Πράγματι, η Πολιτεία θα αναδείξει το πρόβλημα διαχείρισης του συμφέροντος ως κεντρικό πρόβλημα για την συγκρότηση της πολιτικής ως σφαίρας: αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση των φυλάκων στην ιδανική Πολιτεία, που θα πρέπει πάσει θυσία να μην μπορούν να βάλουν το ατομικό τους συμφέρον, την δική τους αναζήτηση χρήματος ή δύναμης ή δόξας, πάνω από το συλλογικό καλό. Αλλά αυτό είναι επίσης το κεντρικό ζήτημα που θέτει αυτή η εκπαίδευση φιλοσοφικά, το πώς δηλαδή θα πεισθούν όσοι εκπαιδευτούν να βλέπουν τον κόσμο των Ιδεών και όχι του αισθητού --με άλλα λόγια να αντιλαμβάνονται το "δίκαιον" και όχι το "ηδύ" ως "συμφέρον"-- να κατεβούν, κόντρα στο προφανές ατομικό τους συμφέρον, πίσω στον κόσμο των σκιών του σπηλαίου για να χειραφετήσουν όσους είναι αλυσοδεμένοι εκεί.
Είναι λοιπόν απόλυτα ξεκάθαρο, ακόμα και στον πιο επιπόλαιο αναγνώστη της Πολιτείας, ότι όπως και ο Αριστοτέλης αργότερα, ο Πλάτωνας προβληματίζεται έντονα για το εμπόδιο που εκπροσωπεί το "συμφέρον", ή ακριβέστερα, μια συγκεκριμένη αντίληψη για το συμφέρον, για την συγκρότηση του πολιτικού βίου με όρους δικαίου. Αυτό που ίσως είναι κάπως λιγότερο προφανές είναι ότι ο Πλάτωνας δεν μπορεί να λύσει αυτό το πρόβλημα, δεν μπορεί δηλαδή να στοιχειοθετήσει μια έλλογη θεωρία της ανιδιοτέλειας ως κινήτρου, παρά μέσω δύο μηχανισμών: της παιδείας και του ψεύδους--και θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να τους ενώσει σε έναν και μόνο: της παιδείας δια του ψεύδους.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι:
Στο τμήμα 414δ, και αφού έχει παρουσιάσει συνοπτικά το πρόγραμμα εκπαίδευσης των φυλάκων, ο Σωκράτης προβάλλει την αναγκαιότητα να πειστούν οι φύλακες για ένα "γενναίο ψέμμα" το οποίο υπαγορεύεται από μια ανάγκη ("εν δέοντι γιγνομένων"), που δεν είναι άλλη από την ανιδιοτέλεια. Έτσι, προτείνει πως θα πρέπει να πειστούν πρώτα από όλα οι φύλακες (άρχοντες και βοηθοί) πως
όλη εκείνη η ανατροφή και η εκπαίδευση, που τους δίναμε εμείς κ' έπαιρναν εκείνοι, δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά όνειρα, που έβλεπαν [...] Ναι μεν, είστε βέβαια όλοι μες στην πόλη αδελφοί --έτσι θα συνεχίσωμε το παραμύθι--, ο θεός όμως, όταν σας έπλαττε, όσοι από σας είναι ικανοί να κυβερνούν, ανακάτωσε χρυσάφι μέσα στα συστατικά τους, και για αυτό είναι οι πιο πολύτιμοι απ' όλους. Σε όσους πάλι κάνουν για επίκουροι, ασήμι· σίδερο τέλος και χαλκό, στους γεωργούς και τους άλλους τεχνίτες. (414δ, 415α-β, μετάφραση Ι. Γρυπάρη)
Για να συμπληρώσει, εξηγώντας την πρακτική αναγκαιότητα του ψεύδους:
Πρόσεξε λοιπόν τώρα αν σου φαίνεται κατάλληλο αυτό απάνω-κάτω το είδος της ζωής και της κατοικίας, που προτείνω, αν θέμε να είναι τέτοιοι όπως είπαμε: πρώτα κανείς να μην έχη καμία ιδιαίτερη περιουσία, εκτός αν είναι απόλυτη ανάγκη· έπειτα κανείς να μην έχη τέτοιο σπίτι ή αποθήκη, όπου να μην μπορή να μπαίνη ο καθένας που θελήση· [...] να έχουν κοινά συσσίτια και να ζουν όλοι μαζί όπως στο στρατόπεδο σε εκστρατεία· ασήμι και χρυσάφι να τους πούμε πως έχουν θεϊκό από τους θεούς μες στην ψυχή τους πάντα, και καμιάν ανάγκη δεν έχουν απ' το ανθρώπινο· ουδέ τούς είναι συγχωρεμένο να μιαίνουν το δώρο εκείνο των θεών ανακατώνοντάς το με το θνητό χρυσάφι, γιατί πολλά και ανόσια κακουργήματα έχουν γίνει από των ανθρώπων το χρήμα, ενώ το δικό τους είναι αγνό και αμόλυντο· ώστε μόνοι αυτοί από όλους τους άλλους μέσα στην πόλη δεν έχουν δικαίωμα να μεταχειρίζονται και ν' αγγίζουν χρυσάφι και ασήμι, ούτε κάτω από τη στέγη τους να έχουν, ούτε επάνω τους να φορούν, ούτε από χρυσά κι ασημένια ποτήρια να πίνουν, και μόνο έτσι θα μπορούσαν κι οι ίδιοι να σώζωνται και την πόλη να σώζουν (416δ-417α)
Το πρώτο που μπορούμε να παρατηρήσουμε εδώ είναι ότι το ψεύδος ανακύπτει ως απαραίτητο συμπλήρωμα της παιδείας, προαπαιτεί όμως συνάμα τον εκτοπισμό της παιδείας από τη "φύση" (και εκεί ανακύπτει το ψεύδος σε δεύτερο επίπεδο, το ψεύδος του ψεύδους). Είναι απαραίτητο η πλάνη του ψεύδους, ως επιστεγάσματος της εκπαίδευσης των φυλάκων, να κάνει την πραγματική διαδικασία της εκπαίδευσης να φαντάζει σαν την πλάνη ενός ονείρου.
Δεύτερον, το περί διαφοροποιημένης φύσης ψεύδος αποτελεί μια αντιστροφή της ταξικής ιεραρχίας όπως αυτή υφίσταται εμπειρικά, στην σφαίρα της πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, το περιεχόμενο του ψεύδους μιμείται με όρους "σύστασης της ψυχής" τις διαβαθμίσεις της κοινωνικής ανισότητας, αλλά το κάνει ακριβώς έτσι ώστε να αποσπάσει πλήρως τα οικονομικά προνόμια από την πολιτική ισχύ.
Η "ανιδιοτέλεια" προβάλλει ακριβώς με τους όρους αυτής της αναγκαστικής απόσπασης των οικονομικών από τα πολιτικά προνόμια, της τεχνητής διαίρεσης της οικονομικής από την πολιτική ισχύ. "Ανιδιοτέλεια" θα είναι το όνομα μιας πολιτικής δύναμης που αποκλείεται, ακριβώς μέσω του ψεύδους, απ' το να μεταμορφωθεί σε οικονομική (ενώ ταυτόχρονα, η οικονομική δύναμη αποκλείεται από το να γίνει πολιτική): αυτός στον οποίο λέγεται ψευδώς πως ξεχωρίζει από τους άλλους επειδή είναι φτιαγμένος από χρυσό θα είναι επίσης αυτός στον οποίο απαγορεύεται η ατομική ιδιοκτησία, ο πλούτος, η ιδιωτεία και η ιδιωτική ζωή. Ό,τι δίνεται δια της "φύσης" απαγορεύεται δια της "κοινωνίας", και απαγορεύεται με όρους του ανεπιθύμητου της υπερπλήρωσης και όχι με αυτούς της στέρησης: πρέπει να αποφευχθεί η "μόλυνση" του "εσωτερικού" χρυσού από τον εξωτερικό, να αποφευχθεί μια υπερσυγκέντρωση που ταυτίζεται με την ασθένεια, όπως γίνεται με την υπερσυσσώρευση συγκεκριμένων υγρών στην ιατρική θεωρία της εποχής.
Ο "κομμουνισμός" του Πλάτωνα περνά έτσι μέσα από μια θέσμιση της ανιδιοτέλειας η οποία (θέσμιση) παρουσιάζεται ρητά ως φαντασιακή και τεχνητή, ως "ψεύδος" του οποίου η αναγκαιότητα υπαγορεύεται από το γεγονός ότι είναι "παρά φύσιν" ο πολιτικά ισχυρός να μην είναι επίσης και οικονομικά ισχυρός, ή έστω, να μην αποζητά την οικονομική ισχύ. Η παραπλήρωση της πραγματικότητας με το ψεύδος δημιουργείμια "μικτή" κατάσταση ισότητας στην Πολιτεία, εφόσον κάθε "πλεονέκτημα" στο φαντασιακό αντισταθμίζεται με ένα "μειονέκτημα" στο πραγματικό και το αντίστροφο: όσοι πειστούν ότι έχουν πράγματι χρυσό στην ψυχή αποκλείονται από την νομή του πλούτου και την ατομική ιδιοκτησία, ενώ όσοι διατηρούν το δικαίωμα αυτό στην πραγματικότητα πείθονται φαντασιακά (ιδεολογικά) ότι είναι φύσει κατώτεροι, έχοντας λιγότερο ευγενή μέταλλα στην σύστασή τους.
Κατά συνέπεια, η "ανιδιοτέλεια" μπορεί να έχει μόνο μια φαντασιακή, ιδεολογική βάση κοινωνικής θέσμισης --εξαρτάται από ένα "γενναίο ψέμμα"-- και δεν μπορεί να νοηθεί ως κάτι το αυθόρμητο. Πρέπει να "παραχθεί" τεχνητά, αλλά αυτό θέτει το πρόβλημα της αρχικής γέννεσης της ανιδιοτέλειας, των μηχανισμών παραγωγής του πρώτου ανιδιοτελούς ανθρώπου, ο οποίος μηχανεύεται τούτο το καλοποραίρετο ψέμμα που έχει στόχο να αναπαράγει την ανιδιοτέλεια προβλέψιμα και συστηματικά (γιατί να είναι ανιδιοτελής ο Σωκράτης, για παράδειγμα;) Το πρόβλημα αυτό δεν έχει λύση στην Πολιτεία.
Περαιτέρω, η ανιδιοτέλεια, η υπέρβαση του ζωώδους χαρακτήρα του συμφέροντος δηλαδή, κατασκευάζει για πρώτη φορά στον Πλάτωνα έναν πολιτικό "κομμουνισμό", αλλά τον κατασκευάζει αφενός ως "αντιστάθμισμα" για το φαντασιακό προνόμιο των αρχηγών των φυλάκων (η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας συναρτάται με τον μύθο της εγγένειας του πλούτου καταγωγικά) και αφετέρου ως ευρύτερη αρχή ισότητας μεταξύ μεικτών (φαντασιακών και πραγματικών) προνομίων και περιορισμών.
Στην δεύτερη και παρόμοια περίπτωση στο πλατωνικό κείμενο, αυτή της ανάγκης να εξηγηθεί έλλογα η αναγκαιότητα της εξίσου ανιδιοτελούς "κατάβασης" όσων έχουν αντικρίσει την αλήθεια των Ιδεών πίσω στο σπήλαιο του αισθητού και άρα των απλών σκιών, τα δεδομένα έχουν ως εξής:
Η ανιδιοτέλεια, η υπέρβαση δηλαδή του συμφέροντος, τίθεται για πρώτη φορά ως ζήτημα στην παραβολή του σπηλαίου στο καίριο σημείο της ανάγκης επανόδου (κατάβασης) αυτού που έχει δει την αλήθεια στη σκοτεινή φυλακή του σπηλαίου. Μόνο που εδώ τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα, γιατί κανείς δεν θα μπορούσε να αποκαλέσει την ευχαρίστηση που δίνει στον χειραφετημένο το αντίκρισμα της αλήθειας των Ιδεών "ζώωδες" συμφέρον. Κι όμως, αυτό ακριβώς το συμφέρον στην θέαση της αλήθειας των Ιδεών οφείλει να θυσιαστεί, και είναι αυτή ακριβώς η θυσία που αποτελεί το "πολιτικό" τμήμα του μύθου του Σπηλαίου, το τμήμα το οποίο αφορά την αποδοχή μιας ευθύνης που μπορεί να είναι μόνο "πολιτική", να νοηθεί ως καθαρά "πολιτική" (όχι φιλοσοφική, ούτε ατομική, ούτε ηθική) ευθύνη (ευθύνη απέναντι στην πόλη).
Ο Πλάτωνας αντιμετωπίζει εξαιρετικές δυσκολίες σε ό,τι αφορά την απόδειξη της ύπαρξης μιας τέτοιας ευθύνης. Στην αρχή, ο Σωκράτης θέτει απλώς το ενδεχόμενο της επιστροφής:
Και τόδε δη εννόησον [...] ει πάλιν ο τοιούτος καταβάς εις τον αυτόν θάκον καθίζοιτο, αφο' ου σκότος <αν> ανάπλεως σχοίη τους οφθαλμούς, εξαίφνης ήκων εκ του ηλίου;
[Βάλε τώρα στον νου σου κι αυτό: αν ένας τέτοιος ήθελε ξανακατέβει πάλι εκεί και ξανακαθίσει στο θρονί του, δεν θα γέμιζαν τα μάτια του ξανά σκοτάδι, καθώς θαρχόταν ξαφνικά από τον ήλιο;] (516ε)
Αλλά γιατί να θέλει κάποιος να "ξανακατεβεί", γιατί να επιλέξει να αφήσει πίσω του τον κόσμο των αληθινών Ιδεών; Ο Πλάτωνας δεν δίνει μια σαφή απάντηση, τουλάχιστον άμεσα. Λίγο αργότερα όμως, και χωρίς να θίγει ρητά το ζήτημα ως ζήτημα κινήτρου για την επιστροφή στο σπήλαιο, ο Σωκράτης λέει:
θα τους πούμε πως στις άλλες πολιτείες, όσοι γίνονται φιλόσοφοι πολύ φυσικά δεν παίρνουν μέρος στους κόπους της κυβέρνησης· γιατί εκεί φυτρώνουν σαν από μόνοι τους χωρίς καν να το θελήση η πολιτεία και δίκιο είναι, ένα πράγμα που γίνεται μονάχο του, και που σε κανένα δε χρωστά τη γέννηση και την ανατροφή του, να μην έχει την υποχρέωση να πληρώνη τροφεία σε κανένα· εσάς όμως σας εγεννήσαμε εμείς και για το δικό σας και της άλλης πολιτείας το συμφέρον [...] καλύτερα και τελειότερα μορφωμένους από τους άλλους για να μπορείτε να παίρνετε μέρος και στα δυο [δηλ., και στη φιλοσοφία και στην πολιτική]. Πρέπει λοιπόν ο καθένας σας με τη σειρά του να κατεβαίνη στον κοινό των άλλων συνοικισμό και μαζί τους να συνηθίση να βλέπη τα σκοτεινά. (520β-γ)
Είναι σαφές από την αναφορά του Σωκράτη σε "κατάβαση" στα "σκοτεινά" ότι η προσταγή που απευθύνει η Πολιτεία σε αυτούς που δραπέτευσαν από τον κόσμο του σπηλαίου είναι η επιστροφή σ' αυτόν για να χειραφετηθούν οι υπόλοιποι. Είναι σαφές, δηλαδή, ότι εδώ δεν γίνεται παραδεκτή καμία φυσική "ανιδιοτέλεια" αλλά προβλέπεται ένας εξαναγκασμός, ο οποίος θα βασίζεται και πάλι σε μια "αφήγηση" ("θα τους πούμε...").
Είναι και αυτή η αφήγηση ψευδής, όπως και αυτή των μετάλλων που ξεχωρίζουν τους ανθρώπους σε κατηγορίες, προνόμια και καθήκοντα;
Αυτό δεν είναι απόλυτα σαφές. Σίγουρα όμως υπάρχει μια παραλληλία μεταξύ του διάσημου μύθου των μετάλλων και της αφήγησης που νομιμοποιεί την προσταγή για επιστροφή στο σπήλαιο, δηλαδή την προσταγή ενασχόλησης με την πολιτική. Η παραλληλία αυτή βασίζεται όχι μόνο στο ότι και στις δύο περιπτώσεις την "λύση" στο πρόβλημα του κινήτρου της ανιδιοτέλειας την δίνει μία αφήγηση, αλλά και στο ότι, αντίστροφα, η ανιδιοτέλεια δεν κρίνεται ως κάτι από μόνο του "φυσικό" ή αυτοφυές.
Βέβαια, ανάμεσα στις δυο αφηγήσεις οι σχέσεις φύσης-εκπαίδευσης αντιστρέφονται: στον μύθο των μετάλλων, η εκπαίδευση απαιτεί ένα ψέμμα που να την εξαλείφει, να την κάνει να φαίνεται σαν "όνειρο" ώστε να πειστούν οι φύλακες πως τα καθήκοντά τους υπαγορεύονται απ' τη φύση τους· στην περίπτωση της αφήγησης που αναμένεται να νομιμοποιήσει την αντίθετη στο στενά εννοούμενο ατομικό συμφέρον κατάβαση στο σπήλαιο, η εκπαίδευση και το κόστος της είναι αυτά που νομιμοποιούν την πολιτεία να απαιτήσει κάτι ενάντιο στη φύση των δραπετών του σπηλαίου, ενάντιο σε αυτό που είναι "φυσικό" να θέλουν, και στην βάση μάλιστα ακριβώς του γεγονότος ότι δεν γεννήθηκαν φιλόσοφοι απ' τη φύση, αλλά έγιναν τέτοιοι από την πολιτεία.
Όπως και να 'χει όμως, ο Πλάτωνας καθιστά σαφές ότι αν η πολιτική, εννοούμενη ως σφαίρα της επιδίωξης του δικαίου, προαπαιτεί την ανιδιοτέλεια, ωστόσο είναι σχεδόν αδύνατο αυτή η ανιδιοτέλεια να παραχθεί "φυσικά" και θα πρέπει κανείς να καταφύγει σε "πολιτικά" στρατηγήματα και τεχνάσματα για να την παράξει. Για να θεμελιωθεί η πολιτική ως κάτι άλλο από τη σφαίρα του ωμού συμφέροντος, πρέπει να υπάρχει ανιδιοτέλεια, αλλά για να υπάρχει ανιδιοτέλεια πρέπει να καταφύγει κανείς σε κάποιου είδους στρατήγημα που να την θεμελιώνει με όρους φύσης ή να την επιβάλλει με όρους καθήκοντος της πολιτείας.
Και στην μία και στην άλλη περίπτωση, ανακύπτουν αδιέξοδα: αν η λύση είναι ένα ex post facto μύθευμα περί καταγωγής, τότε ποιος είναι αυτός που είναι ήδη ανιδιοτελής για να το καταστήσει τεχνητή μνήμη των άλλων, καιπώς έγινε ο ίδιος ανιδιοτελής; Και αν η λύση είναι η επιμονή στο χρέος όσων βλέπουν αληθινά να ξαναγυρίσουν στο σκοτάδι, τότε πώς γίνεται η πολιτική να θεμελιώνει την βιωσιμότητα της ανιδιοτέλειας όταν η ανιδιοτέλεια προαπαιτείται ήδη για την βιωσιμότητα μιας σοφής, ενάρετης, δίκαιης πολιτικής;
Θα προτείνω λοιπόν ότι ο Πλάτωνας θέτει ως κεντρικό το ζήτημα του συμφέροντος και της ανιδιοτέλειας σε ό,τι αφορά την συγκρότηση της πολιτικής ως σφαίρας· αλλά ότι ο ίδιος του ο "ρεαλισμός" τον εμποδίζει απ' το να το επιλύσει, καθώς είναι αναγκασμένος να δεχτεί ότι δεν υφίσταται "ρεαλιστικό" κίνητρο για την ανιδιοτέλεια. Η παραδοξότητα που ανακύπτει είναι σαφής, μιας και αυτοί που πρέπει να κυβερνούν πρέπει επίσης να μάθουν να μην θέλουν να κυβερνούν, ή αλλιώς, η ανιδιοτέλεια πρέπει πρώτα να αποσυνδέσει το υποκείμενο από την συνηθισμένη τάξη των κινήτρων για την ενασχόληση με την πολιτική (χρήμα, δόξα, εξουσία, κλπ) και κατόπιν να το επανασυνδέσει με την πολιτική συλλογικότητα με άλλους όρους, με όρους δικαίου και αλήθειας:
αν κατορθώσης να εξασφαλίσης σε κείνους που είναι καμωμένοι για εξουσία ένα είδος ζωής προτιμότερο από την εξάσκηση της εξουσίας, θα μπορέσης τότε να έχεις και μια καλοκυβερνημένη πολιτεία (521α).
Μπορούμε συνεπώς τώρα να κατανοήσουμε ότι η αριστοτελική παρέμβαση συνίσταται σε μια προσπάθεια επίλυσης αυτού του αδιεξόδου: για τον Αριστοτέλη, "πολιτική" είναι το όνομα για την σφαίρα όπου αρθρώνονταιδυο εντελώς διαφορετικά είδη "συμφερόντων", το ένα από τα οποία, αυτό το οποίο αναλογεί αποκλειστικά στον άνθρωπο, είναι ήδη συνώνυμο με το "δίκαιο". Το άλλο είδος συμφέροντος, αυτό το οποίο επιστρέφει τον άνθρωπο στην ζωώδη του φύση, αφορά επίσης την "πολιτική" ως δυνατότητα ακόμα και του μη ανθρώπινου ζώου, αλλά καθόλου το δίκαιο. Το πρόβλημα της ανιδιοτέλειας που εμφανώς φέρνει τον Πλάτωνα σε δύσκολη θέση εξαφανίζεται, κρυμμένο κάτω από την αντίστιξη ανθρώπου και ζώου, μιας και το πραγματικά ανθρώπινο ως σφαίρα του πολιτικού ορίζεται ήδη με όρους που υπερβαίνουν την σωματική, αισθητηριακή απόλαυση--δηλαδή, με όρους που ταυτίζουν "συμφέρον" και "δίκαιο" και ταυτόχρονα "βλαβερό" και "άδικο."
Την ίδια στιγμή, θεωρώ πως είναι προφανές ότι και οι δύο κλασικοί φιλόσοφοι συμφωνούν ως προς το εξής: στον βαθμό που η "πολιτική" είναι η σφαίρα διαπραγμάτευσης μεταξύ μη ανιδιοτελών συμφερόντων, είναι επίσης μια σφαίρα ανάξια της φιλοσοφίας, διότι είναι εξ ορισμού ξένη από την αλήθεια. Αν με τον όρο "πολιτική" οριστεί το συνολικό αποτέλεσμα των συγκρούσεων ατόμων και ομάδων στην βάση των στενών συμφερόντων τους (των συμφερόντων που υπαγορεύονται από την άγνοια της αλήθειας για τον Πλάτωνα, των συμφερόντων που υπαγορεύονται από τη ζωώδη φύση, την ικανή να συλλάβει μόνο το ευχάριστο και το δυσάρεστο για τον Αριστοτέλη), τότε η πολιτική δεν είναι παρά το προβλέψιμο, αν και αναγκαστικά εφήμερο, άθροισμα των αλληλοσυγκρουόμενων εγωϊστικών αναζητήσεων του καθενός και συνεπώς καμία αλήθεια δεν μπορεί να εμφανιστεί στο έδαφός της. Γι αυτό άλλωστε και ο Σωκράτης επιμένει ότι όπως έχουν τα πράγματα στην Αθήνα της εποχής του, μόνο οι διεφθαρμένοι θα μπορούσαν ποτέ να θελήσουν να ασχοληθούν με την πολιτική, ενώ οι ενάρετοι θα πρέπει να αναμένεται να προσπαθούν με ό,τι μέσο διαθέτουν να μείνουν αμέτοχοι σ' αυτή. Αν η πολιτική είναι να έχει σχέση με το δίκαιο και την αλήθεια, λοιπόν, αυτό θα πρέπει να οφείλεται σε μιαν εξαίρεση: την εξαιρετική θέση του ανθρώπου, και του αποκλειστικά ανθρώπινου λόγου, ως προς την δυνατότητα σύλληψης του δικαίου (Αριστοτέλης), ή την εξαιρετική διαμεσολάβηση, μέσω κάποιου είδους τεχνάσματος περί φύσης ή περί ανατροφής που θα συνοδεύει ένα επίπονο πρόγραμμα παιδείας, μιαςανιδιοτέλειας ενάντιας στην συνηθισμένη φύση των ανθρώπων (Πλάτωνας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου