Αρχική δημοσίευση 22 Μαρτίου 2012.
Μπορούμε, με σχετική ασφάλεια, να πιστώσουμε τον γάλλο φιλόσοφο Μισέλ ντε Μονταίν (1533-1592) με μια σημαντική ανακάλυψη που εν σπέρματι υπήρχε ήδη στο έργο της "προ-επιστημονικής" ιστορίας του Ηρόδοτου: την ανακάλυψη ότι το να στοχάζεσαι πάνω σε έναν πολιτισμό ριζικά διαφορετικό από τον δικό σου αποτελεί ένα καλό τρόπο του να στοχάζεσαι κριτικά πάνω στον δικό σου πολιτισμό, μιας και αυτός, όντας υπερβολικά οικείος, διαφεύγει του κριτικού αναστοχασμού για τον εαυτό του, για τις δικές του στρεβλώσεις ή παρανοήσεις. Από τότε που ο Μονταίν έγραψε το "Περί κανιβάλων", εξαίροντας την συγκριτική αθωότητα και ηθική ανθρώπων που οι Ευρωπαίοι έβλεπαν ως τέρατα κατ' αντίστιξη με τα αδήλωτα και σκανδαλισμένα τέρατα, δηλαδή τους ίδιους τους Ευρωπαίους, έχουν περάσει αρκετοί αιώνες· τόσοι που αυτού του είδους η προμαρξιστική, κριτικά ανθρωπολογική και "ουμανιστική" χειρονομία να έχει η ίδια σχεδόν εξαφανιστεί από το πεδίο του διαθέσιμου λόγου για τον λεγόμενο "δυτικό πολιτισμό."
Παρουσιάσαμε λοιπόν συνοπτικά τα ερωτήματα που ανακύπτουν σήμερα σε ό,τι αφορά το αναμφισβήτητο της τελειοποίησης του προτάγματος της πολιτικής ισότητας από τις αστικές επαναστάσεις και από τις χειραφετητικές συνέπειές τους. Μιλήσαμε επίσης για τον βασικό άξονα της μαρξιστικής απάντησης σ' αυτά τα ερωτήματα, απάντησης που ο Μαρξ έδωσε ήδη απ' το 1843, 169 χρόνια πριν αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε καν εμείς. Ο Μαρξ λοιπόν παρατήρησε ότι με δεδομένο τον χωρισμό του υποκειμένου σε "άνθρωπο" και "πολίτη" και της ζωής σε "κοινωνική/οικονομική" και σε "πολιτική", η αστική τελειοποίηση της πολιτικής ισότητας, όσο τέλεια κι αν είναι, δεν συνιστά παρά μια κολοβή, ανάπηρη χειραφέτηση. Γιατί δεν αλλάζει τίποτε σε ό,τι αφορά τις συντριπτικές ανισότητες που εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα στο οικονομικό πεδίο, ούτε σε ό,τι αφορά την ανελευθερία των ανθρώπων που πρέπει να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο και να πουλούν την εργασία τους για να ζήσουν.
Και όλα αυτά, για αυτόν τον πολύ βασικό και στοιχειώδη λόγο: επειδή στην "ελεύθερη" κοινωνία μας, η "σκέψη" οφείλει να εκπορνεύεται παίζοντας ταμπούρλο στις παρελάσεις αυταρέσκειας με τις οποίες η Δύση ευλογεί τα γένια της ως ο μοναδικός και αποκλειστικός φορέας πολιτικής λογικής, πολιτισμού, και χειραφετητικών ελπίδων για την ανθρωπότητα. Επειδή η "μόρφωση" που μας πρόσφερε το αστικό εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να εξαργυρώνεται (μετά ποικίλων υλικών και ψυχικών απολαβών) δεχόμενη την θυσία της στον Μολώχ της μετατροπής της ιστορίας σε πανηγύρι για την αρπακτική ματαιοδοξία του δυτικού καπιταλισμού, που φαντασιώνεται τον εαυτό του σαν "τον καλύτερο εφικτό κόσμο" αφού, μη έχοντας αρκεστεί στο να βυθίσει την μεγάλη πλειοψηφία του μη δυτικού πληθυσμού του πλανήτη στην εξαθλίωση και την πείνα, μεταφέρει τώρα τον τρίτο κόσμο στις δικές του κοινωνίες, προαλείφοντας ένα νέο κύμα κοινωνικής ερήμωσης, περιλαμβανομένου, πιθανώς, και ενός νέου ανθρωποκτόνου πολέμου.
Ο Μονταίν εκμεταλλεύτηκε λοιπόν την εξωτική ετερότητα των μη δυτικών κοινωνιών για να ανοίξει τον κριτικό ορίζοντα της δικής του κοινωνίας, για να ανοίξει την δική του κοινωνία στην αυτοκριτική, και συνεπώς στην "ωριμότητα" εκείνη που δυο αιώνες αργότερα ο Ιμάνουελ Καντ θα ταύτιζε με το πνεύμα του "Διαφωτισμού" ως εγχειρήματος. Φυσικά, μέχρι τον 19ο αιώνα, η ίδια η "εξωτική ετερότητα" είχε σχεδόν εξαλειφθεί από προσώπου γης, καθώς ο δυτικός άνθρωπος έφτανε και στην τελευταία γωνιά του πλανήτη, εγκαθίδρυε την θρησκεία, τα έθιμα και την οικονομία του, και οι τοπικοί πληθυσμοί, όσο "άγριοι" και αν ήταν, συρρικνώνονταν δραστικά γρήγορα, λόγω μιας σειράς καταστροφικών αιτιών: από την ενσυνείδητη γενοκτονία τους μέχρι την καταστροφή του περιβάλλοντος και του τρόπου ζωής τους, τον εκτοπισμό τους, ή, σπανιότερα, την φυλετική τους απορρόφηση και ενσωμάτωση. Γύρω στο 1917 όμως, έκανε την εμφάνισή του ένα νέο είδος "εξωτικής ετερότητας", το οποίο, αν και συνεπικουρήθηκε σε ό,τι αφορούσε τον εξωτισμό του από τη "μη δυτικότητα" των πληθυσμών που ενέπλεκε, ωστόσο δεν ήταν αποκλειστικά και μάλλον ούτε κυρίαρχα "φυλετικά" προσδιορίσιμο.
Μιλάω βέβαια για την ετερότητα που σηματοδότησε ο υπαρκτός σοσιαλισμός ως σύστημα, ως μοντέλο δόμησης της κοινωνίας, και ως καθημερινή εμπειρία. Όπως συμβαίνει συνήθως με την ριζική ετερότητα, η πρόσληψη του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Δύση μετεωρίστηκε ανάμεσα στην ενθουσιώδη εξιδανίκευση (ανάμεσα στους φορείς της αρκετοί που θα μεταμορφωνόταν γρήγορα σε εξίσου φανατικούς αντικομμουνιστές) και την υστερική δαιμονοποίηση. Το ότι, από την άλλη πλευρά, μια από τις διαστάσεις της φιλελεύθερης καπιταλιστικής πρόσληψης του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν έπαψε ποτέ να είναι αυτή της πρόσληψης μιας ανθρωπολογικού τύπου και εξωτικής ετερότητας, πιστοποιείται άνετα ακόμα και στις μέρες μας, πολύ μετά την κατάρρευση του βασικού του γεωπολιτικού πυρήνα: οι πρόσφατες δυτικές αντιδράσεις στις αντιδράσεις των Βορειοκορεατών στον θάνατο του ηγέτη τους παλινδρομούν ανάμεσα στη θεώρηση μιας ολόκληρης χώρας ως κάποιου είδους γιγαντιαίας και εκκεντρικής αίρεσης και στην αντίληψή της με όρους μιας σχεδόν μη ανθρώπινης ψυχοπαθολογικότητας (που αποκρύπτει πολύ παρόμοια φαινόμενα στην πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία). Όλα αυτά με κλασικό Οριενταλιστικό/αποικιακό στυλ, από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν το παραμικρό για τη γλώσσα, την ιστορία, τις πολιτικές εμπειρίες ή την κοσμοαντίληψη αυτών για τους οποίους διατυπώνουν θέσφατα και αξιώματα από χιλιόμετρα μακριά. Αλλά και σε ό,τι αφορά την Κίνα, την πρώην ΕΣΣΔ, και άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης ή ακόμα και την Κούβα, η κυρίαρχη πρόσληψη του υπαρκτού σοσιαλισμού σήμερα παλινδρομεί ανάμεσα στο θρίλερ των Γκούλαγκ και το ανώδυνο τουριστικό κιτς, όπου τα πορτραίτα του Λένιν ή του Μάο, ή άλλα σοσιαλιστικά μεμοραμπίλια όπως η αισθητική του κονστρουκτουβισμού ή τα πόστερ της Ρώσικης πρωτοπορίας ή της Πολιτισμικής Επανάστασης έχουν το ίδιο στάτους με γιρλάντες λουλουδιών από τη Χαβάη, μουσικά όργανα Μογγόλων ή βεντάλιες από τη Σεβίλη: αποτελούν απο-πολιτικοποιημένα, απο-ιστορικοποιημένα, "γραφικά" εμπορεύματα προς δυτική κατανάλωση, απομεινάρια της "μετά θάνατον" ζωής του υπαρκτού σοσιαλισμού ως του τελευταίου μεγάλου εξωτικισμού σε έναν κόσμο που μοιάζει να συρρικνώνεται καθημερινά σε μια χωρίς σύνορα ή τέλος Δύση.
Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της πρόσληψης είναι η απάρνηση, σε ό,τι αφορά το σοσιαλιστικό πείραμα, του ίδιου του στάτους του ως πειράματος: Με άλλα λόγια η άρνηση, ιστορική και πολιτική, ότι αυτό που έλαβε χώρα σε μια σειρά κρατών ήταν ένα ενσυνείδητο και συλλογικό εγχείρημα, το οποίο είχε κάποιες μεθολογικές αρχές, μια συγκεκριμένη και συγκροτημένη λογική, και συγκεκριμένους στόχους. Σκοπός των πειραμάτων στην επιστήμη δεν είναι απλώς να αποδείξουν μια υπόθεση εργασίας αλλά και να καταγραφούν σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματά τους έτσι ώστε, εάν αποτύχουν, να διαμορφώσουν νέα και πιο επιτυχημένα πειράματα. Σε ό,τι όμως αφορά τον "υπαρκτό σοσιαλισμό", η προϊούσα αντίληψη είναι μάλλον αυτή του Δόκτωρος Φρανκενστάιν σε ό,τι αφορούσε το δικό του πείραμα: να καταστραφούν όλες οι σημειώσεις και τα αρχεία που οδήγησαν στο πείραμα, να απαλειφθούν όλα τα ντοκουμέντα που αφορούν την διαδικασία επιτέλεσής του, και, τέλος, να ξεχαστεί το αποτέλεσμα του πειράματος, και το "τέρας" να εξαλειφθεί, αν όχι από προσώπου γης, τουλάχιστον από την μνήμη της πειραματιζόμενης ανθρωπότητας. Ο Δρ. Φρανκενστάιν βέβαια δεν ήταν ακριβώς το πρότυπο του καλού και υπεύθυνου επιστήμονα, ούτε ακριβώς του έλλογου ανθρώπου, και η φρανκενσταϊνική μανία να εξαλειφθεί στην Ευρώπη το ίδιο το γεγονός ότι υπήρξε ποτέ υπαρκτός σοσιαλισμός παραπέμπει σε ανάλογα συμπεράσματα για την λογική και την επιστημονική φιλαλήθεια των φορέων της.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο πείραμα αυτό καθεαυτό, ή μάλλον σε μία και μόνο από τις ιδέες τις οποίες κλήθηκε να διερευνήσει και να εφαρμόσει για λογαριασμό αυτού που μας αρέσει να ονομάζουμε "κομμουνιστική υπόθεση", τόσο με την έννοια της "περιοχής μέριμνας" όσο και με αυτή του "επιστημολογικού στοιχήματος" του κομμουνισμού. Η ιδέα αυτή πρωτοεμφανίζεται στην ουσία πολύ νωρίς, στον νεαρό Μαρξ του "Για το εβραϊκό ζήτημα" και τηςΚριτικής στη Φιλοσοφία του δικαίου του Χέγκελ (και τα δύο το 1843), και είναι η εξής: ότι στο αστικό κράτος υπάρχει ένας συγκροτητικός για το ίδιο το κράτος διαχωρισμός μεταξύ "πολιτικής" και "οικονομίας", μεταξύ των σφαιρών στις οποίες λαμβάνουν χώρα αυτά τα δύο πράγματα, και, κατά συνέπεια, μεταξύ δύο διαφορετικών χειραφετητικών εγχειρημάτων. Ο νεαρός Μαρξ συμπέρανε λοιπόν πως η γαλλική επανάσταση, διακηρύσσοντας τα "Δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη" αφενός πιστοποιούσε αυτόν τον χωρισμό (άνθρωπος=οικονομικό ον, ον της "κοινωνίας των πολιτών", πολίτης=πολιτικό ον, ον της σφαίρας της πολιτικής), και αφετέρου εξασφάλιζε για τον άνθρωπο μια στενά πολιτική χειραφέτηση. Πιο συγκεκριμένα, οι αστικές επαναστάσεις έκαναν εφικτή, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, την πολιτική ισότητα των ανθρώπων, διότι έκαναν δυο πολύ βασικά πράγματα: καθολικοποιούσαν το δικαίωμα της ψήφου, ώστε, μετά από έναν με ενάμιση περίπου αιώνα περαιτέρω αγώνων να το έχουν όλοι οι σώοι τας φρένας ενήλικες, χωρίς να λογίζεται ως κριτήριο το αν έχουν ή όχι έγγαια περιουσία ή αν είναι άνδρες ή γυναίκες (σε αντίθεση με την αρχαία Αθήνα ή την ρεπουμπλικανική Αγγλία μετά την ήττα των ριζοσπαστών της παράταξης των Εξισωτών)· και καταργούσαν την σύμφυρση κράτους και εκκλησίας και την σύγχυση εξουσιών, φροντίζοντας για την κοσμικότητα του κράτους και για τον διαχωρισμό της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας.
Αυτά έκαναν οι περουκοφόροι αστοί στις δύο πλευρές του Ατλαντικού στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Και με τη σειρά τους, οι Μαρξιστές ρώτησαν και εξακολουθούν και σήμερα να ρωτούν: Δεν είναι αυτή η τελειοποίηση της πολιτικής ισότητας ως στόχου; Δεν είναι αυτό το μέγιστο που μπορεί να πετύχει μια αντίληψη της χειραφέτησης που δεν επεκτείνεται στην οικονομική ζωή; Υπάρχει έστω ένα πράγμα που να έκανε έκτοτε η αστική κοινωνία που να μπορεί να λογιστεί "πρόοδος" για την ανθρώπινη χειραφέτηση;
Αλλά αν συμφωνούμε --και δεν νομίζω πως χρειάζεται για να είμαστε Μαρξιστές για να συμφωνούμε!-- ότι οι αστικές επαναστάσεις φέρουν πράγματι τις βάσεις για την τελειοποίηση της πολιτικής χειραφέτησης των ανθρώπων, τότε τι σημαίνει η σημερινή και πανθομολογούμενη δυσανεξία με την δημοκρατία που πιστοποιείται από κάθε λογής απόπειρες "επανεφεύρεσης", βασικά, του τροχού; Τι σημαίνει το γεγονός ότι το καθολικό δικαίωμα στην ψήφο, για παράδειγμα, απαξιώνεται καθημερινά ως ασήμαντο, όταν ο ίδιος ο Μαρξ του αφιερώνει ένθερμα επαναστατικά εγκώμια στην Κριτική της Φιλοσοφίας του δικαίου (η Πρωσία δεν είχε φτάσει ακόμα στην κατάκτησή του, βλέπετε); Τι σημαίνει το γεγονός ότι η "δημοκρατία" όχι μόνο δεν λογίζεται πια αρκετή, αλλά κρίνεται μάλλον ως ανύπαρκτη, εξαφανισμένη; Μήπως καταργήθηκε το οικουμενικό δικαίωμα στην ψηφοφορία; Μήπως καταργήθηκε η διάκριση των εξουσιών; Πώς γίνεται να στέκουν όρθιοι οι δύο βασικότεροι πυλώνες της πολιτικής χειραφέτησης στην νεωτερική εποχή, κι όμως οι άνθρωποι να νιώθουν πολιτικά (και όχι απλά οικονομικά) ανίσχυροι και ανελεύθεροι; Πώς γίνεται και γιατί γίνεται οι άνθρωποι να φτάσουν να εξυμνούν σήμερα, εν έτει 2012, την Αθηναϊκή δημοκρατία, που απέκλειε από την δημοκρατική διαδικασία γυναίκες, μέτοικους και δούλους, δηλαδή την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού; Πώς γίνεται να περιφρονεί και να απαξιώνει ο μέσος πολίτης το δικαίωμα στην κρυφή ψήφο και να εξυμνεί τα πεντάλεπτα στο κασόνι στις πλατείες, τα οποία, στο κάτω-κάτω, εξασφαλίζουν δυνητική επιρροή, ακόμα και υπό τις πιο διαφανείς συνθήκες, σε όσους έχουν το χάρισμα του λέγειν και της ρητορείας, αποκλείοντας αυτούς τους οποίους η μυστική κοινοβουλευτική ψήφος εξισώνει με όλους τους άλλους, δηλαδή τους λιγότερο προφορικά χαρισματικούς ή μορφωμένους;
Η σύντομη μαρξιστική απάντηση, και συνάμα, η ιδέα που θέλησε να εξερευνήσει το "πείραμα" περί ου ο λόγος, έχει βρει την παράδοξή της έκφραση σε μια Αμερικανιά: "it's the economy, stupid!", ή, με τα λόγια του Κάρολου και όχι του Μπιλ, χωρίς οικονομική ισότητα η πολιτική ισότητα παραμένει "τυπική" και "αφηρημένη" ισότητα, και η πολιτική χειραφέτηση αναδεικνύεται ως μόνο πολιτική, κάνοντας την μεταμοντέρνα νοσταλγία για τη ζωτικότητα της δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα να φαίνεται διπλά μουχλιασμένη ως ιδέα, αφού, στο κάτω-κάτω, το πολίτευμα εκείνο δεν ήταν απλώς κολοβή δημοκρατία αλλά και, στην καλύτερη περίπτωση (όταν δεν εξέπιπτε σε τυραννία ή ολιγαρχία) δεν ήταν τίποτε άλλο από δημοκρατία, τίποτε άλλο από αυτό που έχουμε "τυπικά" (η λέξη-κλειδί!) και σήμερα, αλλά μας φαίνεται, άξαφνα, κενό νοήματος και ουσίας.
Θα ήταν ψέμματα όμως αν λέγαμε ότι ο Μαρξ και οι επίγονοί του είναι οι μόνοι που δίνουν απάντηση σ' αυτά τα ερωτήματα, αν και αναμφίβολα τη δίνουν πρώτοι και με μεγάλη διαφορά σε ό,τι αφορά την χρονική προτεραιότητα. Απάντηση επιχειρεί να δώσει και η ίδια η αστική ιδεολογία, με την μορφή της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης. Παράδειγμα, τα πολύ διαδεδομένα στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα επιχειρήματα του Κόλιν Κράουτς (Colin Crouch), του οποίου το έργο Μεταδημοκρατία μεταφράστηκε μεταξύ άλλων και στα ελληνικά και συζητήθηκε πολύ, και όχι μόνο ακαδημαϊκά αλλά και στον Τύπο και στην αρθρογραφία σε ιστολόγια. Ποια είναι η απάντηση του Κράουτς; Ας την ακούσουμε δια στόματός του, στην συνέντευξη όπου παρουσιάζει συνοπτικά τα επιχειρήματά του:
Ας συνοψίσουμε τους βασικούς άξονες της απάντησης, που είναι μια από τις βασικότερες "αυτοκριτικές" που κάνει η σημερινή Δύση (αν όχι η βασικότερη, αν λάβουμε υπόψη το πόσο εύκολα --και κατά τη γνώμη μας, λανθασμένα-- συγχωνεύεται από πολλούς με την άλλη βασική αυτοκριτική της Δύσης σε ό,τι αφορά τη μοίρα της δημοκρατίας, αυτή του Ζακ Ρανσιέρ):
α) Η μεταδημοκρατία είναι στην πολιτική ό,τι είναι η μεταβιομηχανική παραγωγή στην οικονομία. Η θεσμική μορφή της δημοκρατίας παραμένει στη θέση της, αλλά η "ενέργεια" και ο "δυναμισμός" --αυτές τις λέξεις χρησιμοποιεί ο Κράουτς στην αναλογία του-- έχουν χαθεί.
β) Η κρίση της "δημοκρατίας", η οποία ("δημοκρατία") προηγείται λογικά και ιστορικά της "μεταδημοκρατίας", άρχισε σχετικά πρόσφατα και συνδέεται με την πολιτική άνοδο του "νεοφιλελευθερισμού" στην δεκαετία του 1980.
γ) Ως "ιδιωτικοποίηση της πολιτικής", ο "νεοφιλελευθερισμός" συνοδεύει την ισχυροποίηση των οικονομικών θεσμών όπως οι τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί, που με τη σειρά τους επικυριαρχούν στο κράτος, εκτοπίζουν από την πολιτική σκηνή την ανοιχτή, δημοκρατική διαδικασία και την κενώνουν από νόημα. Εξού και η σημασία κινημάτων όπως το Occupy Wall Street, ή, στην Ελλάδα, των "αγανακτισμένων" του Συντάγματος, ως μοχλών πίεσης στα πολιτικά κόμματα στην κατεύθυνση της "επιστροφής" στη δημοκρατία που χάθηκε εξαιτίας της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας.
Είμαστε τώρα έτοιμοι να βάλουμε στο ρινγκ της αναμέτρησης επιχειρηματολογίας και λογικής τον 26χρονο Μαρξ του 1843 και τον 56χρονο Κράουτς του 2012, ή την βάση της κριτικής στην Δύση που ενσάρκωσε το εγχείρημα του υπαρκτού σοσιαλισμού και αυτή που μας προσφέρει το υψηλότερο διαθέσιμο επίπεδο δυτικής αυτοκριτικής.
Από την πλευρά του, ο Κράουτς, ο δυτικός μας σύγχρονος, μας προσφέρει ένα πολύ ωραίο αφήγημα, ένα αφήγημα πολύ οικείο στις δυτικές κοινωνίες και για αυτό πολύ αγαπητό: Είναι το αφήγημα της Πτώσης από την παραδείσια κατάσταση. Στην αρχή, και για ένα πολύ μεγάλο σχετικά διάστημα (ας πούμε, από το 1790 ως το 1980), η "δημοκρατία" είναι υγιής, σθεναρή, λειτουργική. Και μετά, έρχεται αυτό στο οποίο ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ αναφέρθηκε με ενδεικτικό τρόπο ως "αγγλοσαξωνική αρρώστια", ο νεοφιλελευθερισμός, και κατατρώει τη δημοκρατία μας από μέσα, όπως ο κάνει ο καρκίνος στα ζωτικά όργανα. Κι έτσι, αυτό που χρειαζόμαστε είναι να πολεμήσουμε την παθολογική εκείνη κατάσταση που ονομάζεται "νεοφιλελευθερισμός" ώστε να αποκαταστήσουμε, δια της μαζικής κινητοποίησης, την χαμένη ζωτικότητα --την "ενέργεια" και τον "δυναμισμό"-- της εξαντλημένης μας, υπερβολικά θεσμοποιημένης δημοκρατίας. Αυτό που χρειαζόμαστε, με άλλα λόγια, είναι να επιστρέψουμε στον χαμένο μας παράδεισο, στην πρώτη μας νεότητα, στην αστική μας δόξα (όχι πως δεν το προσπαθήσαμε, συγκαλώντας "Συντακτικές Συνελεύσεις" στην πλατεία και κυκλοφορώντας συντάγματα στο ίντερνετ, δηλαδή στολίζοντας την άδεια περιεχομένου κώμη μας με την περούκα του Τζέφερσον, το φέσι του Καραϊσκάκη, και έναν κότινο ελιάς ταυτοχρόνως).
Από τη δική του πλευρά, ο νεαρός Μαρξ είναι πιθανό να μην είχε καταφέρει να φέρει τον Κράουτς, και μαζί την "θεωρητική αυτοκριτική" της Δύσης, νοκ-άουτ με δυο γρήγορες, γιατί θα είχε πρώτα κατουρηθεί απ' τα γέλια, έχοντας και μια αδυναμία στο χιούμορ και τα χωρατά. Εν πάσει περιπτώσει όμως, κάποια στιγμή θα συνερχόταν, και αφού στόλιζε τον ασπρομάλλη και αξιοπρεπή κύριο Κράουτς με κάμποσα από τα κοσμητικά που πρόβαρε αναλυτικά στη Γερμανική ιδεολογία, θα του έλεγε κάτι όπως το κάτωθι:
"Πρώτον, κύριε Κράουτς, η 'ιδιωτικοποίηση της πολιτικής' για την οποία κάνετε λόγο δεν είναι καθόλου κάτι συγκυριακό. Για να μπορεί η πολιτική να 'ιδιωτικοποιηθεί', θα πρέπει να προϋπάρχει μια αντίστιξη της πολιτικής και της ιδιωτικής ζωής. Αλλά η ίδια η ελευθερία στις χώρες σας εκφράζεται ακριβώς από τον χωρισμό της πολιτικής, και 'δημόσιας', από την οικονομική, και 'ιδιωτική' ζωή. Είναι ακριβώς αυτός ο χωρισμός που συνιστά την ουσία του πνεύματος που γέννησε την ίδια σας τη σύγχρονη δημοκρατία και την σύγχρονη μορφή του κράτους σας. Η δημοκρατία σας λοιπόν στηρίζεται αναπόφευκτα ακριβώς σε μια αντίστιξη που φέρνει τους δυο πόλους σε συνεχή ένταση και πόλεμο. Αυτόν τον πόλεμο ορισμένες φορές τον κέρδισε η μία πλευρά --η πολιτική ως κυρίαρχη και η οικονομία ως 'απλώς' καθοριστική-- όπως έκανε στις μέρες μου με τον Βοναπάρτη ή θα έκανε μετά με τον Βίσμαρκ, και άλλες φορές η άλλη --η οικονομία ως τόσο κυρίαρχη όσο και καθοριστική-- όπως έγινε με τον δικό σας 'νεοφιλελευθερισμό.'
Δεύτερον, κύριε Κράουτς, είναι πολύ αστεία αυτή η εμμονή του πολιτισμού σας με τα 'μετα-' και τα 'νεο-.' Το πρόβλημα το οποίο στην πραγματικότητα εμπλέκεται δεν είναι η 'μεταδημοκρατία' και η αιτία του δεν ονομάζεται 'νεοφιλελευθερισμός', ούτε και ανακύπτει τη δεκαετία του 1980. Το πρόβλημα εξακολουθεί να ονομάζεται απλώς 'δημοκρατία' και η πηγή του εξακολουθεί να ονομάζεται απλώς 'καπιταλισμός'. Γιατί το πρόβλημα, κύριε Κράουτς, συνίσταται στον συνδυασμό στην πολιτική μεν ζωή της δημοκρατίας, δηλαδή της αφηρημένης και τυπικής ισότητας, στην οικονομική δε ζωή του καπιταλισμού, της ισχύος των λίγων, των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής, έναντι των πολλών, αυτών που δεν έχουν κάτι άλλο να πουλήσουν για να ζήσουν από την ικανότητά τους για εργασία. Αυτή η σχιζοφρενής κατάσταση, κύριε Κράουτς, έχει αναπόφευκτα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την ωραία σας δημοκρατία: γιατί πολύ γρήγορα, η συντριπτική ανισότητα στην κοινωνική και οικονομική ζωή, που από ό,τι μαθαίνω διευρύνεται όλο και περισσότερο μετά το θάνατό μου, με αποτέλεσμα όλο και λιγότεροι να έχουν στον έλεγχό τους όλο και περισσότερους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, αυτή λοιπόν η συντριπτική ανισότητα πολύ γρήγορα μολύνει την ίδια την ραχοκοκκαλιά της πολιτικής ισότητας. Και αυτή είναι μια αρρώστια που υπάρχει στο σώμα της δημοκρατίας σας απ' την αρχή -- απ' το 1776, απ' το 1789.
Γιατί αυτή η συντριπτική ισχύς των λίγων έναντι των πολλών στην οικονομία, κύριε Κράουτς, πολύ γρήγορα τους δίνει την δυνατότητα πλήρους ελέγχου της πολιτικής ζωής, των κομμάτων, των εκλογών, των βουλευτών, και των πολιτικών θεσμών του κράτους, το οποίο στο κάτω-κάτω κύριε Κράουτς, έφτιαξαν οι ίδιοι οι λίγοι και έχοντες. Και αν, κύριε Κράουτς, σε περιόδους ανοδικές για την οικονομία και για την τάξη τους, οι λίγοι και έχοντες είναι αισιόδοξοι και φιλόδοξοι και νομίζουν πως θα κάνουν όλο τον κόσμο μπουρζουά, όπως έλεγε ο μεταθανάτιος μαθητής μου ο Γκράμσι, σε περιόδους ύφεσης και κρίσης --και ο νεοφιλελευθερισμός σας ήταν από την αρχή ένα πολιτικο-οικονομικό 'δόγμα κινδύνου' και προληπτικής αντιμετώπισης της κρίσης, ξεκινώντας ουσιαστικά την πολιτική του καριέρα από την κρίση του 1973-74-- αυτή η φιλοδοξία των αστών χάνεται, ο 'οικονομισμός' ως καθαρή κυριαρχία της ισχύος του κεφαλαίου δεσπόζει σε όλους τους πολιτικούς σας θεσμούς, και η ωραία σας δημοκρατία πάει περίπατο και τύποις και όχι απλώς στην ουσία.
Γιατί αυτή η συντριπτική ισχύς των λίγων έναντι των πολλών στην οικονομία, κύριε Κράουτς, πολύ γρήγορα τους δίνει την δυνατότητα πλήρους ελέγχου της πολιτικής ζωής, των κομμάτων, των εκλογών, των βουλευτών, και των πολιτικών θεσμών του κράτους, το οποίο στο κάτω-κάτω κύριε Κράουτς, έφτιαξαν οι ίδιοι οι λίγοι και έχοντες. Και αν, κύριε Κράουτς, σε περιόδους ανοδικές για την οικονομία και για την τάξη τους, οι λίγοι και έχοντες είναι αισιόδοξοι και φιλόδοξοι και νομίζουν πως θα κάνουν όλο τον κόσμο μπουρζουά, όπως έλεγε ο μεταθανάτιος μαθητής μου ο Γκράμσι, σε περιόδους ύφεσης και κρίσης --και ο νεοφιλελευθερισμός σας ήταν από την αρχή ένα πολιτικο-οικονομικό 'δόγμα κινδύνου' και προληπτικής αντιμετώπισης της κρίσης, ξεκινώντας ουσιαστικά την πολιτική του καριέρα από την κρίση του 1973-74-- αυτή η φιλοδοξία των αστών χάνεται, ο 'οικονομισμός' ως καθαρή κυριαρχία της ισχύος του κεφαλαίου δεσπόζει σε όλους τους πολιτικούς σας θεσμούς, και η ωραία σας δημοκρατία πάει περίπατο και τύποις και όχι απλώς στην ουσία.
Τρίτον, κύριε Κράουτς (και κύριε Χάρβεϊ, με τις ωραίες σας 'αγγλοσαξωνικές αρρώστιες'), ξεχάσατε πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα τη 'γερμανική' εκείνη αρρώστια που ξεκίνησε ως διάγνωση της αρρώστιας της δημοκρατίας σε καιρό οικονομικής κρίσης και λεγόταν φασισμός. Κι όμως τότε, κύριε Κράουτς (και κύριε Χάρβεϊ), το πρόβλημα τέθηκε με τρόπο πολύ παρόμοιο· τέθηκε, παραδόξως, με τον τρόπο που το θέτετε και σεις σήμερα, ως πρόβλημα του πώς να επιτρέψουμε ξανά στην πολιτική να επικυριαρχήσει επί της οικονομίας και να βρει πολιτικά μέσα επίλυσης της κρίσης της (Καρλ Σμιτ λεγόταν ο βασικός επινοητής της ιδέας από ακαδημαϊκή άποψη). Η 'δημοκρατία' σας λοιπόν, κύριε Κράουτς, δεν αρρώστησε το 1980. Αρρωσταίνει συχνά, ή νομίζει πως αρρωσταίνει συχνά. Εγώ θα έλεγα πως στην ουσία αρέσκεται να ξεχνά ότι η 'αρρώστια' της ενυπάρχει ήδη στην 'υγιή' της κατάσταση.
Τέταρτον, κύριε Κράουτς, ξεχνώντας τα όλα αυτά, αναγκάζεστε να μετατρέπετε την επιστήμη της πολιτικής ιστορίας και θεωρίας σε μεταφυσική, μιλώντας για εκλιπόντα 'δυναμισμό' και 'ενέργεια' (αλλά και ο φασισμός παρόμοια δε μιλούσε; Επιστροφή της 'ορμής' και της 'ενέργειας' δεν υποσχόταν;), ωσάν η δημοκρατία να ήταν κάποιου είδους ποδοσφαιριστής που είναι 'ντεφορμέ', αντί να σκέφτεστε αυτό που σκέφτηκα εγώ εξ αρχής: ότι υπάρχουν δομικές --και όχι συγκυριακές-- αντιφάσεις στην επινόηση της σύγχρονης δημοκρατίας· και ότι αυτές οι αντιφάσεις, που χαίνουν μπρος στα μάτια σας αλλά δεν τις βλέπετε επειδή κοιτάτε το δέντρο και ποτέ το δάσος, εκδηλώνουν τα συμπτώματά τους σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της νεωτερικής δημοκρατίας, είτε ως 'Βοναπαρτισμός' και 'Βισμαρκισμός', είτε ως 'Μουσολινισμός' και 'Χιτλερισμός', είτε ως 'εξουσία των ειδικών', 'μανατζεριαλισμός', και 'νεοφιλελευθερισμός'. Όλα αυτά τα ωραία ονόματα τα εφήυρε η πολιτική σας επιστήμη για να φωτίσει κάτι συσκοτίζοντας κάτι άλλο και πολύ βαθύτερο. Βάζετε την αστική πολιτική σας θεωρία να κάνει δήθεν ντα την επίσης αστική οικονομική σας επιστήμη, και νομίζετε πως έτσι θα θάψετε την αλήθεια: πολιτική ισότητα και πολιτική ελευθερία χωρίς οικονομική ισότητα και χειραφέτηση από τη μισθωτή δουλεία είναι ήδη άδειο γράμμα. Κι εσείς προσποιείστε τους αδαείς και κλαίτε και οδύρεστε πως έγινε άδειο γράμμα, επειδή δήθεν της τέλειωσε η 'δυναμικότητα' και η 'ενέργεια'. Κι αυτό γιατί; Μόνο και μόνο επειδή ξέρετε πως οι λίγοι και ισχυροί δεν θέλουν να ακούσουν την αλήθεια, κι έτσι μαθαίνετε να την ξεχνάτε κι εσείς, και μάλιστα κάνοντας και τους εμβριθείς και κριτικά σκεπτόμενους από πάνω."
Κάπως έτσι πιθανολογώ να απαντούσε ο νεαρός Μαρξ, αν είχε το χάρισμα των πνευμάτων --που από ό,τι φαίνεται το έχει-- ώστε να γνώριζε τα καθέκαστα της ιστορίας που τον ακολούθησε και αν μπορούσε να μπει στο ρινγκ των επιχειρημάτων μαζί με το μεσήλικα Κόλιν Κράουτς. Θα έλεγα, ακόμα και αν δεν ήμουν μαρξιστής, ακόμα κι αν ήμουν απλά και μόνο επιστήμονας που θέλει να διερευνήσει την αλήθεια περισσότερο από ό,τι θέλει να γράφει στο Βήμα: "He has a point!"
Και κάπως έτσι απάντησε στην δυτική αστική δημοκρατία το πείραμα του υπαρκτού σοσιαλισμού όταν του τέθηκε (από τη δυτική σοσιαλδημοκρατία) το ερώτημα "μα γιατί, έχοντας ανατρέψει την τσαρική απολυταρχία, δεν φτιάχνετε άλλη μια ωραία --και βελτιωμένη!-- αστική δημοκρατία, να αποφεύγουμε και τους Ψυχρούς Πολέμους;" Απάντησε, στο πιο βασικό και στοιχειώδες επίπεδο: "επειδή διαβάσαμε τον Μαρξ και θεωρούμε ότι έχει τα δίκια του για τις υπεκφυγές της θεώρησης που επέβαλλε η αστική επανάσταση όταν το ζήτημα που τίθεται είναι η οικονομική χειραφέτηση και η θεραπεία του σχίσματος μεταξύ δημόσιας ισότητας και ιδιωτικής υποτέλειας, πολίτη και ανθρώπου".
Ακούγοντας αυτή την απάντηση, σύσσωμη η Δύση, περιλαμβανομένων αρκετών από τους "μαρξιστές" της, αναφώνησε σοκαρισμένη: "Οικονομισμός!" Με άλλα λόγια, μια κοινωνία --μια σειρά από κοινωνίες-- που όχι μόνο δεν γνωρίζει τι θα πει οικονομική ισότητα αλλά θεωρεί ότι αυτή δεν έχει καμία θέση σε μια δημοκρατία (το αντίθετο, πρέπει να καταστέλλεται γιατί οδηγεί στον μαρασμό της ελεύθερης οικονομικής ανάπτυξης), εξέφρασε την αντίθεσή της με την πρωταρχικότητα της οικονομικής ισότητας ως εγχειρήματος σε μια άλλη κοινωνία, την είδε ως βάση και απαρχή κάθε στρέβλωσης, ως αιτία πολιτικής καταστροφής. Είναι σαν να έχεις γεννηθεί χωρίς κάτω άκρα και να γράφεις συγγράμματα για την αχρηστία της εφεύρεσης των παπουτσιών, ή για τα παπούτσια ως αίτιο δυσμορφιών του σώματος. Είπαμε όμως ότι η αυτοκριτική ικανότητα στη Δύση, η ικανότητά της να μαθαίνει κάτι για τον εαυτό της από την σύγκρισή της με τον άλλο, δεν περνά και τις καλύτερες της μέρες.
Πρώτον, ότι η αστική δημοκρατία, ως νεωτερική πολιτική επινόηση και σύστημα, εγγυάται στην καλύτερη των περιπτώσεων μια αφηρημένη και τυπική πολιτική ισότητα, η οποία υπονομεύεται άμεσα και εκ των ένδον από τις οικονομικές ανισότητες και εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις αυτές επικρατούν στην οικονομική σφαίρα της "πολιτικής κοινωνίας", αλλά δεν περιορίζονται εκεί εφόσον ουσιαστικά συγκροτούν την λογική αναγκαιότητα του ίδιου του κράτους, που ανακύπτει ως μηχανισμός διαχείρισης αυτής της ντε φάκτο ανισότητας.
Δεύτερον, ότι το εγχείρημα του υπαρκτού σοσιαλισμού ανέκυψε μέσα σ' αυτό το πλαίσιο κριτικής στην στενότητα και μερικότητα της αστικής δημοκρατίας, και ότι αποτελεί μια προσπάθεια να "διορθωθεί" το δομικό σφάλμα που αυτή κουβαλά. Συνεπώς, εντάσσεται στα πλαίσια της συνέχισης και όχι της διακοπής ή αντιστροφής του εγχειρήματος χειραφέτησης που πρωτοεισάγουν οι αστικές επαναστάσεις, καθώς και περαιτέρω διερεύνησης της απόπειράς τους να καθυποτάξουν τη συλλογική ζωή στη λογική και στο δίκαιο και όχι στα έθιμα, τις γνώμες, τις δοξασίες, τις ειλημμένες αντιλήψεις και προκαταλήψεις παρελθοντικών γενεών.
Με λίγα λόγια, ο υπαρκτός σοσιαλισμός είναι παιδί της ευρύτερης παράδοσης του Διαφωτισμού, παιδί που γεννιέται όταν οι αντιφάσεις και τα όρια αυτής της παράδοσης γίνονται φανερά, καθώς οι ιδέες του μεταφράζονται από την οπτική και εμπειρία των "από κάτω"-- αυτών που ο Διαφωτισμός δεν χειραφέτησε και για τους οποίους ούτε ενδιαφέρθηκε, ούτε και είχε την προοπτική να ενδιαφερθεί ποτέ: αγρότες-δουλοπάροικους, προλετάριους στις πόλεις, δούλους και κούλις στις αποικίες.
Με λίγα λόγια, ο υπαρκτός σοσιαλισμός είναι παιδί της ευρύτερης παράδοσης του Διαφωτισμού, παιδί που γεννιέται όταν οι αντιφάσεις και τα όρια αυτής της παράδοσης γίνονται φανερά, καθώς οι ιδέες του μεταφράζονται από την οπτική και εμπειρία των "από κάτω"-- αυτών που ο Διαφωτισμός δεν χειραφέτησε και για τους οποίους ούτε ενδιαφέρθηκε, ούτε και είχε την προοπτική να ενδιαφερθεί ποτέ: αγρότες-δουλοπάροικους, προλετάριους στις πόλεις, δούλους και κούλις στις αποικίες.
Αν και είναι πάρα πολύ μετριοπαθή αυτά τα δύο αιτήματα υπεράσπισης εκ μέρους του υπαρκτού σοσιαλισμού, αν και ήταν ακριβώς αυτό το γεγονός που κάποτε, μέχρι περίπου και τον Δεύτερο Παγκόσμιο, έκανε την συντριπτική πλειοψηφία των καλλιτεχνών, των πνευματικών ανθρώπων και των επιστημόνων (από τον Αϊνστάιν στον Πικάσο, από τον Αραγκόν στον Γουέλς, από τον Νερούντα στον Λόντον) να ομολογούν είτε συμπάθεια για τον κομμουνισμό είτε ταύτιση μ' αυτόν, η μεσολάβηση του ακόμα αχαρτογράφητου σε ό,τι αφορά τις απολήξεις του προπαγανδιστικού πολέμου της περιόδου 1949-1989 έχει δημιουργήσει μια πολύ διαφορετική στάση για το τι είναι "κοινή λογική" -- ένα είδος γενικευμένου αντικομμουνισμού.
Κι έτσι, αυτά τα δύο αιτήματα υπεράσπισης δεν είναι πια καθόλου όσο μετριοπαθή και αυτονόητα όσο αλλιώς θα φάνταζαν, για αυτό και χρειάστηκε να πολυλογήσουμε για αυτά. Συναντούν κάτι παραπάνω από άρνηση από τη μεριά της Δύσης· συναντούν υστερική και συντεταγμένη εχθρότητα, η οποία, για να συγκαλύψει τον παραλογισμό της και τον αντιδραστικό (και με την ψυχαναλυτική έννοια του "αντενεργού") χαρακτήρα της απάρνησης που εκφράζει, προσφεύγει σε μια αφήγηση-καρικατούρα, όπου τα "εγκλήματα" όπου φέρεται πως οδήγησαν όλα αυτά τα οράματα και οι επιθυμίες έχουν τον ρόλο της εκ των υστέρων νομιμοποίησης της απαξίας του εγχειρήματος εκ βάθρων. Για τον σημερινό μορφωμένο δυτικό, "έρευνα" για το τι ήταν ο υπαρκτός σοσιαλισμός ισοδυναμεί με τυφλή αποδοχή της παιδαριώδους και θλιβερής για την ανθρώπινη ευφυία φόρμουλας: "Η έμπρακτη αναζήτηση της καλύτερης κοινωνίας οδηγεί τους ανθρώπους στην καταστροφή".
Κι έτσι, αυτά τα δύο αιτήματα υπεράσπισης δεν είναι πια καθόλου όσο μετριοπαθή και αυτονόητα όσο αλλιώς θα φάνταζαν, για αυτό και χρειάστηκε να πολυλογήσουμε για αυτά. Συναντούν κάτι παραπάνω από άρνηση από τη μεριά της Δύσης· συναντούν υστερική και συντεταγμένη εχθρότητα, η οποία, για να συγκαλύψει τον παραλογισμό της και τον αντιδραστικό (και με την ψυχαναλυτική έννοια του "αντενεργού") χαρακτήρα της απάρνησης που εκφράζει, προσφεύγει σε μια αφήγηση-καρικατούρα, όπου τα "εγκλήματα" όπου φέρεται πως οδήγησαν όλα αυτά τα οράματα και οι επιθυμίες έχουν τον ρόλο της εκ των υστέρων νομιμοποίησης της απαξίας του εγχειρήματος εκ βάθρων. Για τον σημερινό μορφωμένο δυτικό, "έρευνα" για το τι ήταν ο υπαρκτός σοσιαλισμός ισοδυναμεί με τυφλή αποδοχή της παιδαριώδους και θλιβερής για την ανθρώπινη ευφυία φόρμουλας: "Η έμπρακτη αναζήτηση της καλύτερης κοινωνίας οδηγεί τους ανθρώπους στην καταστροφή".
Υπάρχουν πολλά πράγματα να πει κανείς για το πώς και το γιατί καταντήσαμε εκεί, και θα προσπαθήσουμε να πούμε μερικά στην συνέχεια. Εδώ θα αρκεστούμε μόνο να παρατηρήσουμε ότι η πρώτη πολιτική χρήση της έννοιας της "Τρομοκρατίας" ανήκει στις αστικές επαναστάσεις, και ότι η αντι-αντεπαναστατική βία εκ μέρους ενός αναδυόμενου κράτους και σε βάρος των εχθρών του πρωτοδοκιμάστηκε εκεί. Αυτοί που την καταδίκασαν ως αιμοσταγή και παράλογη αντιμετωπίζονται σήμερα από την αστική ιδεολογία ως στην καλύτερη περίπτωση μονομερείς και στην χειρότερη οπισθοδρομικοί και πολέμιοι της "προόδου." Σε κανένα σημείο δεν δέχτηκε η αστική ιδεολογία να καταδικάσει την προοδευτικότητα των επαναστάσεων της αστικής τάξης (τις οποίες εξακολουθεί να γιορτάζει περίλαμπρα) επειδή οδήγησαν σε "εγκλήματα".
Και βέβαια, αυτό δεν το έκαναν ποτέ ούτε οι μαρξιστές, οι οποίοι, από τον καιρό του Μαρξ και σε όλη τους την ιστορική εξέλιξη, δείχνουν σεβασμό στην ιστορική λογική και αναγκαιότητα των αστικών επαναστάσεων ως συγκριτικά προοδευτικών και κοσμοϊστορικών βημάτων, σε δραματική αντίθεση με τον σεβασμό που εισέπραξαν οι ίδιοι για την ιστορική αναγκαιότητα και κοσμοϊστορική λογική των προλεταριακών επαναστάσεων ως διάδοχων βημάτων. Η αστική τάξη δεν πολέμησε απλώς λυσσαλέα την ιδέα ενός νέου επαναστατικού προτάγματος μέχρι να το συντρίψει, αλλά και επιμένει, ακόμα και σήμερα, να το λοιδωρεί ως βάση κάθε παραλογισμού, φανατισμού, πολιτικού ιρρασιοναλισμού και ουσιαστικού θεοκρατισμού.
Αυτή είναι από μόνη της μια ενδεικτική διαφορά σε ό,τι αφορά το πολιτικό ήθος των μαρξιστών και των εχθρών τους, δηλαδή αυτών που είδαν στις επαναστάσεις του αντιπάλου ένα προοδευτικό και έλλογο αλλά συνάμα ανολοκλήρωτο και κολοβό εγχείρημα, και αυτών που είδαν στις επαναστάσεις του αντιπάλου μόνο την καταστροφή, τον όλεθρο της ανθρωπότητας και της ανθρωπιάς, και την αιμοδιψή φρικαλεότητα. Είναι μια διαφορά που αφορά, ανάμεσα σε άλλα, το ερώτημα του ποιος τελικά εκπροσωπεί την κληρονομιά του Διαφωτισμού και ποιος εξακολουθεί να σκέπτεται και να καλεί τους άλλους να σκεφτούν κάτω απ' το μαύρο λάβαρο του σκοταδισμού που υποτίθεται ότι κάποτε πολέμησε.
Και βέβαια, αυτό δεν το έκαναν ποτέ ούτε οι μαρξιστές, οι οποίοι, από τον καιρό του Μαρξ και σε όλη τους την ιστορική εξέλιξη, δείχνουν σεβασμό στην ιστορική λογική και αναγκαιότητα των αστικών επαναστάσεων ως συγκριτικά προοδευτικών και κοσμοϊστορικών βημάτων, σε δραματική αντίθεση με τον σεβασμό που εισέπραξαν οι ίδιοι για την ιστορική αναγκαιότητα και κοσμοϊστορική λογική των προλεταριακών επαναστάσεων ως διάδοχων βημάτων. Η αστική τάξη δεν πολέμησε απλώς λυσσαλέα την ιδέα ενός νέου επαναστατικού προτάγματος μέχρι να το συντρίψει, αλλά και επιμένει, ακόμα και σήμερα, να το λοιδωρεί ως βάση κάθε παραλογισμού, φανατισμού, πολιτικού ιρρασιοναλισμού και ουσιαστικού θεοκρατισμού.
Αυτή είναι από μόνη της μια ενδεικτική διαφορά σε ό,τι αφορά το πολιτικό ήθος των μαρξιστών και των εχθρών τους, δηλαδή αυτών που είδαν στις επαναστάσεις του αντιπάλου ένα προοδευτικό και έλλογο αλλά συνάμα ανολοκλήρωτο και κολοβό εγχείρημα, και αυτών που είδαν στις επαναστάσεις του αντιπάλου μόνο την καταστροφή, τον όλεθρο της ανθρωπότητας και της ανθρωπιάς, και την αιμοδιψή φρικαλεότητα. Είναι μια διαφορά που αφορά, ανάμεσα σε άλλα, το ερώτημα του ποιος τελικά εκπροσωπεί την κληρονομιά του Διαφωτισμού και ποιος εξακολουθεί να σκέπτεται και να καλεί τους άλλους να σκεφτούν κάτω απ' το μαύρο λάβαρο του σκοταδισμού που υποτίθεται ότι κάποτε πολέμησε.
Τα λέμε όλα αυτά, εν μέρει και επειδή έχουμε προσωπικά δοκιμάσει το πικρό χάπι του τι σημαίνει να μην υποτάσσεσαι στη "λογική" της δυτικής απάρνησης της ίδιας της ιστορίας των δυτικών ιδεών και κοινωνιών, όπως αυτή εκφράζεται στην δαιμονοποίηση του Άλλου που προσπάθησε να τις μετατρέψει σε όπλα χειραφέτησης για την δική του κοινωνία. Στην διαδικτυακή πορεία της παρουσίας μας, έχουμε λασπολογηθεί και λοιδωρηθεί ως επιστήμονες από "ελευθεριακούς" συκοφάντες που θα είχαν εξέχουσα θέση στο ακροδεξιό παρακράτος του παρελθόντος, σταμπαριστεί ως ψηφοθήρες για κόμματα στα οποία δεν ανήκαμε ποτέ, ψυχαναλυθεί ως μανιακοί και αιμοδιψείς δικτάτορες με τη μάσκα διανοουμένων, υβριστεί ως "ψευτοεπαναστάτες", "ψευτοδιανοούμενοι", "ολοκληρωτικοί", "εχθροί του λαού", και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Είναι φανερό ότι για πολλούς θα ήταν καλύτερο να μην υπήρχαμε καν, καλύτερα να μην έχει καμία πρόσβαση ο φτωχός και εκμεταλλευόμενος στον επιχειρηματολογικά βασισμένο και επιστημονικά έγκυρο αντίλογο στην "γνώση" των Lifo και των Athens Voice όταν η ιστορία των ελπίδων του και των αγώνων του --η ίδια του η αξιοπρέπεια ως ύπαρξης-- ποδοπατιέται.
Και όλα αυτά, για αυτόν τον πολύ βασικό και στοιχειώδη λόγο: επειδή στην "ελεύθερη" κοινωνία μας, η "σκέψη" οφείλει να εκπορνεύεται παίζοντας ταμπούρλο στις παρελάσεις αυταρέσκειας με τις οποίες η Δύση ευλογεί τα γένια της ως ο μοναδικός και αποκλειστικός φορέας πολιτικής λογικής, πολιτισμού, και χειραφετητικών ελπίδων για την ανθρωπότητα. Επειδή η "μόρφωση" που μας πρόσφερε το αστικό εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να εξαργυρώνεται (μετά ποικίλων υλικών και ψυχικών απολαβών) δεχόμενη την θυσία της στον Μολώχ της μετατροπής της ιστορίας σε πανηγύρι για την αρπακτική ματαιοδοξία του δυτικού καπιταλισμού, που φαντασιώνεται τον εαυτό του σαν "τον καλύτερο εφικτό κόσμο" αφού, μη έχοντας αρκεστεί στο να βυθίσει την μεγάλη πλειοψηφία του μη δυτικού πληθυσμού του πλανήτη στην εξαθλίωση και την πείνα, μεταφέρει τώρα τον τρίτο κόσμο στις δικές του κοινωνίες, προαλείφοντας ένα νέο κύμα κοινωνικής ερήμωσης, περιλαμβανομένου, πιθανώς, και ενός νέου ανθρωποκτόνου πολέμου.
Για να επιστρέψουμε όμως στο κοινωνικό εγχείρημα του υπαρκτού σοσιαλισμού: η εγκαθίδρυση της οικονομικής ισότητας στο πλάι της πολιτικής --και ως προϋπόθεση της πληρότητάς της-- ήταν ο βασικός του στόχος. Όμως μια τέτοια φιλοδοξία σε φέρνει αντιμέτωπο άμεσα με ένα πολύ βασικό παράδοξο: ενώ η αστική τάξη μπόρεσε να εδραιώσει την οικονομική της δύναμη κάτω από τις οικονομικές συνθήκες της φεουδαρχίας και να την μετατρέψει σε δεύτερο στάδιο σε πολιτική ισχύ, ήταν αδύνατο να επαναληφθεί το ίδιο σε ό,τι αφορούσε την εργατική και αγροτική τάξη, που καμία ανάλογη επίθεση στην πολιτική εξουσία δεν μπορούσε να αποπειραθεί στη βάση της οικονομικής της ισχύος και αυτοτέλειας. Στην περίπτωση των εργατών και των αγροτών, λοιπόν, ήταν απαραίτητο πρώτα να καταληφθεί η πολιτική εξουσία, και μετά να γίνει η απόπειρα της οικονομικής εξίσωσης όλων.
Αλλά δεν υπάρχει κατάληψη της πολιτικής εξουσίας που να είναι συνώνυμη της αφηρημένης πολιτικής ισότητας όλων. Η ισότητα αυτή πρέπει να γίνει αντικείμενο άρνησης για να έχεις επανάσταση, και η επανάσταση ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο μια οικονομικά εξαθλιωμένη τάξη ανθρώπων μπορούσε να καταλάβει την πολιτική εξουσία. Δεν υπάρχει κανένας "ειρηνικός" δρόμος που να μετατρέπει τους εκμεταλλευόμενους και υποτελείς σε ελεύθερους ανθρώπους χωρίς να το πάρει κανείς χαμπάρι, αν και το να ανέλθουν οι αστοί σε μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τους αριστοκράτες ήταν εφικτό και έγινε σε αρκετές χώρες με τρόπο σταδιακό και σχεδόν ανεπαίσθητο (βέβαια, στην Αγγλία, όπου έχουμε ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα, είχε ήδη προηγηθεί ιστορικά ένας αιματηρός εμφύλιος που έστρωσε τον δρόμο στην "κοινοβουλευτική" μοναρχία που εκπροσωπούσε "ορθότερα" τα αστικά συμφέροντα).
Η "δικτατορία του προλεταριάτου", όπως ονομάστηκε, είναι άρνηση της τύποις καθολικής αλλά αφηρημένης και κολοβής πολιτικής ισότητας. Είναι άρνηση αυτής της ισότητας στο όνομα της επίτευξης μιας οικονομικής ισότητας που θα επιτρέψει κατόπιν στην πολιτική ισότητα να γίνει αυθεντική και γνήσια πολιτική ισότητα. Τα πολιτικά δικαιώματα των προλετάριων και των αγροτών, για να το πούμε απλά, δεν λογίζονται ως ίσα με τα πολιτικά δικαιώματα των γαιοκτημόνων και αστών· λογίζονται ως συντριπτικά ανώτερα, τόσο που να νομιμοποιούν την δια της βίας υφαρπαγή της πολιτικής εξουσίας. Δείξαμε ήδη πως άλλος έλλογος και βιώσιμος τρόπος για να επιτευχθεί η πολιτική ισότητα των απαλλοτριωμένων δεν υπήρχε (ούτε, δυστυχώς, υπάρχει!).
Το γεγονός ότι ο Λένιν, για να πάρουμε το θεμελιακότερο παράδειγμα, αυτό του ιδρυτή του υπαρκτού σοσιαλισμού, εκπροσωπεί μια πολύ μετριοπαθή αντίληψη για την αναγκαιότητα της βίας σε σύγκριση με τους αστούς προκατόχους του πιστοποιείται εύκολα: ο Ροβεσπιέρος και ο Σεν Ζυστ προπαγάνδισαν μια "εκπαιδευτική" χρήση της βίας, τη βία ως δρόμο προς την αρετή, προς τη συμμόρφωση με το έλλογο και με το δημόσια συμφέρον. Ο Λένιν ήταν εντυπωσιακά μετριοπαθέστερος: ποτέ του δεν ισχυρίζεται ότι η βία "μαθαίνει" σε κανέναν τίποτα. Λέει απλώς ότι είναι αναγκαία για να συντηρηθεί για επαρκές χρονικό διάστημα η εξουσία των μη εχόντων απέναντι στους έχοντες, εφόσον άλλος τρόπος για τους οικονομικά αδύνατους να επικρατήσουν δεν υπάρχει. Ονομάζει την τρομοκρατία επί του αντιπάλου τρομοκρατία επί του αντιπάλου. Δεν προσπαθεί να πείσει κανένα ότι ο τρόμος σε "διδάσκει" οτιδήποτε άλλο εκτός από τον τρόμο. Για τον ίδιο, ο τρόμος είναι απεχθής ως απώτερος στόχος* όσο και απαραίτητος ως μεταβατικό μέσο, γιατί δεν μπορεί κανείς να παραιτηθεί εκ των προτέρων απ' τη βία εάν επιδιώκει το δίκαιο.**
Η "δικτατορία του προλεταριάτου" είναι λοιπόν μια βίαιη άρνηση της τυπικής πολιτικής ισότητας, αλλά δεν είναι ούτε φετιχοποίηση της βίας ως "επαναστατικού αυτοσκοπού" (όπως ήταν για τους Ρώσους αναρχικούς της "προπαγάνδας δια της πράξης") ούτε ηθικοποίησή της ως "εκπαιδευτικού εργαλείου" (όπως ήταν για τους Ιακωβίνους αστούς). Αυτό βέβαια δεν το διαβάζει κανείς σχεδόν ποτέ, κι ας είναι προφανέστατο σε οποιονδήποτε συγκρίνει τα γραπτά των αναρχικών και των Ιακωβίνων με κάτι σαν το Κράτος και επανάσταση.
Η "δικτατορία του προλεταριάτου" είναι λοιπόν μια βίαιη άρνηση της τυπικής πολιτικής ισότητας, αλλά δεν είναι ούτε φετιχοποίηση της βίας ως "επαναστατικού αυτοσκοπού" (όπως ήταν για τους Ρώσους αναρχικούς της "προπαγάνδας δια της πράξης") ούτε ηθικοποίησή της ως "εκπαιδευτικού εργαλείου" (όπως ήταν για τους Ιακωβίνους αστούς). Αυτό βέβαια δεν το διαβάζει κανείς σχεδόν ποτέ, κι ας είναι προφανέστατο σε οποιονδήποτε συγκρίνει τα γραπτά των αναρχικών και των Ιακωβίνων με κάτι σαν το Κράτος και επανάσταση.
Από την άλλη, βέβαια, η "δικτατορία του προλεταριάτου" συμπληρώνει την άρνηση της αφηρημένης πολιτικής ισότητας εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων με την επί της ουσίας ισότητα των εκμεταλλευόμενων μεταξύ τους. Ανάμεσα στις εκατοντάδες συκοφαντίες που εκτοξεύθηκαν κατά των Μπολσεβίκων για να σταματηθούν πριν απειλήσουν συμφέροντα εκτός του δικού τους κράτους, η σπανιότερη είναι μάλλον η κατηγορία ότι πλούτισαν από τη δράση τους. Είναι αρκετά δύσκολο να στοιχειοθετήσεις, ακόμα και αν είσαι πληρωμένος γραφιάς της μεγαλοαστικής τάξης, ότι οι κομμουνιστές ηγέτες της Τρίτης Διεθνούς είδαν ποτέ τον εαυτό τους ως ανώτερη τάξη ή ότι έβγαλαν από τις ενασχολήσεις τους ό,τι βγάζουν οι αστοί πολιτικοί που μας περιτριγυρίζουν ή οι τυχοδιώκτες της σοσιαλδημοκρατίας που περιτριγυρίζουν τους ίδιους. Είναι πολύ ευκολότερο για την αστική προπαγάνδα να παρουσιάζει τον υπαρκτό σοσιαλισμό ως καθεστώς μοιρασμένης φτώχειας (πράγμα που δεν ήταν, ούτε διαχρονικά, ούτε δομικά) παρά ως καθεστώς πλουτοκρατών ηγετών και εξαθλιωμένων εργατών τύπου Σ. Αραβίας, Ντουμπάι, ή Ενωμένων Αραβικών Εμιράτων, ή, για να ρθούμε λίγο κοντύτερα στη Δύση, τύπου ΗΠΑ, Ελλάδας, ή μετακομμουνιστικής Ρωσίας.
Θα συνεχίσουμε.
Θα συνεχίσουμε.
* Βλ. Β.Ι. Λένιν, Κράτος και επανάσταση: "Οι άνθρωποι, λυτρωμένοι από την κεφαλαιοκρατική δουλεία, από τις αναρίθμητες φρίκες, τις αγριότητες, τους παραλογισμούς και τις ατιμίες της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης, θα συνηθίσουν σιγά σιγά να τηρούν τους στοιχειώδεις κανόνες συμβίωσης, γνωστούς από αιώνες και που χιλιάδες τώρα χρόνια επαναλαμβάνονται σε όλους τους κώδικες, να τους τηρούν δίχως βία, δίχως καταναγκασμό, δίχως υποταγή, δίχως ιδιαίτερο μηχανισμό καταναγκασμού που λέγεται κράτος." Βλ. επίσης την ανάλυσή μου στο "Ο Λένιν και το τέλος της βίας" http://leninreloaded.blogspot.com/2011/11/blog-post_13.html
**"Επειδή, ωστόσο, είναι ανέφικτη οποιαδήποτε λύση των ανθρώπινων προβλημάτων — πόσο μάλλον μια λύτρωση από τους περιορισμούς που προέκυψαν από το σύνολο των μέχρι τούδε κοσμοϊστορικών συνθηκών ύπαρξης —, εάν αποκλειστεί κατ’ αρχήν η χρήση κάθε μορφής βίας, τίθεται αναγκαστικά το ερώτημα εάν θα μπορούσαν να υπάρξουν και άλλες μορφές βίας, πέρα εκείνων που προβλέπονται από τη θεωρία τού δικαίου." Walter Benjamin, "Κριτική της βίας."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου