Ένα κόκκινο μπαλόνι στον βερολινέζικο ουρανό
Ηταν αργά το απόγευμα της 9ης Νοέμβρη του 1989 όταν ο Γκύντερ Σαμπόφσκι από το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος απαντάει αμήχανα στην ερώτηση δημοσιογράφου κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου: «Nach meiner Kenntnis ist das sofort…(απ’ όσο γνωρίζω, αμέσως…)». Μερικά λεπτά νωρίτερα είχε διαβάσει σημείωμα του Πολιτικού Γραφείου για ταξιδιωτική ρύθμιση σχετικά με άδειες μετακίνησης από τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία προς το εξωτερικό. Η ερώτηση του δημοσιογράφου «πότε τίθεται η ρύθμιση σε εφαρμογή» τον πιάνει φανερά απροετοίμαστο ενώ η απάντησή του αναμεταδίδεται ταχύτατα από όλα τα πρακτορεία μένοντας για πάντα στην ιστορία.
Τις πρώτες ώρες μετά τη δήλωση του Σαμπόφσκι οι δρόμοι κοντά στο Τείχος παραμένουν άδειοι και επικρατεί ηρεμία και επιφύλαξη. Στα σημεία ελέγχου δε μαζεύονται παρά μια χούφτα άνθρωποι κυρίως για να ενημερωθούν από την αστυνομία για τη νέα ρύθμιση δηλώνοντας στις κάμερες πως καμία πρόθεση δεν έχουν να φύγουν από τον τόπο τους αφού τους περιμένει εργάσιμη μέρα ή τα παιδιά στο σπίτι. Ωστόσο, πριν ακόμα ξημερώσει η επόμενη μέρα η επιφύλαξη δίνει τη θέση της στις γνωστές πλέον εικόνες με τα χαρακτηριστικά αυτοκίνητα Trabant να διασχίζουν τις πύλες για μια «βόλτα» στο Δυτικό Βερολίνο, το συγκεντρωμένο πλήθος να χειροκροτά και να σκαρφαλώνει το Τείχος, τα σφυριά να γκρεμίζουν τις μπετονένιες πλάκες και τις δυτικές μπυραρίες να προσφέρουν τσάμπα μπύρα.
Τα χρόνια από την πτώση του Τείχους και από τη «βόλτα» στην καπιταλιστική Δύση πλησιάζουν τη διάρκεια που το ίδιο το σύνορο χώριζε τις δυο Γερμανίες και μαζί δυο κόσμους σε θερμή και ψυχρή σύγκρουση. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, εντός των αναγνώσεων της γερμανικής κοινωνίας για το παρελθόν –συχνά σε βάρος των σχεδίων για το μέλλον- θα βρούμε μια μεγάλη παλέτα εκτιμήσεων και αναλύσεων για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του σοσιαλισμού στην πρώην DDR. Άλλοι θα εξιδανικεύσουν τις παλιές καλές μέρες σαν πίνακα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, άλλοι θα απαξιώσουν το γκρίζο, γραφειοκρατικοποιημένο, «απολυταρχικό τέρας», άλλοι θα νοσταλγήσουν όσα τους έκλεψε το κατά τα άλλα«έμπιστο χέρι» (στα γερμανικά Treuhand) από τις πρώτες μέρες της ενωμένης Γερμανίας και άλλοι θα επιμείνουν σε ένα αταλάντευτο αντικομμουνιστικό μένος. Κάποιοι θα φορέσουν το μπλουζάκι με τη στάμπα«είμαι περήφανος που είμαι ανατολικογερμανός» και κάποιοι θα απαντήσουν με το «Μαμά, μπαμπά σας ευχαριστώ που δεν είμαι Ανατολικός».
Ωστόσο, εκεί που θα συναντηθούν οι περισσότεροι είναι στην ιδέα πως πίσω από το Τείχος δε βρισκόταν τελικά ο κόσμος που ήθελαν. Ακόμα και αυτοί που πίστεψαν πως όσα άκουγαν για τον σοσιαλισμό από τη ΓΛΔ ήταν όλα ψέματα, κατάλαβαν πως τουλάχιστον όσα άκουγαν για τον καπιταλισμό ήταν πέρα για πέρα αλήθεια. Αρκεί να δει κανείς κάποια αντικειμενικά στοιχεία, δημοσιευμένα από κρατικούς φορείς και συντηρητικές εφημερίδες για να πειστεί πως η δωρεάν μπύρα της 9ης Νοέμβρη πληρώθηκε σύντομα πολύ ακριβά.
Την αρχή της διαδρομής για τους εργαζόμενους στην επανενωμένη Γερμανία θα κάνει το καλοκαίρι κιόλας του 1990 η ίδρυση της γνωστής πλέον Treuhand. Το προκλητικό «έμπιστο χέρι» ιδιωτικοποιεί χιλιάδες επιχειρήσεις και ακίνητη περιουσία αντί πινακίου φακής, οδηγώντας παράλληλα πάνω από 2 εκατομμύρια εργαζόμενους στην ανεργία και την εσωτερική μετανάστευση. Τα επενδυτικά κίνητρα στους αγοραστές παρέχονται αφειδώς, οι όροι αθετούνται και το χρέος για μια από τις πιο διεφθαρμένες κρατικές εταιρίες φτάνει τα 300 δισεκατομμύρια γερμανικά μάρκα.
Την επόμενη δεκαετία από την επανένωση θα σημαδέψει ένα άλλο γνωστό γερμανικό όνομα, αυτό τουHartz. Το μεγαλοστέλεχος της Volkswagen γίνεται επικεφαλής της επιτροπής του σοσιαλδημοκράτηSchroeder για τη διαχείριση της ανεργίας και συνάμα της ριζικής αλλαγής του σκηνικού στις εργασιακές σχέσεις. Η επιτροπή θα εισηγηθεί τέσσερις εκθέσεις, οι οποίες θα γίνουν νόμοι του γερμανικού κράτους ως μέτρα για την ανεργία αλλά και για ένα νέο εργασιακό τοπίο συνολικά. Πλήρης ελαστικοποίηση, ήμι-απασχόληση, mini-jobs, γραφεία ενοικίασης εργαζομένων, περικοπές στα βοηθήματα, πάγωμα ή μείωση μισθών, απλήρωτες υπερωρίες, δοκιμαστικές περίοδοι και απολύσεις χωρίς αποζημιώσεις, παραβάσεις συμβάσεων και ακαθόριστα όρια ελάχιστου μισθού σε πολλούς κλάδους είναι κάποιες από τις λέξεις κλειδιά για να περιγραφεί η κατάσταση στο ισχυρό ευρωπαϊκό κέντρο.
Στο παραπάνω σκηνικό έρχεται να προστεθεί το όλο και αυξανόμενο ρεύμα μετανάστευσης και η συνεχώς εντεινόμενη εκμετάλλευση των μεταναστών σε εργασιακά κάτεργα πενιχρών ωρομισθίων, άθλιων συνθηκών και ανασφάλειας. Τα ποσοστά που δημοσιεύονται μιλούν για περίπου 40% των εργαζομένων στη Γερμανία να είναι είτε αυτοαπασχολούμενοι είτε απασχολούμενοι σε mini-jobs, προγράμματα κατάρτισης, προσωρινές εργασίες και συμβάσεις μικρής διάρκειας. Σε μεγάλους επαγγελματικούς κλάδους, όπως το εμπόριο ή η καθαριότητα, οι θέσεις εργασίας καλύπτονται από εργαζόμενους με mini-jobs σε ποσοστά που φτάνουν το 47% και 26% αντίστοιχα. Όπως και τα στελέχη της Treuhand έτσι και ο γνωστός στον κόσμο της εργασίας Hartz θα έρθει αντιμέτωπος με τον νόμο για διαπλοκή που σχετίζεται με το συνδικάτο της Volkswagen.
Σε ένα τέτοιο τοπίο, μιας «νέας Γερμανίας» που άλλα υποσχέθηκε και άλλα απέδωσε, οι ίδιοι που το βράδυ του Νοέμβρη του ’89 έσπαγαν με τα χέρια τους το τσιμεντένιο σύνορο γιορτάζοντας ένα καλύτερο αύριο, μόλις λίγα χρόνια αργότερα αναπολούν τις «παλιές καλές μέρες». Μια νοσταλγία, που κάποιοι σωστά θα εκτιμήσουν πως αποτυπώνεται και στον χάρτη των εκλογικών αποτελεσμάτων του «ροζ» (χρώμα για το Κόμμα της Αριστεράς) Ανατολικού Βερολίνου, αλλά και σε δημοσκοπήσεις που βγήκαν στο φως της δημοσιότητας. Μία από αυτές δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Spiegel, όπου αναφέρεται πως «από τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης προκύπτει ότι η νοσταλγία για την πρώην Ανατολική Γερμανία έχει ριζώσει βαθιά στις καρδιές πολλών πρώην Ανατολικογερμανών, αφού δεν περιορίζεται πλέον στους πιο ηλικιωμένους, που θρηνούν την απώλεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αλλά ακόμα και οι νέοι, που δεν είχαν σχεδόν καθόλου εμπειρία από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, έχουν σήμερα θετική άποψη γι’ αυτή».
Ωστόσο, για τους υπερασπιστές της σύγχρονης βαρβαρότητας η αυξανόμενη Ostalgie (συνδυασμός του Ost- Ανατολή και της λέξης νοσταλγία) πρέπει να προβάλλεται ως παρωχημένος θρήνος μειοψηφιών, που ανακαλούν υστερικά μνήμες του οριστικού παρελθόντος. Πρέπει να παραμείνει ακίνδυνα συνδεδεμένη με ψηφιακές καταναλωτικές πλατφόρμες που πουλούν προϊόντα με «άρωμα DDR», μπλουζάκια με τους «ανατολικούς Γρηγόρηδες και Σταμάτηδες» των φαναριών, αντικείμενα με τη στάμπα της σημαίας ή έπιπλα και πίνακες ανατολικογερμανικής αισθητικής. Πρέπει να περιοριστεί στα μοδάτα μπαράκια του Βερολίνου που ντύνονται την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, στα ψηφιακά προφίλ των ταξιδιωτών που γεμίζουν με φωτογραφίες αγκαλιά με τους Μαρξ και Ένγκελς και στο Τείχος που σπάει σε χιλιάδες κομματάκια για να μοιραστεί ανά τον κόσμο κολλημένο πάνω σε αναμνηστικές καρτ ποστάλ.
Όσο τούτη η νοσταλγία δείχνει τάσεις εντός της εργατικής τάξης στο σήμερα, τόσο γίνεται ενοχλητικό αγκάθι για την αστική τάξη και τους πολιτικούς εκφραστές της. Όσο φωτίζει αλλιώς την ιστορική εμπειρία, αρνείται τη θέση του απολογητή όπως αρνείται οποιοδήποτε τείχος χωρίζει τους ανθρώπους και όσο χαράζει προοπτικές για τον κομμουνισμό των ημερών μας, τόσο οξύνει τον απροκάλυπτο αντικομμουνισμό των κέντρων εξουσίας. Όσο ακούγονται φωνές σαν αυτές των ακτιβιστών που τη μέρα της επετείου «έκοψαν»τους φράχτες του ευρωπαϊκού φρουρίου, τόσο θα επιστρατεύονται όλες οι ιδεολογικές μηχανές κατασκευής ρατσισμού, μίσους, φόβου, υποταγής και το μένος θα γίνεται αφήγηση, άρθρα και νόμοι.
Ένα γεγονός που απασχόλησε πολύ τον γερμανικό τύπο τις τελευταίες μέρες έχει πραγματική και συμβολική αξία για τα παραπάνω. Στα πλαίσια του εορτασμού της πτώσης του Τείχους, ο Βολφ Μπίρμαν προσκαλείται την προηγούμενη Παρασκευή να τραγουδήσει στην αίθουσα του κοινοβουλίου. Την επόμενη μέρα είναι πρώτη είδηση στον γερμανικό τύπο για τα βέλη που εκτόξευσε ενάντια στο κόμμα της Αριστεράς. «Είστε φάρα τεράτων» λένε τα μεγάλα γράμματα των τίτλων επαναλαμβάνοντας τα λόγια του ενώ οι τηλεοπτικοί δέκτες τον δείχνουν να βγάζει λόγο στο Ράιχσταγκ για «τα άθλια απομεινάρια (της Αριστεράς) μιας εποχής που ευτυχώς πέρασε». Το βράδυ της 9ης Νοέμβρη θα τραγουδήσει στους εορτασμούς της Πύλης του Βραδεμβούργου και αργότερα θα φωτογραφηθεί χαμογελαστός πλάι στην καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ.
Αν χρησιμοποιούσαμε τους ίδιους του τους στίχους ίσως του λέγαμε πως «σα χέλι γλειώδικο έχει πουληθεί» μιας και ο Μπίρμαν είναι ο διάσημος ποιητής και τραγουδοποιός γνωστός σε μας και μέσα από τη μελοποίηση του Θ. Μικρούτσικου και την ερμηνεία της Μ. Δημητριάδη για παράδειγμα στο τραγούδι «αυτούς τους έχω βαρεθεί». Γεννημένος στο Αμβούργο, τη δεκαετία του ’50 μεταναστεύει στην Ανατολική Γερμανία, για να συμβάλλει στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού όπου και πρωτοδημοσιεύει το έργο του. Στις αρχές του ’60 ιδρύει το Εργατικό Θέατρο Βερολίνου, όπου αργότερα σχεδιάζει να ανεβάσει παράσταση με θέμα την ανέγερση του Τείχους. Η παράσταση απαγορεύεται, το θέατρο κλείνει και αυτή είναι η αρχή του τέλους για τη σχέση του Μπίρμαν με τη ΓΛΔ.
Παραμένει στρατευμένος κομμουνιστής αλλά ασκεί κριτική στον αυταρχισμό που δείχνει η ΓΛΔ μέχρι που εν τέλει αποβάλλεται από το Κόμμα και στη συνεχεία του αφαιρείται το δικαίωμα παραμονής και εξορίζεται στη Δυτική Γερμανία. Μέτα από αυτό ο Μπίρμαν οξύνει την κριτική του απέναντι στη ΓΛΔ, αποκτά αναγνωρισμένη θέση ανάμεσα στη διανόηση της Δύσης, βραβεύεται αλλά κάπου εκεί αλλάζει στρατόπεδο. Το 1999 και στη συνέχεια το 2003 γράφει άρθρα στο περιοδικό Spiegel εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους στηρίζει τις επεμβάσεις στο Κόσοβο και το Ιράκ. Υποστηρίζει το σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Schroeder, το οποίο στη συνέχεια θα εγκαταλείψει για χάρη της Μέρκελ, για την οποία στις εκλογές του 2013 δηλώνει ότι είναι η αγαπημένη του καγκελάριος. Η επιλογή του Βολφ Μπίρμαν για την εκδήλωση του Ράιχσταγκ χτυπάει κέντρο. Πρώην μάχιμος αγωνιστής κομμουνιστής που μετανάστευσε οικειοθελώς στη ΓΛΔ για να εκδιωχθεί από αυτήν, να δει το πραγματικό πρόσωπο του κομμουνισμού από μέσα, να αντισταθεί στον αυταρχισμό και με σύντομα άλματα εις ανήλιαγο βάθος να έρθει στο «σωστό» στρατόπεδο.
Στο πρόσωπο του Γερμανού ποιητή συμπυκνώνεται και κάνει παρέα με τα λευκά μπαλόνια, που υψώθηκαν στον ουρανό του Βερολίνου χτες, όλο το όραμα της αστικής ορχήστρας για τους κομμουνιστές: Χίλιες φορές δικός τους όποιος μετάνιωσε, απαρνήθηκε, όποιος «με τους σοφούς του κράτους τα έκανε πλακάκια». Χίλιες φορές σύμμαχός τους αυτός που εξισώνει το φασισμό με τον κομμουνισμό, που κλείνει τα μάτια στα ορατά και αόρατα τείχη ανάμεσα στη φτώχεια και τον πλούτο, στα τείχη των νεκρών, στα τείχη ανάμεσα στους λαούς, για να υπερασπιστεί την πιο ψεύτικη ελευθερία, αυτή της αγοράς. Χίλιες φορές φίλος τους εκείνος που ξεχνά τη φρίκη του φασισμού και σηκώνει μαχαίρι στον μετανάστη. Χίλιες φορές δικός τους αυτός που αρνείται τα συμφέροντα της τάξης του για να υπηρετήσει υπάκουα τα δικά τους.
Στο πρόσωπό του κάθε Μπίρμαν βρίσκεται ένα κρίσιμο δίλημμα, μια απόφαση, που παίρνει απόσταση από την εξιδανίκευση αλλά και την απαξίωση του παρελθόντος. Το δίλημμα της υποταγής ή της σοφότερης επιμονής για νέες εφόδους. Το δίλημμα, που παραμένει 25, 69, 97 χρόνια εκεί και που απαντιέται στο ύψος της ιστορίας, όχι μόνο στις μεγάλες της στιγμές αλλά και στα σοβαρά της λάθη. Εκεί που όλα μιλούν για το τέλος της κι εκείνη αφήνει στον ουρανό ένα κόκκινο μπαλόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου