Ο ΛΕΝΙΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ
του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
Τεύχος: 2012 Τεύχος 6
Φέτος συμπληρώνονται 95 χρόνια από τη Σοσιαλιστική Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία το 1917. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η σοσιαλιστική οικοδόμηση, καθώς και η αντεπανάσταση που επικράτησε πλήρως το 1989-1991 προσφέρονται για κρίσιμα διδάγματα για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος. Αποδείχθηκε ιστορικά ότι αδύναμα εμπεδώθηκε η επαναστατική στρατηγική που οδήγησε στη νικηφόρα έκβαση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Βασικό ζήτημα που αναδεικνύεται μέσα από την πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης είναι η σχέση του ιμπεριαλιστικού πολέμου με τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης. Γι’ αυτό σύμφωνα με το Λένιν ο Α΄ ιμπεριαλιστικός πόλεμος ήταν ο «μεγάλος σκηνοθέτης» της επανάστασης.
Η κατανόηση αυτού του ζητήματος δεν απορρέει μόνο από την ανάγκη αποτίμησης της ιστορικής πείρας, αλλά και από τα σύγχρονα πολιτικά καθήκοντα. Σήμερα διανύουμε μία περίοδο συσσώρευσης στοιχείων που προμηνύουν το ενδεχόμενο οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις να μπουν σε νέα φάση, κατά την οποία θα είναι αδύνατη η ειρηνική διευθέτησή τους.
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σε πρόσφατη ανακοίνωσή του εκτίμησε ότι:
«Η καπιταλιστική κρίση, οι δυσκολίες στη διαχείρισή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη, αλλά και στις ΗΠΑ, οι συνέπειές της ακόμη και στις καπιταλιστικές οικονομίες που εξακολουθούν να έχουν προς το παρόν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, δυναμώνουν τους ανταγωνισμούς, τις αντιθέσεις και την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα στη Νοτιοανατολική Ασία, στην Κασπία και την Κεντρική Ασία, στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική.
Ιδιαίτερα, άκρως επικίνδυνες είναι οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στην ευρύτερη περιοχή, γεγονός που εκδηλώνεται με την υλοποίηση σχεδίου ιμπεριαλιστικής επέμβασης για την επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μεγάλων οικονομικών ομίλων κρατών-μελών της ΕΕ και των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, στον Περσικό Κόλπο, για την απόκτηση γεωστρατηγικού πλεονεκτήματος στον ανταγωνισμό με τη Ρωσία, την Κίνα, τη συμμαχία των BRICS, που απειλούν την αμερικανική παγκόσμια πρωτοκαθεδρία στην ιμπεριαλιστική “πυραμίδα”. Η κατάσταση αυτή συνδυάζεται με τη διοχέτευση κεφαλαίων σε πολεμικές συγκρούσεις ως μέσο ελέγχου της καπιταλιστικής κρίσης.
Οι εξελίξεις θέτουν συνεχώς και πιο επίμονα τη σχέση καπιταλισμός - κρίση - πόλεμος»[2].
Τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν νέες εστίες ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων στην ευρύτερη περιοχή μας, σε συνθήκες συγχρονισμένης και βαθιάς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, οξυμένου ανταγωνισμού για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο: Στη Λιβύη η ιμπεριαλιστική επέμβαση έγινε με το πρόσχημα του «εκδημοκρατισμού» της χώρας. Στο Ιράν βρίσκεται σε εξέλιξη η εφαρμογή του σχεδιασμού άμεσης επέμβασης με το πρόσχημα της «προστασίας της ειρήνης από την απόκτηση πυρηνικών στο Ιράν». ΣτηΣυρία εκδηλώνονται ακόμα πιο ανοιχτά οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Κίνα, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται ο αναβαθμισμένος ρόλος της Τουρκίας, με τη σύνθετη διαπραγμάτευση ανταγωνισμού και συμμαχίας της με το Ισραήλ. Ταυτόχρονα αυξάνεται η ένταση στον Ειρηνικό Ωκεανό με την όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε Κίνα και Ιαπωνία, ενώ οι ΗΠΑ έχουν αναγορεύσει σε στόχο στρατηγικής σημασίας την εγκατάσταση στρατιωτικής βάσης στην Αυστραλία. Η Ελλάδα με διάφορους τρόπους έχει εμπλακεί και υποστηρίζει με τις στρατιωτικές υποδομές της αυτές τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Ο προσανατολισμός και η εκπαίδευση του ελληνικού στρατού (δυνάμεις ταχείας επέμβασης κλπ.) εξυπηρετούν έναν τέτοιο πολεμικό σχεδιασμό στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών ενώσεων του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι οι πόλεμοι δε σταμάτησαν ποτέ, ακόμα και σε σχετικά ειρηνικές περιόδους. Οταν όμως τα «σύννεφα» του πολέμου πυκνώνουν, όταν ένας πόλεμος με γενικότερες - διεθνείς διαστάσεις προβάλλει πιο πιθανός, τα καθήκοντα και οι ευθύνες των κομμουνιστών μεγαλώνουν. Η επικαιρότητα των ζητημάτων που σχετίζονται με τον πόλεμο αναδεικνύει την ανάγκη συζήτησης γύρω από αυτά, ανατρέχοντας στην πείρα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και στην πλούσια αρθρογραφία του Λένιν για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η ανάγκη αυτή εξηγεί και την επιλογή του παρόντος άρθρου. «Σήμερα ρίχνουμε βάρος και παρακολουθούμε πολύ στενά τον κίνδυνο μιας σχετικά πιο γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης στο γεωστρατηγικό χώρο του Ευξείνου Πόντου, της Μέσης Ανατολής, της Ανατολικής Μεσογείου και βεβαίως επεξεργαζόμαστε τη συγκεκριμένη στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ανεξάρτητα από τις προφάσεις που θα χρησιμοποιηθούν και ιδιαίτερα τη στρατηγική μετατροπής του πολέμου σε πάλη για την εξουσία. Η αστική τάξη της χώρας μας θα βρεθεί στο πλευρό του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού άξονα ή πόλου με στόχο να πάρει μέρος στο ξαναμοίρασμα, να μη βρεθεί στο περιθώριο. Ο λαός δεν πρέπει να χύσει το αίμα του για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, του δικού του και των άλλων. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους λαούς»[3].
Η ιστορία επιβεβαιώνει ότι με τον πόλεμο συνεχίζεται με άλλα -βίαια- μέσα η πολιτική των αντιμαχόμενων δυνάμεων που διευθύνεται από την κυρίαρχη τάξη τους, ενώ η ειρήνη που ακολουθεί αποτελεί με τη σειρά της τη συνέχεια αυτής της πολιτικής στη σκιά της έκβασης του πολέμου μέχρι την επόμενη ένοπλη σύγκρουση.Στηριζόμενος στην παραπάνω θέση, ο Λένιν σε διάλεξή του το Μάη του 1917 απέρριψε «τη μικροαστική και ανόητη πρόληψη ότι τάχα είναι δυνατό να ξεχωρίσουμε τον πόλεμο από την πολιτική των αντίστοιχων κυβερνήσεων, των αντίστοιχων τάξεων, ότι τάχα είναι ποτέ δυνατό να βλέπουμε τον πόλεμο σαν απλή επίθεση που παραβιάζει την ειρήνη και σαν αποκατάσταση ύστερα αυτής της παραβιασμένης ειρήνης. Τσακώθηκαν και συμφιλιώθηκαν!». Και υποστήριξε ότι «Ο πόλεμος συνδέεται αδιάρρηκτα μ’ εκείνο το πολιτικό καθεστώς από το οποίο πηγάζει. Την ίδια πολιτική, που ένα ορισμένο κράτος, μια ορισμένη τάξη στα πλαίσια αυτού του κράτους, εφαρμόζει σε μια μακροχρόνια περίοδο πριν από τον πόλεμο, η ίδια αυτή τάξη τη συνεχίζει και στη διάρκεια του πολέμου, αλλάζοντας μόνο τη μορφή δράσης».[4] Αναλύοντας ιστορικά παραδείγματα, όπως τους αντεπαναστατικούς πολέμους απ’ όλα τα μοναρχικά κράτη της Ευρώπης ενάντια στην επαναστατική Γαλλία στα τέλη του 18ου αιώνα, αλλά και τις συνθήκες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, απέδειξε ότι για να κατανοούμε τον κάθε πόλεμο και το χαρακτήρα του, είμαστε υποχρεωμένοι να μελετάμε σε βάθος χρόνου και συνολικά την πολιτική των δυνάμεων που συμμετέχουν σε αυτόν, στα πλαίσια του δοσμένου συστήματος και όχι «να παίρνουμε ξεχωριστά παραδείγματα, ξεχωριστές περιπτώσεις, που πάντα είναι εύκολο να αποσπαστούν από την αλυσίδα των κοινωνικών φαινομένων και που δεν έχουν καμία αξία, γιατί είναι το ίδιο εύκολο να φέρουμε και αντίθετο παράδειγμα»[5].
Το πρώτο ζήτημα που θα τεθεί, εάν το κομμουνιστικό κίνημα βρεθεί μπροστά σε τέτοιες εξελίξεις, είναι ο σωστός προσδιορισμός του χαρακτήρα του πολέμου και, με βάση αυτό, ο προσδιορισμός της στάσης του επαναστατικού κινήματος, που αποτελεί κρίσιμο ζήτημα.
ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
Παρ’ όλο που ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε φυλές υπήρχαν και στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, οι πόλεμοι είναι κυρίως προϊόν των εκμεταλλευτικών κοινωνιών, της ταξικής διαίρεσης και αποτελούν τρόπο επίλυσης διαφορών που γεννιούνται στη βάση αντιτιθέμενων οικονομικών συμφερόντων. Το τέλος των πολέμων δεν μπορεί να επέλθει παρά μόνο με την εξάλειψη των αιτιών που τους προκαλούν, με την πλήρη και ανεπίστρεπτη κατάργηση του τελευταίου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού που στηρίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, του καπιταλισμού.
Τα κύρια ζητήματα για κάθε πόλεμο είναι: ποια τάξη τον διεξάγει, με ποιο σκοπό, σε ποια φάση της ιστορικής της ανάπτυξης. Με βάση την απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα μπορεί να κριθεί εάν ένας πόλεμος είναι αντιδραστικός ή προοδευτικός και από τίνος την πλευρά. Στην ιστορική της εξέλιξη η ανθρωπότητα έχει γνωρίσει πολέμους που, παρά τα δεινά που τους συνόδευσαν, έπαιξαν ένα ρόλο αντικειμενικά προοδευτικό στην εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Κατά το Λένιν «συντέλεσαν στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας, βοήθησαν να καταστραφούν βλαβεροί και αντιδραστικοί θεσμοί (όπως λογουχάρη η απολυταρχία ή η δουλοπαροικία), τα πιο βάρβαρα δεσποτικά καθεστώτα της Ευρώπης (το τουρκικό και το ρωσικό) […] Μ’ άλλα λόγια, το κύριο περιεχόμενο και η ιστορική σημασία αυτών των πολέμων ήταν η ανατροπή της απολυταρχίας και της φεουδαρχίας, η υπονόμευσή τους, η αποτίναξη του ξενικού εθνικού ζυγού»[6].
Στην εποχή που η αστική τάξη πάλευε για να κυριαρχήσει οικονομικά και πολιτικά ενάντια στη φεουδαρχία, την εποχή που η αστική τάξη είχε ακόμα επαναστατικό χαρακτήρα και συντελούσε στην κοινωνική πρόοδο, αυτή τέθηκε επικεφαλής αστικών επαναστάσεων όπως στη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και πολέμων όπως οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι που -παρά τον κατακτητικό τους χαρακτήρα- συνέβαλαν στην καταστροφή φεουδαρχικών σχέσεων και κλόνισαν την απολυταρχία στην Ευρώπη. Επίσης η αστική τάξη μπήκε επικεφαλής εθνικών εξεγέρσεων, εθνικοαπελευθερωτικών πολέμων που συνδέονταν με την περίοδο της συγκρότησης των εθνών-κρατών, διαδικασία προοδευτική και αναγκαία για την ανάπτυξη του καπιταλισμού (όπως ο πόλεμος των επαναστατημένων Ελλήνων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1821).
Στη σύγχρονη εποχή του καπιταλισμού η αστική τάξη έχει πάρει τη θέση που είχε την εποχή των αστικών επαναστάσεων η τάξη των φεουδαρχών. Από προοδευτική και επαναστατική κοινωνική δύναμη έχει μετατραπεί σε τροχοπέδη της κοινωνικής ανάπτυξης. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να εμποδίσει την πραγματοποίηση της ιστορικά αναγκαίας ανατροπής της οικονομικής της κυριαρχίας και πολιτικής εξουσίας της. Γι’ αυτό οι πόλεμοι που διεξάγει έχουν αντιδραστικό χαρακτήρα. Ο Λένιν ξεκαθαρίζει ότι το ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, που εκδηλώθηκε με ορόσημο τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914, οριστικά «βάζει την αστική τάξη “στην ίδια κατάσταση” που βρίσκονταν οι φεουδάρχες την πρώτη εποχή. Είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών κλονισμών, καθώς και των κλονισμών που απορρέουν από τον ιμπεριαλισμό»[7].
Στις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού ο οικονομικός νόμος για διαρκή συσσώρευση, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίων αποτελεί όρο ζωής για τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις με σημαντικά μερίδια στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, για τα μονοπώλια, τα οποία συνεχώς ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Η διαδικασία αυτή δημιουργεί συμμαχίες, στις οποίες εμπλέκονται ισχυρότερα αλλά και πιο αδύναμα καπιταλιστικά κράτη και διαμορφώνονται ομάδες κρατών που στηρίζουν τη μια ή την άλλη πλευρά του ανταγωνισμού.
Οι αντιθέσεις που δημιουργούνται έχουν ζωτικό χαρακτήρα για τους εμπλεκόμενους και ιδιαίτερα σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης παίρνουν ακραία χαρακτηριστικά που συχνά λύνονται με βίαιο τρόπο, με πόλεμο. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις των καπιταλιστικών κρατών και των συμμάχων τους γίνονται για το ξαναμοίρασμα των αγορών μεταξύ των μονοπωλίων που, παρά την πολυεθνική μετοχική τους σύνθεση, εξακολουθούν να έχουν ως βάση της συγκρότησής τους κάποιο κράτος. Αυτό εκφράζεται και από το γεγονός ότι η πολιτική επιθετικότητα των καπιταλιστικών κρατών δεν είναι μόνο στρατιωτική με την έννοια των επεμβάσεων, αλλά πρώτ’ απ’ όλα είναι οικονομική επιθετικότητα. Επιδιώκουν το πρόσθετο κέρδος, κατά συνέπεια την εξαγωγή κεφαλαίων, τον έλεγχο των αγορών πρώτων υλών και εργατικού δυναμικού.
Ομως δεν είναι εξασφαλισμένα ούτε τα μερίδια αγοράς που κατακτούν ούτε η δυνατότητα που εμφάνισαν ιστορικά να εξαγοράζουν σχετικά μαζικά τμήματα της εργατικής τάξης.
Η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού οδηγεί σε συνεχείς αλλαγές της θέσης των μονοπωλίων στη διεθνή αγορά, ακόμα και στο εσωτερικό μεγάλων καπιταλιστικών οικονομιών. Τελικά οδηγεί στην αλλαγή ισχύος μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών.
Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, οι πόλεμοι για την κατάκτηση αγορών, εδαφών, άμεσου πολιτικού ελέγχου σε άλλα κράτη-προτεκτοράτα, είναι τυπικοί για τη σύγχρονη εποχή του καπιταλισμού. Βέβαια τέτοιου τύπου πόλεμοι υπήρχαν και στην προηγούμενη ιστορική φάση του καπιταλισμού, ακόμα και σε προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς. Ο Λένιν σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος «είναι δυνατός και στη βάση της δουλείας και στη βάση του πρωτόγονου καπιταλισμού, όπως και στη σύγχρονη βάση του ανεπτυγμένου καπιταλισμού»[8].
Ο σύγχρονος (από τον 20ό αιώνα κι έπειτα) εκτεταμένος ιμπεριαλιστικός πόλεμος εκφράζει την ανάγκη για νέο μοίρασμα αγορών, νέες «συμφωνίες» ειρήνης, με βάση την εξέλιξη της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αναγκαστικά συνδέεται με τέτοιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο ακόμα κι ένας πόλεμος που σε άλλη ιστορική εποχή θα είχε το χαρακτήρα προοδευτικού εθνικού πολέμου. Σήμερα ένας τέτοιος πόλεμος (π.χ. από τους Κούρδους στο Ιράκ, Ιράν ή στην Τουρκία) γίνεται μέρος μιας ευρύτερης διαπάλης ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα. Ο πόλεμος μιας καταπιεσμένης εθνότητας από τη σκοπιά της εργατικής τάξης δεν αφορά μόνο την αντίθεση με την αστική τάξη του έθνους που καταπιέζει, αλλά και με την αστική τάξη της ίδιας της εθνότητας και τους διεθνείς συμμάχους της. Στη σύγχρονη εποχή δίκαιος πόλεμος για την εργατική τάξη είναι μόνο η ταξική πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Η αφετηριακή αυτή εκτίμηση πρέπει να διαπερνά όλα τα ζητήματα του πολέμου και της στάσης απέναντί του.
Αυτή την προσέγγιση τη βρίσκουμε στο Λένιν ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα, μιλώντας για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος πόλεμος έχει σαφές καθορισμένο χαρακτήρα αστικού, ιμπεριαλιστικού, δυναστικού πολέμου. Η πάλη για αγορές και η καταλήστευση ξένων χωρών, η τάση να καταπνίξουν το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου και της δημοκρατίας στο εσωτερικό των χωρών, η τάση να αποβλακώσουν, να διασπάσουν και να εξοντώσουν τους προλετάριους όλων των χωρών, σπρώχνοντας τους μισθωτούς σκλάβους του ενός έθνους ενάντια στους μισθωτούς σκλάβους του άλλου έθνους προς όφελος της αστικής τάξης, αυτό είναι το μοναδικό πραγματικό περιεχόμενο και το μοναδικό πραγματικό νόημα του πολέμου»[9].
Αυτή η άποψη του Λένιν είναι πρωτοπόρα, στηρίζεται στην εκτίμηση του αντιδραστικού χαρακτήρα της σύγχρονης εποχής του καπιταλισμού. Ομως, όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, πολλές εθνότητες βρίσκονταν ακόμα κάτω από την κυριαρχία μεγάλων αυτοκρατοριών που δεν αποτελούσαν «πολιτικές οργανώσεις ενός αστικού κράτους», αλλά κατάλοιπα της απολυταρχίας, όπως π.χ. της Ρωσικής, της Αυστροουγγρικής, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης μια σειρά άλλα εδάφη στην Ασία και τη Μ. Ανατολή βρίσκονταν υπό την αποικιοκρατική κυριαρχία σύγχρονων καπιταλιστικών κρατών, όπως της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας κ.ά. Στο μεγαλύτερο μέρος των εξωευρωπαϊκών αποικιών δεν μπορούσε να γίνεται λόγος εκείνη την εποχή για διαμόρφωση εργατικού κινήματος. Μια σειρά τυπικά ανεξάρτητα κράτη, ιδιαίτερα στην Ασία (π.χ. Περσία, Κίνα, Αφγανιστάν), στην πραγματικότητα ήταν υποτελή ισχυρότερων κρατών.
Σε εκείνες τις συνθήκες ο Λένιν δεν απέκλειε πολέμους «απομέρους των μικρών (ας υποθέσουμε προσαρτημένων ή εθνικά καταπιεζόμενων) κρατών ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις […] και τα εθνικά κινήματα σε μεγάλη κλίμακα στην Ανατολική Ευρώπη»[10].
Δεν απέκλειε επίσης θεωρητικά το ενδεχόμενο, ο Α΄ ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1914-1918 να οδηγούσε σε εθνικό πόλεμο στην Ευρώπη, αν αυτός είχε ως αποτέλεσμα ένα ιστορικό πισωγύρισμα: «Είναι σε μεγάλο βαθμό απίθανο ο σημερινός ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1914-1916 να μετατραπεί σε εθνικό, επειδή η τάξη που αντιπροσωπεύει την ανάπτυξη προς τα μπρος είναι το προλεταριάτο, που αντικειμενικά τείνει να μετατρέψει τον πόλεμο αυτό σε εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη, και έπειτα ακόμη επειδή η διαφορά ανάμεσα στις δυνάμεις των δύο συνασπισμών δεν είναι πολύ σημαντική και επειδή το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο έχει δημιουργήσει παντού μια αντιδραστική αστική τάξη. Δεν μπορούμε όμως να λέμε ότι είναι αδύνατη μια τέτοια μετατροπή: αν το προλεταριάτο της Ευρώπης γινόταν ανίσχυρο για καμιά εικοσαριά χρόνια, αν ο σημερινός πόλεμος τελείωνε με νίκες σαν τις ναπολεόντειες και με την υποδούλωση μιας σειράς βιώσιμων εθνικών κρατών, αν ο εξωευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός (ο ιαπωνικός και ο αμερικανικός κατά πρώτο λόγο) διατηρούνταν επίσης καμιά εικοσαριά χρόνια χωρίς να περάσει στο σοσιαλισμό, λογουχάρη, ύστερα από ένα ιαπωνοαμερικανικό πόλεμο, τότε θα ήταν δυνατός ένας μεγάλος εθνικός πόλεμος στην Ευρώπη. Αυτό θα σήμαινε γύρισμα της Ευρώπης προς τα πίσω για αρκετές δεκαετίες. Αυτό είναι απίθανο. Δεν είναι όμως αδύνατο, γιατί είναι αντιδιαλεκτικό, αντιεπιστημονικό και θεωρητικά όχι σωστό να φαντάζεται κανείς ότι η παγκόσμια ιστορία τραβάει ομαλά και κανονικά προς τα μπρος, χωρίς να κάνει κάποτε γιγάντια άλματα προς τα πίσω»[11].
Οι εξελίξεις βεβαίως ήταν διαφορετικές. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε με την άνοδο του εργατικού κινήματος, τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, τις επαναστατικές απόπειρες σε Γερμανία, Ουγγαρία κ.α., τη διάλυση των αυτοκρατοριών της Ευρώπης και της Μ. Ανατολής (Αυστροουγγρική, Ρωσική, Οθωμανική), ενώ διέλυσε μοναρχικά κατάλοιπα σαν αυτά που υπήρχαν στο γερμανικό αστικό κράτος (πτώση των Κάιζερ).
Ο Λένιν δήλωνε ότι το ευρωπαϊκό επαναστατικό εργατικό κίνημα θα έπρεπε να υποστηρίξει τα εθνικά κινήματα (π.χ. στην Ευρώπη), τα αντιαποικιακά κινήματα (σε Ασία, Μ. Ανατολή κ.α.) και τα κινήματα ανεξαρτησίας των πιο αδύναμων κρατών που ήταν υποτελείς απέναντι σε ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη, ως μια εξέλιξη που θα διευκόλυνε το εργατικό κίνημα στην καπιταλιστική Ευρώπη και με αυτή την έννοια αναφέρθηκε και στο σύνθημα «υπεράσπισης της πατρίδας».
Εκπροσωπώντας ο ίδιος το εργατικό κίνημα στη Ρωσική Αυτοκρατορία αντιπάλευε το σοβινισμό του ρωσικού έθνους που πολλές φορές εμφανιζόταν με διεθνιστικό μανδύα στο εργατικό κίνημα. Αντιπάλευε τον κίνδυνο από την αδιαφορία του εργατικού κινήματος απέναντι στα εθνικά κινήματα: «Μια τέτοια αδιαφορία καταντά σοβινισμός όταν τα μέλη των μεγάλων εθνών της Ευρώπης, δηλαδή των εθνών που καταπιέζουν περισσότερο μικρούς και αποικιακούς λαούς, δηλώνουν με δήθεν επιστημονικό ύφος: εθνικοί πόλεμοι δεν μπορούν να υπάρχουν»[12].
Ο Λένιν θεωρούσε τα εθνικά και αντιαποικιοκρατικά κινήματα ως έναν παράγοντα που, συνδυασμένος με τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις στα πιο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τις μεγάλες αποικιοκρατικές ή αυτοκρατορικές δυνάμεις και να διευκολύνει την επικράτηση του σοσιαλισμού στην Ευρώπη.
Η αποσπασματική κατανόηση της παραπάνω τοποθέτησης του Λένιν μπορεί να οδηγήσει σήμερα σε σοβαρά λάθη. Να δικαιολογήσει την απόσπαση του εθνικού από το ταξικό στοιχείο, παραβιάζοντας τη λενινιστική αντίληψη για την ανάλυση της εποχής, της αντικειμενικής θέσης των τάξεων στην κίνηση της κοινωνικής εξέλιξης. Να οδηγήσει σε γραμμή πολιτικής στήριξης της λεγόμενης «εθνικής» ή «πατριωτικής» αστικής τάξης.
Σε καμία περίπτωση σήμερα δεν τεκμηριώνεται από τη λενινιστική αντίληψη και πολιτική πρακτική η ανάγκη για συμμαχία της εργατικής τάξης με τμήμα της αστικής τάξης σε μια χώρα που υφίσταται άμεση στρατιωτική επίθεση ή έμμεση πολιτική επέμβαση από ένα ισχυρότερο καπιταλιστικό κράτος ή συμμαχία κρατών.
Ο ίδιος ο Λένιν εκείνη την εποχή έκανε κριτική στην μπροσούρα του Γιούνιους -που είχε συντάξει η Ρ. Λούξεμπουργκ- που αντιπαρέθετε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ένα εθνικό πρόγραμμα υπεράσπισης της πατρίδας σαν αυτό της επανάστασης του 1848. Ο Λένιν σημείωνε το 1916: «Στους φεουδαρχοδυναστικούς πολέμους αντιπαραθέτονταν τότε αντικειμενικά οι επαναστατικοδημοκρατικοί πόλεμοι, εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι. Αυτό ήταν το περιεχόμενο των ιστορικών καθηκόντων της εποχής. Τώρα για τα προχωρημένα μεγάλα κράτη της Ευρώπης η αντικειμενική κατάσταση είναι διαφορετική. Η ανάπτυξη προς τα μπρος -αν δεν πάρουμε υπόψη τα ενδεχόμενα προσωρινά βήματα προς τα πίσω- είναι πραγματοποιήσιμη μόνο προς την κατεύθυνση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, της σοσιαλιστικής επανάστασης»[13]. Στο ίδιο κείμενο σημείωνε ότι στον ιμπεριαλιστικό «αστικό πόλεμο» μπορεί να αντιπαρατεθεί αντικειμενικά από την άποψη της προς τα μπρος ανάπτυξης «μόνο ο πόλεμος ενάντια στην αστική τάξη»[14].
Μπορούμε σήμερα να πούμε ότι στην κατάσταση των «προχωρημένων μεγάλων κρατών της Ευρώπης» βρίσκεται η μεγάλη πλειοψηφία των καπιταλιστικών κρατών στο κόσμο. Είναι άλλωστε ιστορικό δίδαγμα ότιακόμα και σε συνθήκες κατοχής, κατάλυσης της εθνοκρατικής συγκρότησης, η εργατική τάξη δεν μπορεί να δώσει τη μάχη ενάντια στην κατοχή από το ίδιο μετερίζι με την αστική τάξη, δεν μπορεί να συμμαχήσει με κανένα τμήμα της. Οφείλει, ανταποκρινόμενη στον ιστορικό της ρόλο, να τραβήξει μέχρι τέλους το δικό της δρόμο, οδηγώντας στη δική της εξουσία που θα την απελευθερώσει από την εκμετάλλευση. Οφείλει, όπως θα κάνει άλλωστε και η αστική τάξη, να δώσει στον πόλεμο το δικό της στόχο και περιεχόμενο, να έχει τη δική της στρατηγική, τη δική της πολιτική, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Η πρώτη απόπειρα να δοθεί διέξοδος προς το συμφέρον της εργατικής τάξης σε έναν πόλεμο ανάμεσα σε αντιμαχόμενες αστικές τάξεις υπήρξε η Παρισινή Κομμούνα στις συνθήκες του Γαλλοπρωσικού πολέμου.Ο Μαρξ κριτίκαρε τις πατριωτικές αυταπάτες των Γάλλων εργατών που εκφράστηκαν με το σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας» και δεν τους επέτρεψαν να καταλάβουν τη διαφορά ανάμεσα στον πόλεμο του 1870-1871 και στον πόλεμο για την υπεράσπιση της αστικής επανάστασης απέναντι στη στρατιωτική επέμβαση των ενωμένων αντιδραστικών και απολυταρχικών δυνάμεων της Ευρώπης στη Γαλλική Επανάσταση του 1789.
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα ο Λένιν ανέδειξε ότι σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, σε έναν πόλεμο που διοικεί η αστική τάξη, η εργατική τάξη, σε οποιαδήποτε χώρα κι αν βρίσκεται, δεν έχει κανένα όφελος, δεν μπορεί να προσδοκά τίποτα από τη νίκη της μιας ή της άλλης πλευράς και δεν έχει κανένα λόγο να «διαλέξει» ιμπεριαλιστή: «Το πρόβλημα “ποιας πλευράς πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία” ισοδυναμεί με το πρόβλημα, “ποιας αστικής τάξης πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία”. […] Ο Μαρξ έλυσε το γνωστό πρόβλημα τότε (σ.σ. το 1859) που υπήρχαν -και όχι μόνο υπήρχαν, μα και βρίσκονταν στο προσκήνιο του ιστορικού προτσές στα σπουδαιότερα κράτη της Ευρώπης- αναμφισβήτητα προοδευτικά αστικά κινήματα. Στις μέρες μας θα ήταν γελοίο και να σκεφτεί κανείς για προοδευτική αστική τάξη και για προοδευτικό αστικό κίνημα […] Η παλιά αστική “δημοκρατία” αυτών των κεντρικών και σπουδαιότατων μεγάλων κρατών έγινε αντιδραστική»[15].
Η τοποθέτηση των κομμουνιστών απέναντι σε κάθε πόλεμο γίνεται προσδιορίζοντας το χαρακτήρα, το σκοπό του: «Εμείς, οι μαρξιστές, δεν συγκαταλεγόμαστε στους απόλυτους αντιπάλους κάθε πολέμου. Εμείς λέμε:σκοπός μας είναι να πετύχουμε το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα που, εξαλείφοντας τη διαίρεση της ανθρωπότητας σε τάξεις, εξαλείφοντας κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και έθνους από έθνος, θα εξαλείψει αναπόφευκτα κάθε δυνατότητα πολέμου γενικά»[16].
Οι κομμουνιστές υποστηρίζουν τη διεξαγωγή επαναστατικών πολέμων, ταξικών πολέμων ενάντια στην αστική τάξη της κάθε χώρας, όπως ήταν η Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917, ο αγώνας του ΔΣΕ το 1946-1949 στην Ελλάδα, σοσιαλιστικές επαναστάσεις στον 20ό αιώνα.
Ο Λένιν συνδέει τη διαμόρφωση συνθηκών επαναστατικής κατάστασης με την εξέλιξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου, αναφερόμενος στις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί τον Ιούνη του 1915, σχεδόν ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου: «Η πολιτική κρίση είναι πραγματικότητα: καμιά κυβέρνηση δεν είναι σίγουρη για την επαύριο, καμιά κυβέρνηση δεν είναι απαλλαγμένη από τον κίνδυνο δημοσιονομικής χρεοκοπίας, από τον κίνδυνο απώλειας εδαφών, από τον κίνδυνο να την διώξουν από την δική της χώρα (όπως έδιωξαν την κυβέρνηση του Βελγίου). Ολες οι κυβερνήσεις ζουν πάνω σε ένα ηφαίστειο, όλες κάνουν οι ίδιες έκκληση στην αυτενέργεια και τον ηρωισμό των μαζών. Ολόκληρο το πολιτικό καθεστώς της Ευρώπης έχει κλονιστεί και κανένας ασφαλώς δε θ’ αρνηθεί ότι μπήκαμε […] σε εποχή μεγάλων πολιτικών κλονισμών»[17].
Απαντώντας στις αιτιάσεις των οπορτουνιστών της Β΄ Διεθνούς ότι δεν επιβεβαιώθηκε η εκτίμηση του Συνεδρίου της Βασιλείας (1912) για διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης, αφού οι κυβερνήσεις εμφανίζονταν ισχυρές στις αρχές του πολέμου, ο Λένιν σημείωνε ότι ποτέ οι κυβερνήσεις, οι κυρίαρχες τάξεις των διάφορων κρατών δεν έχουν τόσο ανάγκη τη συναίνεση των εργαζόμενων μαζών (την «ειρηνική υποταγή τους») όσο τον καιρό του πολέμου. Επισήμαινε επίσης ότι αν στην αρχή του πολέμου «ιδιαίτερα σε μια χώρα που περιμένει γρήγορη νίκη, η κυβέρνηση φαίνεται παντοδύναμη, κανένας ποτέ και πουθενά στον κόσμο δεν σύνδεσε την αναμονή επαναστατικής κατάστασης αποκλειστικά με τη στιγμή της έναρξης του πολέμου και πολύ περισσότερο δεν ταύτισε το φαινομενικό με το πραγματικό»[18].
Η έξοδος από τον πόλεμο ενδιαφέρει ολόκληρη την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, συνδέεται με την πάλη για την εργατική εξουσία. «Είναι απαραίτητο να αγωνιστούμε για να σταματήσει το γρηγορότερο ο πόλεμος. Μόνο όμως όταν καλούμε σε επαναστατικό αγώνα το αίτημα της ειρήνης αποκτά προλεταριακό νόημα. Χωρίς μια σειρά επαναστάσεις η λεγόμενη δημοκρατική ειρήνη είναι μικροαστική ουτοπία»[19]. Ο συνεπής αντιπολεμικός αγώνας δεν μπορεί παρά να συνδυαστεί με την πάλη για την εξουσία σε κάθε χώρα. Στο βαθμό που «καταλαβαίνουμε την αναπόφευκτη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στους πολέμους και την πάλη των τάξεων στο εσωτερικό μιας χώρας […] καταλαβαίνουμε ότι είναι αδύνατο να εξαλειφθούν οι πόλεμοι χωρίς την εξάλειψη των τάξεων και τη δημιουργία του σοσιαλισμού»[20]. Ο Λένιν σε άλλο άρθρο του επισημαίνει: «Μόνο αφού ανατρέψουμε, νικήσουμε οριστικά και απαλλοτριώσουμε την αστική τάξη σ’ όλο τον κόσμο κι όχι μονάχα σε μια χώρα, οι πόλεμοι θα γίνουν αδύνατοι. Κι από επιστημονική άποψη δεν θα είναι καθόλου σωστό και καθόλου επαναστατικό, αν παρακάμψουμε ή αποκρύψουμε ακριβώς το πιο σπουδαίο: την κατάπνιξη της αντίστασης της αστικής τάξης, που είναι το πιο δύσκολο και που απαιτεί μεγαλύτερο αγώνα στην περίοδο του περάσματος στο σοσιαλισμό»[21] .
Είναι γεγονός ότι είναι σχετικά πιο εύκολα κατανοητός ο άδικος, ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέμου από την εργατική τάξη της χώρας που επιτίθεται, αν και αυτό δεν εκφράστηκε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ομως γίνεται πιο δύσκολα αντιληπτός για την εργατική τάξη της χώρας που δέχεται την επίθεση ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος αφορά και τις δύο πλευρές. Δεν γίνεται κατανοητό ότι και ο επιτιθέμενος και ο αμυνόμενος διεξάγουν άδικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αν π.χ. η Ελλάδα δεχτεί στρατιωτική επίθεση και εμπλακεί σε πόλεμο, η αστική τάξη της Ελλάδας θα ευθύνεται για την ιμπεριαλιστική επίθεση, γιατί αυτός ο πόλεμος θα αποτελέσει συνέχεια της πολιτικής συμμετοχής στο μοίρασμα των αγορών, των πηγών ενέργειας κλπ., της ενεργητικής συμμετοχής στις στρατιωτικές-πολιτικές συμμαχίες και επεμβάσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που ακολουθούσε σε «ειρηνική περίοδο».
Συνεπώς το αν ένας πόλεμος είναι δίκαιος ή άδικος δε σχετίζεται με το αν είναι αμυντικός ή επιθετικός (με την κυριολεξία των όρων), αλλά με το ποιας πολιτικής συνέχεια αποτελεί: «Σαν να βρίσκεται η ουσία στο ποιος επιτέθηκε πρώτος, και όχι ποιες είναι οι αιτίες του πολέμου, οι σκοποί που ο πόλεμος βάζει μπροστά του και οι τάξεις που τον διεξάγουν»[22].
Το όφελος της εργατικής τάξης στις συνθήκες ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στην ήττα και την ανατροπή της αστικής τάξης της χώρας της, σημείωνε ο Λένιν: «Σ’ έναν αντιδραστικό πόλεμο μια επαναστατική τάξη δεν μπορεί παρά να εύχεται την ήττα της κυβέρνησής της. Αυτό είναι αξίωμα. Και το αξίωμα αυτό αμφισβητούν μόνο οι συνειδητοί οπαδοί ή οι ανίκανοι υπηρέτες των σοσιαλσωβινιστών»[23].
Το επαναστατικό εργατικό κίνημα δεν είναι αδιάφορο στο ενδεχόμενο ξένης εισβολής ή κατοχής, δεν είναι αμέτοχο στην αντίσταση. Αντίθετα πρωτοστατεί στην εργατική λαϊκή πάλη, οργανώνοντας τη δική του ένοπλη δράση, ώστε η έξοδος από τον πόλεμο να οδηγήσει στη νίκη της εργατικής εξουσίας.
Εργατική τάξη και αστική τάξη πολεμούν σε διαφορετικά μετερίζια. Για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ο πόλεμος και η κατοχή είναι προέκταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, γέννημα της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου. Η εργατική τάξη παλεύει ενάντια στην εξαθλίωση, την καταπίεση και βία του κατακτητή, την ένταση της εκμετάλλευσης, ενάντια στις διεθνείς ιμπεριαλιστικές συμφωνίες. Η δική της «πατρίδα» είναι μια πατρίδα απαλλαγμένη από τους κεφαλαιοκράτες, έξω από τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς, μια πατρίδα όπου εκείνη θα είναι ιδιοκτήτης του πλούτου που παράγει, που εκείνη θα βρίσκεται στην εξουσία.
Ο πόλεμος της αστικής τάξης για τη δική της «πατρίδα» -ανεξάρτητα από το αν συμμαχεί με την ξένη κατοχή ή αντιστέκεται σε αυτή- και πάλι θα γίνει για τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων, για την αποκατάσταση μιας συμφωνίας στο μοίρασμα των αγορών που θα συμφέρει τα εθνικά μονοπώλια κι όχι για τα εργατικά-λαϊκά συμφέροντα.
Η εμπειρία από την πάλη ενάντια στη ναζιστική κατοχή την περίοδο 1941-1944 στην Ελλάδα αλλά και σε άλλα κράτη φανερώνει ότι ήταν αναπόφευκτη η ένοπλη σύγκρουση στο πλαίσιο της αντικατοχικής πάλης ανάμεσα στο ένοπλο τμήμα της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα του χωριού και των πόλεων (ΕΛΑΣ) και των ένοπλων τμημάτων της αστικής τάξης, είτε αυτά συνεργάζονταν με τους Ναζί («Τάγματα Ασφαλείας», «Χ» κ.ά.) είτε τους πολεμούσαν (π.χ. ΕΔΕΣ, «Βασιλικός Ελληνικός Στρατός Μέσης Ανατολής»).
Σε ενδεχόμενο εμπλοκής της Ελλάδας σε πόλεμο η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα θα πρέπει να «πάρουν στα χέρια τους» την κατάσταση, να κάνουν δική τους υπόθεση την έξοδο από τον πόλεμο,καλώντας και την εργατική τάξη της επιτιθέμενης χώρας να πράξει το ίδιο, στρέφοντας την προσοχή και τα όπλα τους ενάντια στον πραγματικό τους εχθρό, στις αστικές τάξεις των χωρών τους, προκειμένου να πάρει ο πόλεμος αυτός χαρακτηριστικά ταξικής αναμέτρησης για την απελευθέρωση και των δύο λαών από την εκμετάλλευση. Ετσι θα εκφραστεί ο προλεταριακός διεθνισμός, η ταυτόχρονη συνεννόηση με το επαναστατικό κίνημα σε άλλες χώρες.
Οι μπολσεβίκοι, σωστά προσανατολισμένοι υπό την καθοδήγηση του Λένιν, στις συνθήκες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της επαναστατικής κατάστασης που διαμορφώθηκε στη Ρωσία την περίοδο Φλεβάρη- Οκτώβρη του 1917 κατάφεραν να πραγματοποιήσουν ιστορικά την πρώτη έξοδο από τον πόλεμο με εργατική εξουσία. Η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης επέδρασε στη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συντέλεσε στην εκδήλωση επαναστάσεων σε Ουγγαρία, Φινλανδία, Σλοβακία, Γερμανία, σε ένα ρεύμα επαναστατικής ανόδου στην Ευρώπη, χωρίς όμως να οδηγήσει σε άλλη βιώσιμη νίκη.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
Σήμερα η ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που ολοένα δυναμώνει, καλλιεργεί το έδαφος για γενικευμένη ανάφλεξη, περιφερειακή ή ευρύτερη. Η ιστορική πείρα δείχνει -όποια κράτη κι αν τεθούν επικεφαλής στις ομάδες των αντιμαχόμενων- ότι οι αστικές τάξεις προσπαθούν να εξαπατήσουν και να πείσουν τις εργαζόμενες μάζες ότι ο πόλεμος αυτός διεξάγεται για την υπεράσπιση της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας και του πολιτισμού. Η αστική κυβέρνηση σε κάθε χώρα ξεχωριστά συνεχίζει τη γραμμή του «εθνικού χρέους», όπως το κάνει και σε συνθήκες ειρήνης για να χειραγωγεί τα λαϊκά στρώματα και να περνάει την αντιλαϊκή της πολιτική. Επικαλείται τον «εθνικό» και «πατριωτικό» χαρακτήρα του πολέμου, κάνοντας εκκλήσεις στον εργαζόμενο λαό για τη σωτηρία της «πατρίδας», προκειμένου να τον χρησιμοποιήσει στην «κρεατομηχανή» της και ταυτόχρονα να του αποσπάσει την προσοχή από τον ταξικό πόλεμο που ουσιαστικά πρέπει ο ίδιος να διεξάγει για την απελευθέρωσή του από τα δεσμά της εκμετάλλευσης. Η αστική τάξη προσπαθεί με κάθε μέσο να διαιρέσει τους εργάτες, να σπείρει και να καλλιεργήσει το εθνικιστικό μίσος και το σωβινισμό για να στρέψει τον ένα λαό ενάντια στον άλλο.
Μια σειρά αντιδραστικές - εθνικιστικές δυνάμεις προσπαθούν να πείσουν ότι η συμμετοχή στην αλληλοσφαγή θα έχει ως έπαθλο την «ιστορική δικαίωση του έθνους», ότι η συμμετοχή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο θα έχει ως αποτέλεσμα την «κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας» και κυριαρχίας, την «οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία». Πρωτοστατούν στο τσάκισμα του εργατικού και λαϊκού κινήματος, στην ανακήρυξη της ταξικής πάλης ως εθνική προδοσία.
Οι συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου αποτελούν πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργηθούν συνθήματα όπως «ενιαία πατριωτική οργάνωση», «εθνική συμφιλίωση» κλπ. Σε αυτό συμβάλλουν και οι δυνάμεις του οπορτουνισμού. Εχει αποδειχτεί ιστορικά ότι ο οπορτουνισμός πολιτεύεται με τη γραμμή «πρώτα η ειρήνη και μετά η ταξική πάλη», με αποτέλεσμα -όπως και στην ειρηνική περίοδο- να παραπέμπει την υπόθεση του σοσιαλισμού στο μακρινό μέλλον. Είναι επίκαιρη η ανάλυση του Λένιν, το Νοέμβρη του 1914, για την ιδεολογία και την πολιτική των δυνάμεων του οπορτουνισμού:
«Η υπεράσπιση της συνεργασίας των τάξεων, η άρνηση της ιδέας της σοσιαλιστικής επανάστασης και των επαναστατικών μεθόδων πάλης, η προσαρμογή στον αστικό εθνικισμό, το γεγονός ότι ξεχνούν πως τα όρια της εθνότητας ή της πατρίδας είναι ιστορικά - μεταβατικά, η μετατροπή της αστικής νομιμότητας σε φετίχ, η άρνηση της ταξικής άποψης και της ταξικής πάλης από φόβο μήπως απομακρυνθούν οι “πλατιές μάζες του πληθυσμού” (διάβαζε: της μικροαστικής τάξης) - αυτές είναι αναμφισβήτητα οι ιδεολογικές βάσεις του οπορτουνισμού. Πάνω σ’ αυτές αναπτύχθηκαν οι σημερινές σοβινιστικές, πατριωτικές θέσεις της πλειοψηφίας των αρχηγών της ΙΙ Διεθνούς. […] Το ζήτημα της πατρίδας -θα απαντήσουμε εμείς στους οπορτουνιστές- δεν μπορεί να το βάζει κανείς, αγνοώντας το συγκεκριμένο ιστορικό χαρακτήρα του δοσμένου πολέμου. Ο πόλεμος αυτός είναι ιμπεριαλιστικός, δηλ. πόλεμος της εποχής του πιο ανεπτυγμένου καπιταλισμού, της εποχής του τέλους του καπιταλισμού. Η εργατική τάξη πρέπει στην αρχή “να συγκροτηθεί μέσα στα εθνικά πλαίσια“, λέει το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” που τονίζει παράλληλα τα όρια και τους όρους με τους οποίους αναγνωρίζουμε την εθνότητα και την πατρίδα σαν αναγκαίες μορφές του αστικού καθεστώτος, συνεπώς και της αστικής πατρίδας. Οι οπορτουνιστές διαστρεβλώνουν αυτή την αλήθεια, γιατί εκείνο που είναι σωστό για την εποχή της εμφάνισης του καπιταλισμού το μεταφέρουν στην εποχή του τέλους του καπιταλισμού»[24].
Ο Λένιν σε άρθρο του, το Δεκέμβρη του 1916, επισημαίνει: «Η αστική τάξη και οι οπαδοί της στο εργατικό κίνημα, οι γκρυτλιανοί (σ.σ. Ελβετοί ρεφορμιστές), βάζουν συνήθως το ζήτημα έτσι: ή καταρχήν αναγνωρίζουμε το χρέος της υπεράσπισης της πατρίδας ή αφήνουμε τη χώρα μας ανυπεράσπιστη. Μια τέτοια θέση είναι ριζικά λαθεμένη. Στην πραγματικότητα το ζήτημα τίθεται έτσι: ή θα σκοτωνόμαστε για τα συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης ή θα προετοιμάζουμε συστηματικά την πλειοψηφία των εκμεταλλευομένων και τους εαυτούς μας, ώστε με μικρότερες θυσίες να πάρουμε τις τράπεζες, να απαλλοτριώσουμε την αστική τάξη, για να βάλουμε γενικά τέρμα και στην ακρίβεια και στους πολέμους»[25].
Στις σημερινές συνθήκες τμήματα της αστικής τάξης και του οπορτουνισμού, με τα διάφορα κηρύγματα για ξενόδουλες κυβερνήσεις, τις θέσεις περί «νέας κατοχής», περί ανάγκης για «νέο ΕΑΜ» σήμερα σε συνθήκες «ειρήνης», αντιστρέφουν τη σχέση αιτίας - αποτελέσματος, μολύνουν την εργατική συνείδηση, την αποπροσανατολίζουν στην κατεύθυνση του αστικού «πατριωτισμού», των αστικών αντιθέσεων για τις συμμαχίες τους κλπ. Με τον τρόπο αυτό αποκρύπτουν ή υποβαθμίζουν την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, αυτονομούν τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και αντικειμενικά λειτουργούν από θέση υπεράσπισης του αστικού συστήματος, παρά την όποια «επαναστατική» και «μαρξιστική» τους ρητορική. Τέτοια πολιτική δεν δρα πυροσβεστικά στον κίνδυνο όξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων με μορφή πολέμου, αλλά αφήνει απροετοίμαστη την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα σε τέτοιο ενδεχόμενο. Συνοδεύεται πάντοτε από ηττοπαθείς θέσεις, βλέποντας στατικά το συσχετισμό, που όπως έλεγε ο Λένιν: «Αριθμητική αδυναμία; Αλλά από πότε οι επαναστάτες εξαρτούν την πολιτική τους από το γεγονός ότι αποτελούν πλειοψηφία ή μειοψηφία;»[26]. Δίνει «αριστερό» άλλοθι στην κρατική καταστολή και τις διώξεις κομμουνιστών και επαναστατών εργατών με την κατηγορία της «εθνικής προδοσίας».
Η ιστορία έδειξε ότι σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου, δυνάμεις του οπορτουνισμού επιλέγουν τη γραμμή της ουδετερότητας, υιοθετούν αταξικά συνθήματα περί «αφοπλισμού», «ενότητας για την ειρήνη» ή το κενό περιεχομένου σύνθημα «ούτε νίκη ούτε ήττα». Αυτό το σύνθημα σχολίασε ο Λένιν, λέγοντας ότι «όποιος υποστηρίζει το σύνθημα αυτό, είναι συνειδητός ή ασυνείδητος σωβινιστής, είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας διαλλακτικός μικροαστός, αλλά προπαντός είναι εχθρός της προλεταριακής πολιτικής, οπαδός των σημερινών κυβερνήσεων, των σημερινών κυρίαρχων τάξεων»[27].
Πώς μπορεί άραγε να είναι επαναστατικός και ριζοσπαστικός ο αγώνας ενάντια στον πόλεμο, κατά το Λένιν όχι «κούφια και χωρίς περιεχόμενο αναφώνηση […] όταν με τον αγώνα αυτόν δεν εξυπακούεται επαναστατική δράση κατά της κυβέρνησης και στη διάρκεια του πολέμου; Φτάνει να το σκεφτείς λιγάκι για να το καταλάβεις. Επαναστατική δράση όμως ενάντια στην κυβέρνησή σου στη διάρκεια του πολέμου σημαίνει, αναμφισβήτητα, αναντίρρητα, όχι μόνο να εύχεσαι να ηττηθεί η κυβέρνησή σου, αλλά και να συμβάλλεις έμπρακτα σ’ αυτήν την ήττα»28.
Σε αυτή την περίπτωση οι επαναστατικές δυνάμεις πρέπει να λειτουργήσουν οργανωμένα και πειθαρχημένα. Πρέπει να εμποδίσουν ενέργειες που στην πράξη θα βοηθούσαν τον ξένο ή εγχώριο ταξικό αντίπαλο, που θα λειτουργούσαν προβοκατόρικα απέναντι στο εργατικό κίνημα, δημιουργώντας όρους ενοχοποίησης και αποξένωσής του από τη μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Ο Λένιν έλεγε χαρακτηριστικά «όχι σαμποτάζ του πολέμου, όχι μεμονωμένες, ατομικές εκδηλώσεις στο πνεύμα αυτό, αλλά μαζική προπαγάνδα (και όχι μόνο ανάμεσα στους πολίτες), που οδηγεί στη μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο»29.
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλοί σοσιαλιστές στα λόγια -«σοσιαλσοβινιστές και σοσιαλπασιφιστές στην πράξη», όπως σημείωνε ο Λένιν- ψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις που πρότειναν οι κυβερνήσεις στα κοινοβούλια των χωρών τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν τις ψήφισαν, η πολιτική τους δράση κάθε άλλο παρά επαναστατική ήταν, υπηρετώντας στην πράξη τη δική τους αστική τάξη. Ο Λένιν επεσήμαινε ότι η γενικόλογη αρχή και διακήρυξη της αρνητικής στάσης απέναντι στην έκκληση της αστικής τάξης για υπεράσπιση της πατρίδας, που δε συνοδεύεται από συγκεκριμένη επαναστατική δράση για τη σοσιαλιστική επανάσταση, «μετατρέπεται σε κούφια φράση». Κάνοντας σκληρή κριτική σε οπορτουνιστές σχολίαζε: «Στην καλύτερη περίπτωση είναι σύμφωνοι “θεωρητικά“ να παραδεχτούν ότι ο καπιταλισμός έχει πια ωριμάσει για τη μετατροπή του σε σοσιαλισμό, αλλά για άμεση, ριζική αλλαγή όλης της δράσης του κόμματος στο πνεύμα της άμεσα επικείμενης σοσιαλιστικής επανάστασης - δεν θέλουν ούτε να ακούσουν! Ο λαός τάχα δεν είναι προετοιμασμένος γι’ αυτό! Αυτό όμως είναι ανακόλουθο μέχρι γελοίου. Είτε - είτε. Είτε δεν υπάρχει κανένας λόγος να διακηρύσσουμε την άμεση άρνηση της υπεράσπισης της χώρας - είτε οφείλουμε αμέσως ν’ αναπτύξουμε ή να αρχίσουμε να αναπτύσσουμε συστηματική προπαγάνδα για άμεση πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Με μια ορισμένη έννοια “ο λαός”, βέβαια, “δεν είναι προετοιμασμένος” ούτε για την άρνηση της υπεράσπισης της χώρας, ούτε για τη σοσιαλιστική επανάσταση, απ’ αυτό όμως δεν έπεται ότι έχουμε το δικαίωμα να αναβάλλουμε δύο χρόνια τώρα -δύο χρόνια!- την έναρξη μιας τέτοιας επαναστατικής προετοιμασίας! Τι αντιπαρατίθεται στην πολιτική της υπεράσπισης της πατρίδας και της εμφύλιας ειρήνης; Ο επαναστατικός αγώνας ενάντια στον πόλεμο […].
Συγκεκριμένος σκοπός της “επαναστατικής μαζικής πάλης” μπορεί να είναι μόνο τα συγκεκριμένα μέτρα της σοσιαλιστικής επανάστασης και όχι ο “σοσιαλισμός” γενικά. […] θα ήταν όμως ασυνέπεια να παραδεχόμαστε την επαναστατική μαζική πάλη και την τάση για άμεσο τερματισμό του πολέμου - και ταυτόχρονα να αποκρούουμε την άμεση σοσιαλιστική επανάσταση! Η πρώτη χωρίς την δεύτερη δεν σημαίνει τίποτε, είναι μια κούφια λέξη»[30].
Είναι πολύ χαρακτηριστική η κριτική του Λένιν στους οπορτουνιστές: «Οι “κοινωνικοί” παπάδες και οι οπορτουνιστές είναι πάντα έτοιμοι να ονειροπολήσουν ένα μελλοντικό ειρηνικό σοσιαλισμό, αλλά διαφέρουν από τους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, ακριβώς γιατί δεν θέλουν να σκέπτονται και να συλλογίζονται τη σκληρή ταξική πάλη και τους ταξικούς πολέμους για την πραγματοποίηση αυτού του θαυμάσιου μέλλοντος»[31].
Πρόκειται για θέση διαχρονικής σημασίας, επίκαιρη σε οποιεσδήποτε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης και σε συνθήκες «ιμπεριαλιστικής ειρήνης», όπως σήμερα στην Ελλάδα, που όμως αντικειμενικά έρχεται πιο έντονα στην επιφάνεια η αναγκαιότητα γι’ αυτό το θαυμάσιο σοσιαλιστικό μέλλον.
Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν άρχιζε να γίνεται πιο ορατό το ενδεχόμενο ενός νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου, οι εκτιμήσεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα αναδείκνυαν τον ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα, που στόχευε αφενός στο ξεκαθάρισμα των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αφετέρου στην επίθεση ενάντια στην ΕΣΣΔ, το μοναδικό σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο: «Η ιμπεριαλιστική πολιτική της αστικής δικτατορίας, οξύνοντας τις αντιθέσεις του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος, δημιουργώντας παντού τις εστίες καινούργιων συγκρούσεων, οδηγεί σε καινούργιους αναπόφευκτους και τερατώδεις ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Μακριά από το να εξαλείψει τις αντιθέσεις μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλιστών, η ιμπεριαλιστική πολιτική της αστικής δικτατορίας σημαίνει ακόμα την εντατική προπαρασκευή μιας ένοπλης επέμβασης ενάντια στην ΕΣΣΔ, ενός πολέμου καθαρά ιμπεριαλιστικού και αντεπαναστατικού για την υποδούλωση των λαών της Σοβιετικής Ενωσης και την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
Η ανάπτυξη της ταξικής πάλης υπό τις συνθήκες μιας συνεχούς επέκτασης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης θέτει τις πλατειές εργαζόμενες μάζες μπροστά στο αποφασιστικό δίλημμα, δικτατορία της μπουρζουαζίας ή δικτατορία του προλεταριάτου, πολιτική και οικονομική σκλαβιά ή κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, αποικιακή εκμετάλλευση και ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι ή ειρήνη και αδελφικές σχέσεις μεταξύ των λαών, καπιταλιστική αναρχία και κρίσεις ή σοσιαλιστική οικονομία πού τις καταργεί»[32].
Στη συζήτηση για τη στάση των κομμουνιστών μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο έμπαινε για το επαναστατικό κίνημα κάθε χώρας το καθήκον του συνδυασμού της υπεράσπισης της ΕΣΣΔ από την ιμπεριαλιστική επίθεση με τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ το 1932 αναφέρεται: «Η θέση των Κομμουνιστών είναι ξεκαθαρισμένη: Εχουν αναγράψει στην πρώτη σελίδα του προγράμματός τους την πάλη κατά του πολέμου και την υπεράσπιση της Σοσιαλιστικής Πατρίδας των εργαζομένων. Κάτω απ’ αυτά τα κεντρικά συνθήματα δουλεύουν μέσα στις μάζες και τις οργανώνουν προκαταβολικά έχοντας καλά στο νου τους και προπαγανδίζοντας την ανάγκη της πάλης όχι απλώς για την αντίσταση ενάντια στο μακελειό όταν πια θα έχει ξεσπάσει αλλά για τη δημιουργία τέτοιου κινήματος που θα τείνει να τον προλάβει με την Προλεταριακή Επανάσταση.
Ενα τέτοιο κίνημα που είναι δυνατό να παρεμποδίσει τη μπουρζουαζία τόσο στην προπαρασκευή όσο και στη διεξαγωγή του πολέμου, είναι χωρίς άλλο η αποφασιστική προϋπόθεση για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε πόλεμο για το γκρέμισμα του καπιταλισμού»[33].
Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να παραμείνει σταθερό στην παραπάνω γραμμή, δεν την εξειδίκευσε κατά την έναρξη και εξέλιξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Δεν ακολουθήθηκε σταθερή γραμμή εναντίωσης σε κάθε μορφή αστικών κυβερνήσεων, όπως είχε αναδείξει ο Λένιν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τις διαφορετικές φάσεις προετοιμασίας του πολέμου, διαμόρφωσης των συμμαχιών μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών (π.χ. Σύμφωνο του Μονάχου 1938) και της στάσης των καπιταλιστικών κρατών απέναντι στην ΕΣΣΔ (π.χ. γαλλοσοβιετικό Σύμφωνο το 1935, Σύμφωνο Μόλοτοφ-Ρίμπεντροφ το 1939 κλπ.).
Το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1935) έθεσε ως κεντρικό καθήκον όλων των ΚΚ την πάλη ενάντια στο φασισμό ως προϋπόθεση για την πάλη ενάντια στην απειλή νέου παγκόσμιου πολέμου, για την ειρήνη και την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ. Εκτίμησε ότι «ο γερμανικός φασισμός παίζει το ρόλο της δύναμης κρούσης της διεθνούς αντεπανάστασης, του κύριου αιτίου του ιμπεριαλιστικού πολέμου, του υποκινητή της σταυροφορίας ενάντια στην Σοβιετική Ενωση». Κάλεσε όλα τα ΚΚ να δυναμώσουν τις προσπάθειές τους για την ενότητα δράσης της εργατικής τάξης με τη δημιουργία ενός Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, με σκοπό την ενότητα δράσης όλων των αντιφασιστικών δημοκρατικών δυνάμεων σε ένα πλατύ Λαϊκό Μέτωπο. Τάχθηκε υπέρ της «πολιτικής ενότητας» της εργατικής τάξης και έδωσε την κατεύθυνση σε κάθε χώρα να συγκροτηθεί «ένα ενιαίο» κόμμα του προλεταριάτου με τη συνένωση σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και μεμονωμένων οργανώσεων με τα ΚΚ.
Η γραμμή αυτή ουσιαστικά διατηρήθηκε σε όλη την προπολεμική περίοδο. Ωστόσο στο διάστημα 1939-1940 και κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου του πολέμου η Κομμουνιστική Διεθνής διαμόρφωσε γραμμή που ουσιαστικά χαρακτήριζε τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και από τις δύο πλευρές (Αγγλογάλλοι και Αξονας) και καλούσε στην πάλη για την ανατροπή των κυβερνήσεων που διεύθυναν τον πόλεμο. Σημείωνε χαρακτηριστικά η ΕΕ της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις πρώτες θέσεις της για το χαρακτήρα του πολέμου: «Ο πόλεμος άλλαξε κατά τρόπο ριζικό την κατάσταση: η διάκριση των καπιταλιστικών κρατών σε φασιστικά και δημοκρατικά έχει πλέον απολέσει την προηγούμενη σημασία της. Κατόπιν αυτού είναι αναγκαία η αλλαγή τακτικής. Η τακτική των κομμουνιστών κατά το παρόν στάδιο του πολέμου σε όλες τις εμπόλεμες χώρες συνίσταται στο να πάρουν θέση κατά του πολέμου, να αποκαλύψουν τον ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα, να ψηφίσουν εκεί που υπάρχουν κομμουνιστές βουλευτές κατά των πολεμικών δαπανών, να πουν στις μάζες ότι ο πόλεμος δεν θα προσφέρει τίποτε, εκτός από βάσανα και καταστροφές»[34]. Η γραμμή αυτή έγινε αποδεκτή με μούδιασμα και σύγχυση από μια σειρά σημαντικά ΚΚ (Βρετανίας, Βελγίου, ΗΠΑ, Καναδά, Γαλλίας κλπ.), τα οποία όλο το προηγούμενο διάστημα είχαν προσαρμοστεί πλήρως σε μια πολιτική γραμμή άμυνας ενάντια στην ενδεχόμενη φασιστική επίθεση, ενοχοποιώντας γι’ αυτήν ένα τμήμα της αστικής τάξης, ένα κράτος, τη Γερμανία και την περί αυτής συμμαχία, τον Αξονα.[35]
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η οδηγία της Κομμουνιστικής Διεθνούς με ημερομηνία 8 και 9 Σεπτέμβρη του 1939 καλούσε τους κομμουνιστές βουλευτές να μην επικυρώσουν τις στρατιωτικές πιστώσεις, οι Γάλλοι κομμουνιστές βουλευτές τις είχαν ήδη ψηφίσει στις 3 Σεπτέμβρη και μάλιστα ομόφωνα. Η πολιτική που χαρακτήριζε και τις δύο συμμαχίες (Αγγλογάλλους και Αξονα) ως ιμπεριαλιστικές, αν και στα λόγια έγινε αποδεκτή, στην πράξη δεν προχώρησε. Μάλιστα σε ορισμένα ΚΚ, όπως το Βρετανικό, προκάλεσε μεγάλη σύγκρουση στο εσωτερικό της ηγεσίας τους. Για μια ορισμένη περίοδο οι οδηγίες που δίνονταν στα κόμματα που οι χώρες τους βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή ήταν η επιδίωξη και εξασφάλιση αυτόνομης πολιτικής δράσης και όχι συνεργασία με τις αστικές αντικατοχικές δυνάμεις.
Μετά τη ναζιστική επίθεση στην ΕΣΣΔ, στη βάση της συμμαχίας της ΕΣΣΔ με τα καπιταλιστικά κράτη (ΗΠΑ και Μ. Βρετανία) ενάντια στον Αξονα, υποχώρησε ολοκληρωτικά η γραμμή αντιμετώπισης του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού από τη μεριά των καπιταλιστικών κρατών, ανεξάρτητα αν ήταν επιτιθέμενα ή αποδέκτες της επίθεσης. Εκτιμήθηκε ότι άλλαξε ο χαρακτήρας του πολέμου, έγινε αντιφασιστικός και κυριάρχησε η γραμμή συμμαχίας των ΚΚ με αστικές αντικατοχικές δυνάμεις σε εθνικοαπελευθερωτικά, αντιφασιστικά μέτωπα.
Οπως γίνεται κατανοητό, οι παραπάνω αποφάσεις εμπεριείχαν ταλαντεύσεις, αντιφάσεις και δημιουργούσαν συγχύσεις. Δεν ξεκαθάριζαν με τρόπο κατηγορηματικό την πάλη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων για έξοδο από τον πόλεμο με την πάλη για την εργατική εξουσία, αδυνατούσαν να συνδυάσουν το καθήκον της πάλης για την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ απέναντι στη φασιστική-ιμπεριαλιστική επίθεση με την προοπτική της ανατροπής της αστικής εξουσίας στα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη.
Οι κομμουνιστές στις περισσότερες περιπτώσεις πρωτοστάτησαν στην αντικατοχική πάλη, συσπειρώνοντας γύρω τους ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες, χωρίς να μπορέσουν όμως να αξιοποιήσουν τις συνθήκες επαναστατικής κατάστασης που στη συνέχεια διαμορφώθηκαν σε ορισμένα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης με ένοπλα κινήματα αντίστασης ή εναντίωσης στις επιτιθέμενες κυβερνήσεις τους και να οδηγήσουν την πάλη στην κατεύθυνση ανατροπής της αστικής εξουσίας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προβλημάτων στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος επικράτησαν συγχύσεις και στο επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα (ως αναπόσπαστο τμήμα του), π.χ. για το ρόλο της Αγγλίας και των αστικών δυνάμεων που αντιτίθονταν στη γερμανική κατοχή. Αυτή η πολιτική γραμμή οδήγησε στην ένταξη του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο των Συμμαχικών δυνάμεων της Μ. Ανατολής (1943), στις απαράδεκτες συμφωνίες της Καζέρτας και του Λιβάνου (1944) και αργότερα της Βάρκιζας (1945) με τις γνωστές συνέπειες.
Οι παραπάνω επιλογές αναιρούσαν στην πράξη την ίδια την επαναστατική προοπτική, την οποία, αν και ποτέ δεν απεμπόλησε το ΚΚΕ, δεν την αντιμετώπισε με συνέπεια ως άμεσο πολιτικό καθήκον.Αποτέλεσμα αυτής της λαθεμένης στρατηγικής ήταν ότι ακόμη και στην επαναστατική κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα τον Οκτώβρη του 1944 και στην όξυνση της ταξικής πάλης με σύγκρουση το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου, το ένοπλο κίνημα δεν είχε ξεκάθαρο προσανατολισμό πάλης για την εργατική εξουσία. Ακόμη και τότε κυριαρχούσαν συγχύσεις για το ρόλο ορισμένων αστικών πολιτικών δυνάμεων της εποχής και η θέση για κυβέρνηση εθνικής ενότητας, για «ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις».
Το ΚΚΕ στην απόφασή του στο 18ο Συνέδριο (2009) εκτιμά για τη στάση των Κομμουνιστικών κομμάτων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο:
«Στην καπιταλιστική Δύση τα KK δε διαμόρφωσαν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. H στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος δεν αξιοποίησε το γεγονός ότι η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας περιεχόταν στον αντιφασιστικό - απελευθερωτικό χαρακτήρα του ένοπλου αγώνα για μια σειρά χώρες, ώστε να θέσει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας, αφού ο σοσιαλισμός και η κομμουνιστική προοπτική αποτελούν τη μόνη εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
H έλλειψη τέτοιας στρατηγικής σε KK δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης, λόγω της στρατιωτικής παρουσίας των αμερικανικών και βρετανικών στρατευμάτων σε μια σειρά χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Τα KK οφείλουν να διαμορφώνουν τη στρατηγική τους ανεξάρτητα από το συσχετισμό δύναμης. Σημειώθηκε σταδιακή υποχώρηση από τη θέση ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, επομένως και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία.
H θέση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από το συσχετισμό δυνάμεων, ανεξάρτητα από το πρόβλημα που μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την επιτάχυνση των εξελίξεων, π.χ. όξυνση ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, αλλαγές στη μορφή της αστικής εξουσίας που μπορεί να προκληθούν»[36].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στις συνθήκες ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου η πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το κόμμα της, έχει καθήκον να αναδείξει την ανάγκη της ταξικής ενότητας των εργατών, της συμμαχίας με λαϊκές δυνάμεις, τη διεθνιστική διάσταση της εργατικής τάξης και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτή. Η στάση απέναντι στον πόλεμο είναι στάση απέναντι στην ταξική πάλη και τη σοσιαλιστική επανάσταση, πάλη για τη μετατροπή αυτού του πολέμου σε ένοπλη ταξική πάλη, το «μοναδικό απελευθερωτικό πόλεμο», όπως τον χαρακτήριζε ο Λένιν.Είναι πολύτιμη η επεξεργασία του Λένιν που, αναπτύσσοντας τη θεωρία του αδύνατου κρίκου, δηλαδή διαβλέποντας τη δυνατότητα να προηγηθεί η μεγάλη όξυνση των αντιθέσεων, η διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης σε κάποια χώρα ή ομάδα χωρών, θεμελίωσε επιστημονικά τη δυνατότητα επικράτησης της επανάστασης αρχικά σε μια ή σε μερικές χώρες. Συνεπώς σε ένα τέτοιο πόλεμο η συνεννόηση, τα κοινά συνθήματα και η κοινή δράση με το επαναστατικό κίνημα άλλων χωρών αποτελούν σημαντική προϋπόθεση για την προοπτική εκδήλωσης και νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης σε περισσότερες χώρες, της δυνατότητας μιας άλλου τύπου συνεργασίας ή ένωσης κρατών, στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, του κεντρικού σχεδιασμού με προλεταριακό διεθνισμό.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αξιοποιεί όλους τους τρόπους δουλειάς, νόμιμους και παράνομους, πρωτοστατεί ώστε η εργατική τάξη να συγκροτήσει δικό της κέντρο οργάνωσης του αγώνα με σκοπό την έξοδο από τον πόλεμο, με κατάκτηση της δικής της εξουσίας. Οργανώνει την εργατική τάξη μέσα στους εργασιακούς χώρους και τις παραγωγικές μονάδες ενάντια στους καπιταλιστές, τα κόμματα και τις κυβερνήσεις τους, τους πολέμους της και τις συμφωνίες «ειρήνης» τους. Στο εργατικό μέτωπο πάλης για την έξοδο από τον πόλεμο επιδιώκεται να εκφραστεί και η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου. Το Κόμμα επαγρυπνεί ώστε το εργατικό μέτωπο να αποτελέσει όχι μόνο πόλο συσπείρωσης των εργατικών μαζών, αλλά και στήριγμα και ελπίδα των λαϊκών στρωμάτων, ήδη από τις πρώτες μέρες του πολέμου να επηρεάσει τη στάση των στρατευμένων από τις λαϊκές οικογένειες.
Η πείρα των δύο παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών πολέμων, αλλά και η πιο σύγχρονη πείρα, αναδεικνύει ότι με το ξεκίνημα των εχθροπραξιών και στο πρώτο διάστημα του πολέμου η αστική τάξη με τα συνθήματα και την προπαγάνδα της επιδιώκει να επηρεάσει και να πάρει με το μέρος της μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και λαϊκών στρωμάτων, να δημιουργήσει «εθνική ανάταση». Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη στάση αποδοχής των ιμπεριαλιστικών πολέμων και της κατοχής ξένων χωρών, στο όνομα της υπεράσπισης της «δημοκρατίας», των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και του εκσυγχρονισμού, της καταπολέμησης της «τρομοκρατίας», δηλαδή της αποδοχής αντιδραστικών προσχημάτων από λαϊκά στρώματα σε κράτη που βρίσκονται στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας (π.χ. ΗΠΑ).
Είναι σίγουρο ότι θα εκδηλωθεί δυσκολία να υιοθετηθεί από την αρχή η επαναστατική γραμμή. Ακόμα και στο κόμμα των μπολσεβίκων εκφράστηκαν ταλαντεύσεις μετά την επανάσταση του Φλεβάρη σχετικά με το χαρακτήρα του συνεχιζόμενου πολέμου από την πλευρά της αστικής Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Δε γινόταν κατανοητό ότι η πάλη της αστικής τάξης για την ανατροπή του τσάρου δεν εξασφάλιζε τη θέληση και τη συνέπεια για έξοδο από τον πόλεμο ώστε να τερματιστεί ο θάνατος, η πείνα και η απόλυτη εξαθλίωση για τις λαϊκές μάζες. Αυτές οι ταλαντεύσεις εκφράστηκαν με τη δυσκολία απρόσκοπτης αποδοχής της επαναστατικής γραμμής του Λένιν. Είναι χαρακτηριστικό ότι γενικά σωστές αποφάσεις που είχε πάρει η Β΄ Διεθνής για το χαρακτήρα του πολέμου και τη στάση απέναντί του αναιρέθηκαν στη συνέχεια από τη στάση πολλών κομμάτων που συνθηκολόγησαν με την αστική πολιτική και οδήγησαν στη χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς. Αντικειμενικά όμως ο πόλεμος κλονίζει την αστική εξουσία, ενώ οι συνθήκες που φέρνει στη ζωή της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων επιδρούν στις διαθέσεις τους, δημιουργούν τις προϋποθέσεις ραγδαία να φθαρεί, να απαξιωθεί και να αμφισβητηθεί στη συνείδησή τους η πολιτική των αστικών κομμάτων, των κάλπικων συνθημάτων και ιδεολογημάτων τους, οι θεσμοί της αστικής εξουσίας.
Σε αυτές τις συνθήκες η ιδεολογική-πολιτική δράση των κομμουνιστών, η παρέμβασή τους στις μάζες στοχεύει στην επαναστατικοποίησή τους. Οπως έχει αποδείξει η ιστορική πείρα, ιμπεριαλιστικός πόλεμος σημαίνει διάσπαση στο στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού, που διευκολύνει την αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας, διασαλεύει τους αστικούς θεσμούς και τη δυνατότητά τους να χειραγωγούν και να καταστέλλουν, ενώ απελευθερώνονται οι αγωνιστικές διαθέσεις των μαζών. Την κατάσταση αυτή οι επαναστατικές δυνάμεις πρέπει σωστά να εκτιμήσουν και να αξιοποιήσουν, καθοδηγώντας την εργατική τάξη και τις λαϊκές δυνάμεις στο δρόμο που αποτελεί τη μοναδική διέξοδο στις δικές τους ανάγκες, στα δικά τους συμφέροντα άμεσα και προοπτικά, το δρόμο της κορύφωσης της ταξικής πάλης, της τελικής σύγκρουσης για την κατάκτηση της εξουσίας. Το επαναστατικό κίνημα πρέπει ευθύς εξαρχής να έχει μέτωπο στον ανοιχτό ή συγκαλυμμένο οπορτουνισμό.
Από την πρώτη στιγμή, πριν ακόμη την επίσημη έναρξη εχθροπραξιών, οι επαναστατικές δυνάμεις πρέπει να βρεθούν σε ετοιμότητα, έγκαιρα να ενημερώσουν το λαό και να τον καλέσουν σε ετοιμότητα και επαγρύπνηση. Να αποκαλύψουν πλατιά τις συνέπειες για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα από τη συμμετοχή στον πόλεμο, τον πόλεμο ως στοιχείο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.Να θέσουν το ζήτημα της αποχώρησης της Ελλάδας από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες (π.χ. ΝΑΤΟ κλπ). Να αναδείξουν το χαρακτήρα του πολέμου ως σφαγής των λαών για το μοίρασμα των αγορών, για τα συμφέροντα των μονοπωλίων. Να φανεί ότι οι ίδιοι που κλέβουν τον ιδρώτα της εργατικής τάξης σε συνθήκες «ειρήνης», τη στέλνουν στο πόλεμο να σκοτωθεί για τα συμφέροντά τους. Να απορρίψουν και να καταγγείλουν κάθε προσπάθεια να «νομιμοποιηθούν» μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες οι επιλογές της αστικής τάξης (π.χ. έγκριση πολεμικών πιστώσεων κλπ). Χρειάζεται μέτωπο στις αλυτρωτικές και εθνικιστικές κορώνες, να απομονωθούν, φασιστικές και μη, εθνικιστικές επιρροές που άμεσα ή όχι δουλεύουν στην κατεύθυνση διαμόρφωσης «φιλοπόλεμου ρεύματος».
Κανένας αγώνας δεν μπορεί να διεξαχθεί σοβαρά χωρίς να εξασφαλιστούν στοιχειώδεις συνθήκες της λαϊκής επιβίωσης. Το επιβεβαιώνει η μακρόχρονη πείρα του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος. Είναι μεγάλη η ποικιλία των μορφών, μέσω των οποίων εξασφαλίστηκε σε ένα πρώτο επίπεδο η επιβίωση, η σίτιση, η υγειονομική περίθαλψη, η συνέχιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Βάση ήταν ο λαϊκός έλεγχος στην παραγωγή (εργοστάσια, αγροτική παραγωγή), στη συγκέντρωση των προϊόντων, ιδιαίτερα λαϊκής κατανάλωσης (τρόφιμα, φάρμακα κλπ.), στις υποδομές. Οι επιτροπές του εργατικού λαϊκού μετώπου στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, στις πόλεις και την ύπαιθρο, υπερασπίστηκαν, παράλληλα με τη λαϊκή άμυνα, τη στοιχειώδη λειτουργία κοινωνικών υπηρεσιών. Το Κόμμα μας και το κίνημα στην Ελλάδα έχει τέτοια ιστορική παρακαταθήκη από τη δράση του στις περιοχές της Ελλάδας που απελευθέρωνε ο ΕΛΑΣ-ΕΑΜ από την Κατοχή και κατά τη διάρκεια του αγώνα του ΔΣΕ. Αξιοποιώντας αυτή την πείρα το Κόμμα μας έχει εκτιμήσει στην Απόφαση του 18ου Συνεδρίου ότι οι θεσμοί που θα εμφανιστούν κατά τη διάρκεια της επαναστατικής πάλης θα αποτελέσουν τα έμβρυα της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Το κύριο είναι η σταθερότητα στο στρατηγικό στόχο, η ικανότητα στην οργάνωση και διεξαγωγή της πάλης σε κάθε φάση, η ευελιξία και η αντοχή στα ζιγκ-ζαγκ της πορείας της ταξικής πάλης, η ικανότητα κατάλληλου συνδυασμού όλων των μορφών πάλης, όλων των μέσων, ανάλογα με την εξέλιξη του συσχετισμού δυνάμεων, εσωτερικά, περιφερειακά, διεθνώς.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Κείμενο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Η φράση ανήκει στον Καρλ Κλάουζεβιτς (1780 - 1831), Πρώσο στρατηγό και αστό θεωρητικό, στην εργασία του «Για τον πόλεμο». Η θέση του αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους κλασικούς του Μαρξισμού - Λενινισμού από τη σκοπιά της ταξικής θεώρησης του κράτους.
2. Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ «Πυκνώνουν τα σύννεφα του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Καμιά εμπλοκή. Καμιά συμμετοχή!», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 19 Σεπτέμβρη 2012.
3. Ομιλία της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκας Παπαρήγα στη 13η διεθνή συνάντηση κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, Αθήνα 9-11 Δεκέμβρη 2011.
4. Β. Ι. Λένιν: «Πόλεμος και επανάσταση», «Απαντα», τ. 32, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 78.
5. Ο.π., σελ. 79.
6. Β. Ι. Λένιν: «Σοσιαλισμός και πόλεμος», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 317.
7. Β. Ι. Λένιν: «Κάτω από ξένη σημαία», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 143.
8. Β. Ι. Λένιν: «Για την μπροσούρα Γιούνιους», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 6-7.
9. Β. Ι. Λένιν: «Τα καθήκοντα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό πόλεμο», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 1.
10. Ο.π., σελ 7-8.
11. B. I. Λένιν: «Για την μπροσούρα του Γιούνιους», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 6.
12. B. I. Λένιν: «Για την μπροσούρα του Γιούνιους», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 9.
13. B. I. Λένιν: «Για την μπροσούρα του Γιούνιους», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»,σελ. 12-13.
14. Ο.π.
15. Β. Ι. Λένιν: «Κάτω από ξένη σημαία», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 137.
16. Β. Ι. Λένιν: «Πόλεμος και επανάσταση», «Απαντα», τ. 32, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 78.
17. Β. Ι. Λένιν: «Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 221.
18. Ο.π., σελ. 222.
19. Β. Ι. Λένιν: «Σοσιαλισμός και πόλεμος», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 348.
20. Β. Ι. Λένιν: «Σοσιαλισμός και πόλεμος», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 317.
21. Β. Ι. Λένιν: «Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 133-134.
22. Β. Ι. Λένιν: «Ανοιχτό γράμμα προς τον Μπόρις Σουβάριν», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 265.
23. Β. Ι. Λένιν: «Για την ήττα της κυβέρνησης της χώρας σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 291.
24. Β. Ι. Λένιν: «Η κατάσταση και τα καθήκοντα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 36-37.
25. Β. Ι. Λένιν: «Σχετικά με την τοποθέτηση του ζητήματος της υπεράσπισης της πατρίδας», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 223.
26. Β. Ι. Λένιν: «Ανοιχτό γράμμα προς τον Μπόρις Σουβάριν», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 267.
27. Β. Ι. Λένιν: «Για την ήττα της κυβέρνησης της χώρας σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 296.
28. Ο.π., σελ.291.
29. Β. Ι. Λένιν: «Προς τον Α. Γκ. Σλιάπνικοφ», «Απαντα», τ. 49, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 13.
30. Β. Ι. Λένιν: «Θεμελιακές θέσεις σχετικά με το ζήτημα του πολέμου», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 212 -215.
31. Β. Ι. Λένιν: «Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 133 -134.
32. ΚΟΜΕΠ τ. 1/1931, «Απόφαση της ΧΙ Ολομέλειας της Κομμουνιστικής Διεθνούς».
33. ΚΟΜΕΠ τ. 4/1932, «Πόλεμος και κομμουνιστές».
34. Ρωσικά Κρατικά Αρχεία, απ. 495, κ. 18, θ. 1292, φλ. 47-48.
35. Ν. Λέμπεντεβα - Μ. Ναρίνσκι: «Η Κομμουνιστική Διεθνής στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδ. «Ελληνικά Γράμματα».
36. Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ «Για το σοσιαλισμό», Φλεβάρης 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου