται μια κοινότητα σε βάρος της ενασχόλησης με το πώς η συγκρότησή της ως τέτοια εξυπηρετεί την οικονομική (αλλά και παράγωγα, την κοινωνική και πολιτική) της εκμετάλλευση, δεν είναι παρά μία ακόμα ένδειξη διείσδυσης της αστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα και ένας παράγοντας συσκοτισμού των πραγματικών του συμφερόντων στη σφαίρα του ιδεολογικού προσανατολισμού.
Όμως ο Λένιν δεν σταματάει εδώ, αλλά συλλαμβάνει τη διαλεκτική ενότητα του αστικού εθνικισμού με τον αστικό κοσμοπολιτισμό, και συνάμα τον επιμερισμό τους σε διαφορετικές φάσεις ανάπτυξης του κεφαλαίου:
Ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός γνωρίζει δυο ιστορικές τάσεις στο εθνικό ζήτημα. Η πρώτη είναι το ξύπνημα της εθνικής ζωής και των εθνικών κινημάτων, η πάλη ενάντια σε κάθε εθνικό ζυγό και η δημιουργία εθνικών κρατών. Η δεύτερη είναι η ανάπτυξη και η επιταχυνόμενη σύσφιξη των κάθε λογής σχέσεων ανάμεσα στα έθνη, το σπάσιμο των εθνικών φραγμών, η δημιουργία της διεθνούς ενότητας του κεφαλαίου, της οικονομικής ζωής γενικά, της πολιτικής, της επιστήμης κλπ.
Κι οι δυο τάσεις αποτελούν παγκόσμιο νόμο του καπιταλισμού. Η πρώτη επικρατεί στην αρχή της ανάπτυξής του, η δεύτερη χαρακτηρίζει τον ώριμο καπιταλισμό που τραβά για να μετατραπεί σε σοσιαλιστική κοινωνία. (ό.π).Τι παρατηρούμε σχετικά με την επιχειρηματολογία των υπέρμαχων του "αυτοπροσδιορισμού"; Αποσπούν εντελώς το ζήτημα από τις υλικές του διαστάσεις, αφήνουν εντελώς παράμερα την πάλη των τάξεων ως πλαίσιο μέσα στο οποίο αποκτά οποιοδήποτε νόημα ο "αυτοπροσδιορισμός", και μάλιστα τον χρησιμοποιούν για να εκτοπίσουν από το αναλυτικό πλαίσιο την ίδια αυτή πάλη. Έτσι, στον καπιταλισμό μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δεσπόζει ιδεολογικά μια αφηρημένη εξύψωση και απολυτοποίηση του "αυτοκαθορισμού" πάντα σε σχέση με τις "ταυτότητες": "δημοκρατία" είναι να μπορεί ο καθένας να αυτοκαθορίζεται όπως αγαπά, αυτό είναι το ιδεολογικό πρόγραμμα, η ιδεολογική ντιρεκτίβα της "κοσμοπολίτικης" πτέρυγας του κεφαλαίου. Και βεβαίως, η γκάμα αυτή των "αυτοπροσδιορισμών" περιλαμβάνει τα πάντα εκτός από την κοινωνική τάξη.
Ρωτάμε λοιπόν, για να επιστρέψουμε και πιο άμεσα στο θέμα που κυρίαρχησε στα καθεστωτικά ΜΜΕ τις προηγούμενες μέρες: αν η μειονότητα της Θράκης αυτοπροσδιορίζεται ως "τουρκική" (ή αν αυτοπροσδιορίζεται ως "μουσουλμανική", ή "τουρκόφωνη") έχει αυτό κάποια υπερβατική αξία και για ποιο λόγο; Για ποιο λόγο οφείλουν οι μαρξιστές να λατρεύουν στον βωμό του αδιαπράγματευτου, του αμετάλλακτου και του ασάλευτου του εθνικού ή του θρησκευτικού ή του γλωσσικού αυτοπροσδιορισμού, αντί να τον βλέπουν ως καθαρά τακτικό ζήτημα στα πλαίσια των προτεραιοτήτων της ταξικής πάλης; Άραγε οι μορφές του αυτοπροσδιορισμού αυτού είναι υπεράνω της ταξικής και ιδεολογικής διαπάλης; Προκύπτουν "αυθόρμητα"; Aποτελούν εκδοχές παρθενογέννεσης ή αμόλυντης ατομικής προαίρεσης;
Εδώ είναι αναγκαία μια παρένθεση για την πολύ λίγο κατανοητή διαφορά ανάμεσα στην κατηγορία της κοινωνικής τάξης και σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες "ταυτότητας" που την εκτόπισαν από την κοινωνική συνείδηση, κυρίως μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οδηγώντας τις ίδιες τις μάζες των εκμεταλλευμένων σε μια βαθιά ιδεολογική και νοητική οπισθοχώρηση, στον παρτικουλαρισμό της προνεωτερικής εποχής:
- το φύλο είναι σε έναν ανεξάλειπτο βαθμό βιολογικό ζήτημα· δεν μπορεί ποτέ να αποσπαστεί πλήρως από τη σφαίρα του βιολογικού, τη σφαίρα της κληρονομικότητας, κλπ.
- η φυλή είναι επίσης σε έναν βαθμό καθορισμένη από βιολογικούς παράγοντες, χωρίς βέβαια την παραμικρή αξιολογική σημασία: το χρώμα της επιδερμίδας ή το σχήμα των ματιών καθορίζονται γονιδιακά.
- η σεξουαλικότητα δεν αποτελεί ατομική επιλογή αλλά έμφυτη προδιάθεση του ατόμου, αγνώστων ακόμα αιτιών, και δεν μπορεί ούτε αυτή να θεωρηθεί απλώς και αυθαιρέτως "κατασκευάσιμη."
- η εθνικότητα, αν και αποτελεί απόλυτα αυθαίρετο γεγονός (μιας και κανείς δεν επιλέγει σε ποια χώρα θα γεννηθεί), αυτοκαθορίζεται με όρους βιολογικής συνέχειας με τους "προγόνους", ακόμα και με όρους βιολογικού "πεπρωμένου". Είναι ανεξάλειπτη σ' αυτήν ιδεολογικά (αν και όχι πραγματικά) μια κάποια ιδέα της βιολογικής συνέχειας, της σημασίας του βιολογικού παράγοντα.
Η τάξη όμως δεν έχει ίχνος βιολογικότητας ή σχέσης με τη σωματική διάπλαση και ανατομία: δεν είναι απλά στην πραγματικότητα αλλά και στην συνείδηση, τουλάχιστον στον εικοστό αιώνα, ένα γεγονός που αφορά τις οικονομικές σχέσεις και όχι τα γονίδια ή τις "φυσικές" έξεις του σώματος. Η τάξη ξεκάθαρα δεν βρίσκεται ούτε στο dna, ούτε στους προγόνους, ούτε στα ανατομικά χαρακτηριστικά, ούτε είναι κάποιο ανεξάλειπτο πεπρωμένο, ούτε αποτελεί μια φυσική προδιάθεση του σώματος: αποτελεί κοινωνική σύμβαση, με τερατώδεις ατομικές συνέπειες μεν, αλλά όντας ταυτόχρονα ολικά βασισμένη σε έναν τρόπο παραγωγής και στις θέσεις που αυτός επιτρέπει μέσα στις σχέσεις παραγωγής που κάνει εφικτές. Είναι μια καθαρά νεωτερική έννοια, μια έννοια αδιανόητη εκτός των συνθηκών "αποφυσικοποίησης" και "απομάγευσης" της νεωτερικής εποχής.
Ο αυτοπροσδιορισμός λοιπόν ενός ανθρώπου ως "εργάτη" δεν αποτελεί σε κανένα βαθμό μια δήλωση για το ανεξάλειπτο μιας ταυτότητας ή μιας έφεσης ή προδιάθεσης του σώματος· αντιθέτως, ο στόχος της επαναστατικής εργατικής τάξης είναι η αυτοκατάργησή της ως εκμεταλλευόμενης πλειοψηφίας, το τέλος των τάξεων. Καμία "ταυτότητα", αντιθέτως, δεν έχει ως πολιτικό και κοινωνικό στόχο την αυτοεξάλειψη· κάθε ταυτότητα περιορίζεται εξ ορισμού στην αυτοεπικύρωση, την αυτοσυντήρηση, την αναπαραγωγή της στο διηνεκές.
Ο "αυτοπροσδιορισμός" λοιπόν που τόσο λατρεύεται σήμερα από τους "κοσμοπολίτες" ιδεολόγους δεν αφορά ποτέ προνομιακά την τάξη γιατί στην ουσία της, η τάξη δεν είναι ταυτότητα αλλά καθαρή διαφορά. Η "ταυτότητα" είναι ακριβώς η διάθεση εκείνη του υποκειμένου να εμμείνει στον εαυτό του, να επικυρώσει αυτό που ήδη είναι(με δικαιώματα, με περισσότερη κοινωνική ορατότητα, κλπ). Όμως το προλεταριάτο είναι "τίποτα", όπως έλεγε ο Μαρξ στην Εισαγωγή της Κριτικής στη Φιλοσοφία του Δικαίου -- ένα "τίποτα" που θέλει να γίνει "το παν", αλλά που γινόμενο το παν, γινόμενο οικουμενικό, αυτοκαταργείται, αυτοεξαλείφεται -- στον βαθμό που καταργεί και εξαλείφει την εκμετάλλευσή του. Το επαναστατικό προλεταριάτο δεν έχει ως στόχο την ταυτότητά του με τον εαυτό του, την αναπαραγωγή του· και για αυτό το λόγο, η απολυτοποίηση, η ιδεαλιστική ανύψωση του δικαιώματος στον "αυτοπροσδιορισμό", ουδεμία σχέση έχει με τα δικά του συμφέροντα και με τη δική του οπτική.
Αυτός είναι επίσης ο λόγος που για το προλεταριάτο τίθεται πάντα ένα ζήτημα που δεν τίθεται ποτέ κεντρικά για τις ταυτότητες: το ζήτημα της διαφοράς, αρκετές φορές χασματικής, ανάμεσα σε αντικειμενική θέση και υποκειμενική συνείδηση. Επειδή η τάξη είναι καθαρή διαφορά, είναι πάντα δύσκολο για αυτή να ουσιοποιηθεί ενώνοντας αξεδιάλυτα τους δύο αυτούς πόλους: υπάρχουν αστοί που εξεγείρονται ενάντια στην τάξη τους, και εργάτες με (μικρο)αστική συνείδηση. Η θέση που κατέχει ο καθένας στις σχέσεις παραγωγής δεν εγγυάται και αντίστοιχη συνείδηση, και συνεπώς ο "αυτοπροσδιορισμός" στη βάση της τάξης δεν εμφανίζεται ποτέ ως κάτι που έχει υπερβατική αξία, σε αντίθεση με τους ταυτοτικούς αυτοπροσδιορισμούς, τους οποίους οι αστοί, ξέροντας πολύ καλά το παιχνίδι του "διαίρει και βασίλευε", εκμεταλλεύονται στο έπακρο για να κατακερματίσουν τους εκμεταλλευμένους.
Για τον επαναστατικό μαρξισμό όμως, οι ταυτότητες δεν είναι ποτέ οι αιτίες της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Σπανιότατα γίνεται κατανοητό από τους λογής "προοδευτικούς" ότι ενώ είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι γυναίκες, οι αλλοδαποί, οι έγχρωμοι, κλπ, καταπιέζονται και γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης, δεν καταπιέζονται και δεν γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης επειδή είναι γυναίκες, αλλοδαποί, έγχρωμοι, κλπ, αλλά επειδή ζούνε σε ένα σύστημα που έχει ανάγκη την μεγιστοποίηση της κερδοφόρας εκμετάλλευσης. Δεν υπάρχει, με άλλα λόγια, σχέση αιτιότητας ανάμεσα σε ορισμένες ταυτότητες και στην εκμετάλλευση. Απλώς η εκμετάλλευση "χτίζει" πάνω στη διαθεσιμότητα μερίδων του πληθυσμού που για ιδεολογικούς λόγους είναι πιο ευάλωτες και πιο απροστάτευτες, χωρίς αυτό να την εμποδίζει στο παραμικρό να στραφεί και ενάντια στις θεωρητικά "ισχυρές" ταυτότητες (τους άνδρες, τους ντόπιους, τους λευκούς, κλπ). Σε αντίθεση με τις δογματικές αντιλήψεις που διαχέονται κατά κόρο εδώ και δεκαετίες, δεν είναι αυτοδύναμες ή αυθύπαρκτες ιστορικές δυνάμεις ο ρατσισμός, ο εθνικιστικός σωβινισμός ή ο σεξισμός: είναι ιδεολογικά επιφαινόμενα που απορρέουν από τις σχέσεις οικονομικής εκμετάλλευσης, τις εκλογικεύουν, τις διευκολύνουν, τις νομιμοποιούν σε όσους δεν έχουν την ταξική συνείδηση για να αμφισβητήσουν αυτή την νομιμοποίηση, τις χρησιμοποιούν για να διαιρούν επ' άπειρο τους εκμεταλλευμένους.
Για αυτούς τους λόγους, κάθε εμμονή με το πώς αυτοπροσδιορίζεται μια κοινότητα σε βάρος της ενασχόλησης με το πώς η συγκρότησή της ως τέτοια εξυπηρετεί την οικονομική (αλλά και παράγωγα, την κοινωνική και πολιτική) της εκμετάλλευση, δεν είναι παρά μία ακόμα ένδειξη διείσδυσης της αστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα και ένας παράγοντας συσκοτισμού των πραγματικών του συμφερόντων στη σφαίρα του ιδεολογικού προσανατολισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου