To εργοστάσιο αποθήκευσης αντλιών «Οχενβαρτ ΙΙ» που κτίστηκε στη ΓΛΔ από Τσεχοσλοβάκους ειδικούς
Πιστεύουμε ότι μια συνολική σταθεροποίηση του εμπορικού αποθέματος και της φερέγγυας ζήτησης είναι απαραίτητη: το Υπουργείο Εσωτερικού Εμπορίου θα επιφορτιζόταν με την εξίσωση της αγοραστικής ικανότητας του πληθυσμού και των τιμών των προσφερόμενων εμπορευμάτων, θεωρώντας πάντοτε ότι μια ολόκληρη κατηγορία βασικών προϊόντων για τη ζωή του ανθρώπου πρέπει να προσφέρεται σε χαμηλές τιμές, ακόμη κι αν για άλλα προϊόντα λιγότερο σημαντικά θα υψώσουμε την τιμή με μια έκδηλη περιφρόνηση του νόμου της αξίας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.Εδώ μπαίνει ένα μεγάλο πρόβλημα:
Ποια θα είναι η βάση διαμόρφωσης των πραγματικών τιμών που η οικονομία θα πρέπει να δεχτεί για την ανάλυση των σχέσεων παραγωγής; Αυτό θα μπορούσε να είναι η ανάλυση της αναγκαίας εργασίας με κουβανικούς όρους, πράγμα που θα έφερνε άμεσες παραμορφώσεις και με τις αυτόματες σχέσεις που θα δημιουργούνταν, αναγκαστικά θα χάναμε από τα μάτια μας τα παγκόσμια προβλήματα. Θα μπορούσαμε να πάρουμε, αντίθετα, την παγκόσμια τιμή, αλλά τότε θα χάναμε από τα μάτια μας τα εθνικά προβλήματα γιατί σε κανένα σχεδόν κλάδο η παραγωγικότητα της εργασίας μας δεν είναι ικανοποιητική παίρνοντας υπόψη τους διεθνείς όρους.
Προτείνουμε σαν πρώτη προσέγγιση του προβλήματος τη δημιουργία δεικτών τιμών πάνω στις ακόλουθες βάσεις:Ολες οι εισαγόμενες πρώτες ύλες θα έχουν μια πάγια, μια σταθερή τιμή, βασισμένη πάνω σε μια μέση τιμή της διεθνούς αγοράς, συν κάτι παραπάνω για τα έξοδα μεταφοράς και του μηχανισμού του εξωτερικού εμπορίου. Ολες οι κουβανικές πρώτες ύλες θα έχουν την τιμή του πραγματικού κόστους παραγωγής τους σε όρους νομισματικούς. Και στα δύο θα προσθέτονταν τα σχεδιασμένα έξοδα εργασίας συν τη φθορά των βασικών μέσων για την επεξεργασία των πρώτων υλών. Αυτή θα ήταν η τιμή των προϊόντων που ανταλλάσσονται ανάμεσα σε επιχειρήσεις και το εξωτερικό εμπόριο. Ωστόσο θα επηρεάζονταν συνεχώς από δείκτες που αντανακλούν την τιμή αυτών των εμπορευμάτων στην παγκόσμια αγορά συν το κόστος μεταφοράς και του εξωτερικού εμπορίου. Οι επιχειρήσεις που λειτουργούν σύμφωνα με το καθεστώς της χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό θα εργάζονταν πάνω στη βάση των προγραμματισμένων τους τιμών και δε θα είχαν έσοδα, θα πήγαιναν όλα στο MINCIN (Υπουργείο Εσωτερικού Εμπορίου). (Φυσικά πρόκειται εδώ για το τμήμα του κοινωνικού προϊόντος που πραγματώνεται σαν εμπόρευμα και είναι το βασικό καταναλωτικό απόθεμα). Οι δείκτες θα μας λένε συνεχώς (στον κεντρικό μηχανισμό και στην επιχείρηση) ποιες είναι οι πραγματικές δυνατότητές μας και θα αποφεύγουμε έτσι τη λήψη λαθεμένων αποφάσεων. Ο πληθυσμός δε θα υποφέρει καθόλου απ’ όλες αυτές τις αλλαγές, μια και οι τιμές του εμπορεύματος που αγοράζει καθορίζονται με ανεξάρτητο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τη ζήτηση και τη ζωτική ανάγκη που υπάρχει για κάθε προϊόν.Για παράδειγμα, για να υπολογίσουμε το ύψος μιας επένδυσης, θα κάνουμε τον υπολογισμό των άμεσα εισαγόμενων πρώτων υλών και εξοπλισμών, το κόστος κατασκευής και συναρμολόγησης, το κόστος των προγραμματισμένων μισθών, αφού λάβουμε υπόψη μας τις πραγματικές δυνατότητες και ένα κάποιο περιθώριο δαπανών για το μηχανικό εξοπλισμό.Στο τέλος της επένδυσης θα μπορέσουμε να έχουμε έτσι τρεις αριθμούς.
1. Το πραγματικό κόστος σε χρήμα του έργου.
2. Το κόστος του έργου σύμφωνα με τον προγραμματισμό μας.
3. Το κόστος του έργου σε επίπεδο παγκόσμιας παραγωγικότητας.
Η διαφορά ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο αριθμό θα δείχνει την ανεπάρκεια του μηχανικού μας εξοπλισμού, η διαφορά ανάμεσα στο δεύτερο και στον τρίτο θα είναι ο δείκτης της καθυστέρησής μας στο συγκεκριμένο τομέα.
Εχουμε έτσι τη δυνατότητα να παίρνουμε θεμελιακές αποφάσεις πάνω στην εναλλασσόμενη χρήση τέτοιων υλικών, όπως το τσιμέντο, ο σίδηρος, τα πλαστικά είδη, το αμιαντοτσιμέντο, το αλουμίνιο ή ο τσίγκος, οι σωλήνες από σίδηρο, μόλυβδο ή χαλκό, η χρησιμοποίηση ξύλινων, σιδερένιων ή αλουμινένιων παράθυρων κλπ.
Ολες οι αποφάσεις μπορούν να αποκλίνουν από τον καλύτερο μαθηματικό, λαμβάνοντας υπόψη πολιτικούς λόγους, εξωτερικό εμπόριο κλπ., αλλά θα ‘χουμε πάντοτε τον καθρέφτη αυτού που συμβαίνει πραγματικά στον κόσμο αντιμετωπίζοντας τη δουλειά μας. Οι τιμές δε θα αποσυνδέονται ποτέ από την παγκόσμια εικόνα τους, που θα ποικίλλει μερικά χρόνια ανάλογα με τις προόδους της τεχνολογίας και όπου η σοσιαλιστική αγορά και ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας θα κυριαρχούν ολοένα και περισσότερο, όταν θα φτάσουμε σε ένα παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα τιμών λογικότερο από το σημερινό.
Θα μπορούσαμε να επεκταθούμε ακόμα πολύ πάνω σε αυτό το εξαιρετικού ενδιαφέροντος θέμα, αλλά είναι προτιμότερο ν’ αφήσουμε εδώ μερικές πρωταρχικές γενικές ιδέες, διευκρινίζοντας ότι όλα αυτά χρειάζεται να τα επεξεργαστούμε αργότερα.
ΤΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΠΡΙΜ
Σχετικά με τα συλλογικά πριμ στη διαχείριση της επιχείρησης θα αναφερθούμε πρώτα-πρώτα στις εμπειρίες που εκτέθηκαν από τον Φικριάτ Ταμπέγιεφ, «Οικονομική έρευνα και διεύθυνση της οικονομίας», στη «Διεθνή Επιθεώρηση», στο τεύχος αριθμ. 11, 1963, όπου λέει:
«Ποιος πρέπει να είναι λοιπόν ο βασικός και αποφασιστικός δείκτης για να κρίνουμε τη δουλειά των επιχειρήσεων; Οι οικονομικές έρευνες οδήγησαν σε διάφορες προτάσεις.
Μερικοί οικονομολόγοι προτείνουν σαν κύριο δείκτη το κριτήριο της συσσώρευσης, άλλοι το κόστος εργασίας κλπ. Στο σοβιετικό Τύπο κατέλαβε σημαντικό χώρο η μεγάλη συζήτηση που προκλήθηκε από ένα άρθρο του καθηγητή Λίμπερμαν που πρότεινε σαν βασικό δείκτη εργασίας της επιχείρησης το βαθμό αποδοτικότητας, τη συσσώρευση και τα έσοδα.
Πιστεύουμε ότι για να κρίνουμε τη λειτουργία μιας επιχείρησης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πριν απ’ όλα τη συμβολή του προσωπικού της στο συγκεκριμένο τύπο παραγωγής. Αυτό, που σε τελευταία ανάλυση δεν έρχεται σε σύγκρουση με την πάλη για μια αρκετά αναπτυγμένη αποδοτικότητα της παραγωγής, επιτρέπει την καλύτερη συγκέντρωση των προσπαθειών του προσωπικού της επιχείρησης για την τελειοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Οι κοινωνικές οργανώσεις της Ταρταρίας πρότειναν να χρησιμοποιηθεί σαν κύριος δείκτης το κριτήριο αξίας της επεξεργασίας κάθε κομματιού. Ενα οικονομικό πείραμα πραγματοποιήθηκε για να δοκιμαστεί η δυνατότητα εφαρμογής στην πράξη αυτής της πρότασης.
Στα 1962 καθορίστηκαν και εγκρίθηκαν τα κριτήρια αξίας της επεξεργασίας για την παραγωγή όλων των βιομηχανικών κλάδων της Ταρταρίας. Ο χρόνος αυτός ήταν μια μεταβατική περίοδος στη διάρκεια της οποίας ο καινούριος δείκτης χρησιμοποιήθηκε στο σχεδιασμό παράλληλα με το συνολικό δείκτη της παραγωγής. Ο βασισμένος πάνω στο κριτήριο αξίας της επεξεργασίας δείκτης εκφράζει τις από τεχνική άποψη δικαιολογημένες δαπάνες που περικλείουν το μισθό και τα έξτρα που δίνονται στους εργάτες συν τις δαπάνες εργαστηρίων και ολόκληρου του εργοστάσιου για την παραγωγή κάθε προϊόντος».
«Σημειώνουμε ότι η εφαρμογή αυτού του δείκτη δεν έχει καμιά σχέση με τα συστήματα “κόλασης”, με τα οποία υπολογίζουμε την εργασία στις καπιταλιστικές χώρες. Προσανατολιζόμαστε με ένα συνεπή τρόπο προς την ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας και όχι προς την αχαλίνωτη εντατικοποίησή της. Ολες οι προσπάθειες που έγιναν για τον καθορισμό των ορίων εργασίας πραγματοποιούνται με την άμεση συμμετοχή του προσωπικού των επιχειρήσεων και των κοινωνικών οργανώσεων ιδιαίτερα των συνδικάτων.
Αντίθετα με το συνολικό δείκτη παραγωγής, το κριτήριο αξίας της επεξεργασίας δεν περιλαμβάνει τη μεγάλη πλειοψηφία των υλικών δαπανών – προηγούμενη εργασία που έχει γίνει από άλλες επιχειρήσεις – ούτε το εισόδημα, δηλαδή τις συνιστώσες της αξίας της συνολικής και εμπορευματικής παραγωγής που διαστρεβλώνουν τον πραγματικό όγκο της παραγωγικής δραστηριότητας της επιχείρησης. Αντανακλώντας με περισσότερη ακρίβεια την επενδυμένη στην κατασκευή κάθε προϊόντος εργασία, ο δείκτης που εκφράζει το κριτήριο αξίας της επεξεργασίας επιτρέπει να καθοριστούν με γνησιότερο τρόπο τα σχετικά με την ανύψωση της απόδοσης καθήκοντα, καθώς και τα καθήκοντα σχετικά με τη μείωση του κόστους και την αποδοτικότητα του συγκεκριμένου τύπου παραγωγής. Είναι ακόμη ο καταλληλότερος από την άποψη του εσωτερικού σχεδιασμού του εργοστασίου, αλλά και για την οργάνωση του οικονομικού υπολογισμού στο εσωτερικό της επιχείρησης. Επιτρέπει ακόμα να συγκρίνουμε την παραγωγικότητα της εργασίας σε παρόμοιες επιχειρήσεις».
Η σοβιετική αυτή έρευνα νομίζουμε ότι αξίζει να μελετηθεί και ότι συμπίπτει, σε κάποιες πλευρές, με τη θέση μας.
ΣΥΝΟΨΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ
Για να συνοψίσουμε τις ιδέες μας πάνω στο σύστημα χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό, πρέπει ν’ αρχίσουμε με τη διευκρίνιση ότι είναι ένας γενικός όρος, δηλαδή ότι η αντικειμενική του δράση ασκείται εφόσον συμμετέχει σε όλους τους τομείς της οικονομίας, μέσα σε ένα ενιαίο σύνολο που, ξεκινώντας από τις πολιτικές αποφάσεις και περνώντας από την JUCEPLAN (Κεντρικός Οργανισμός Σχεδιασμού), θα φτάσει στις επιχειρήσεις και στις μονάδες μέσα από τα κανάλια του υπουργείου και εκεί θα συγχωνευθεί με τον πληθυσμό, για να επιστρέψει πάλι στο όργανο των πολιτικών αποφάσεων, σχηματίζοντας ένα γιγαντιαίο τροχό καλά λαδωμένο, όπου ορισμένοι ρυθμοί θα μπορούν ν’ αλλάξουν περισσότερο ή λιγότερο αυτόματα, μια και ο έλεγχος της παραγωγής θα το επιτρέπει. Τα υπουργεία θα έχουν την ειδική υπευθυνότητα της πραγματοποίησης και του ελέγχου των σχεδίων, πράγμα που θα κάνουν οι επιχειρήσεις και οι μονάδες, σε συμφωνία με τις κλίμακες αποφάσεων που θα μπορούν να είναι λιγότερο ή περισσότερο ελαστικοί, ανάλογα με το βαθμό οργάνωσης που έχει επιτευχθεί, τον τύπο παραγωγής ή τη συγκεκριμένη στιγμή. Η JUCEPLAN θα επιφορτιστεί τους συνολικούς και κεντρικούς ελέγχους της οικονομίας και θα έχει στη δράση της τη συμπαράσταση του υπουργείου Οικονομικών στον οικονομικό έλεγχο και του υπουργείου Εργασίας στο σχεδιασμό της εργατικής δύναμης.
Καθώς όμως όλα αυτά δε συμβαίνουν έτσι, θα περιγράψουμε την τωρινή πραγματικότητά μας, με όλους τους περιορισμούς της, τους μικροθριάμβους της, τις ελλείψεις και τις αποτυχίες της, άλλες από αυτές δικαιολογημένες ή δικαιολογήσιμες σαν αποτέλεσμα της απειρίας μας και άλλες που ήταν χονδροειδέστατα λάθη.
Η JUCEPLAN δε δίνει παρά τις γενικές γραμμές του σχεδίου και τους αριθμούς ελέγχου των λεγόμενων βασικών προϊόντων, καθώς και εκείνων που λίγο-πολύ ελέγχει. Οι κεντρικοί οργανισμοί, στους οποίους βάζουμε και το Υπουργείο Βιομηχανίας, έχουν τον έλεγχο των προϊόντων που καθορίζονται με συμφωνία ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Μόλις έχει εγκατασταθεί και εναρμονιστεί το σχέδιο, υπογράφονται οι συμφωνίες – καμιά φορά αυτό γίνεται και από πριν – και η δουλειά αρχίζει.
Ο κεντρικός μηχανισμός του υπουργείου αναλαμβάνει να εξασφαλίσει η παραγωγή να συντελείται στο επίπεδο της επιχείρησης και η επιχείρηση πρέπει να φροντίσει η παραγωγή να γίνεται στο επίπεδο της μονάδας. Βασικό είναι η λογιστική δουλειά να εμπεδώνεται στα δύο αυτά σημεία, στην επιχείρηση και στο υπουργείο. Τα βασικά μέσα και οι απογραφές πρέπει να ελέγχονται στο κεντρικό επίπεδο, έτσι ώστε οι πόροι που για τον α΄ ή β΄ λόγο παραμένουν ακινητοποιημένοι σε μερικές μονάδες να μπορούν να μετατοπίζονται εύκολα σε ολόκληρο το σύνολο των μονάδων, από τη μια μονάδα στην άλλη. Το υπουργείο έχει επίσης το δικαίωμα να μετατοπίσει τα βασικά μέσα ανάμεσα στις διάφορες επιχειρήσεις. Τα αποθέματα δεν έχουν χαρακτήρα αγοράς. Χρησιμοποιείται απλά το σύστημα των αντίστοιχων εγγραφών στα βιβλία, αυξάνοντας το ένα μέρος και μειώνοντας το άλλο. Ενα τμήμα της παραγωγής παραδίνεται άμεσα στον πληθυσμό από το MINCIN, ενώ το υπόλοιπο δίνεται στις παραγωγικές μονάδες άλλου τύπου για τις οποίες τα προϊόντα μας είναι ενδιάμεσα προϊόντα.
Η βασική μας ιδέα είναι ότι σε ολόκληρη αυτή τη διαδικασία το προϊόν παίρνει αξία από την εργασία που ασκείται πάνω του, αλλά ότι δε χρειαζόμαστε την ύπαρξη σχέσεων αγοράς ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Οι συμβάσεις προμηθειών και οι αντίστοιχες παραγγελίες ή η απόδειξη που δίνεται σε όποια στιγμή χρειαστεί, σημαίνουν ότι το καθήκον της παραγωγής και της προμήθειας αυτού ή του άλλου προϊόντος εκπληρώθηκε. Η αποδοχή ενός προϊόντος από μέρους μιας επιχείρησης θα σημαίνει (αυτή τη στιγμή είναι κάπως ιδεατό αυτό, πρέπει να το παραδεχθούμε) και αποδοχή της ποιότητας του προϊόντος. Αυτό γίνεται εμπόρευμα, αλλάζοντας νομικά κάτοχο και μπαίνοντας στην ατομική κατανάλωση. Τα μέσα παραγωγής για άλλες επιχειρήσεις δεν αποτελούν εμπορεύματα, αλλά πρέπει να αξιολογούνται σύμφωνα με τους δείκτες που προτείναμε παραπάνω, σε σχέση με την αναγκαία εργασία και το κριτήριο που προορίζεται για την κατανάλωση για να μπορέσουμε να δώσουμε μια τιμή στο βασικό μέσο παραγωγής ή τη συγκεκριμένη πρώτη ύλη.
Ποιότητα, ποσότητα και επιλογή πρέπει να ακολουθούν τριμηνιαία πλάνα. Στη μονάδα είναι η μονάδα που θα πληρώνει άμεσα στους εργάτες το μισθό τους σύμφωνα με τα κριτήρια παραγωγής. Μένει ένα πρόβλημα με το οποίο δεν ασχοληθήκαμε ακόμα: Η μορφή της αμοιβής του συνόλου μιας παραγωγικής μονάδας με δράση ιδιαίτερα λαμπρή ή πιο λαμπρή από το μέσο όρο, στο σύνολο της οικονομίας και το πρόβλημα αν πρέπει ή όχι να τιμωρήσουμε εκείνα τα εργοστάσια που δε στάθηκαν ικανά να παίξουν σωστά το ρόλο τους.
Η ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ
Τι συμβαίνει σήμερα; Πρώτ’ απ’ όλα το εργοστάσιο ποτέ δεν είναι σίγουρο για το ότι οι προμήθειες που θα του γίνουν θα είναι σύμφωνες με τις προβλέψεις όσον αφορά τη μορφή και το χρόνο. Ετσι δεν μπορεί να πιάσει τα πλάνα παραγωγής του. Χειρότερο όμως είναι ότι δέχεται σε πολλές περιπτώσεις πρώτες ύλες που αντιστοιχούν σε μια διαφορετική τεχνολογία και έτσι υποχρεώνεται να κάνει τεχνολογικές αλλαγές. Αυτό επηρεάζει το άμεσο κόστος παραγωγής, την ποσότητα εργασίας, σε ορισμένες περιπτώσεις και τις επενδύσεις και συχνά αυτό διαλύει όλο το σχέδιο, έτσι ώστε να είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε συχνές αλλαγές.
Μέχρι τώρα σε υπουργικό επίπεδο δεν μπορούσαμε παρά να είμαστε απλώς παρατηρητές όλων αυτών των ανωμαλιών, τις καταγράφαμε, αλλά τώρα μπαίνουμε στη φάση όπου θα μπορούμε να επιδράσουμε πάνω σε συγκεκριμένες κατηγορίες του πλάνου ή τουλάχιστον θα μπορούμε να απαιτούμε την πρόβλεψη της κάθε διαστρέβλωσης με λογιστική ή μαθηματική μορφή, ώστε να μπορέσουμε σε συνέχεια να την ελέγξουμε. Οι αυτόματοι μηχανισμοί που είναι απαραίτητοι για τη γρήγορη διεκπεραίωση όλων των ελέγχων και για την ανάλυση των δεικτών δεν υπάρχουν ακόμη, ούτε μια επαρκής ικανότητα ανάλυσης ούτε η επαρκής ικανότητα συγκέντρωσης δεικτών ή σωστών στοιχείων για να τα ερμηνεύουμε.
Οι επιχειρήσεις συνδέονται άμεσα με τις βιομηχανικές μονάδες τους, άλλοτε με τηλέφωνα ή με τηλέγραφο και άλλοτε με επαρχιακό εκπρόσωπο. Σε άλλες περιπτώσεις τον έλεγχο ασκούν αντιπροσωπείες του υπουργείου. Στις κοινότητες ή στα οικονομικοπολιτικά κέντρα του τύπου αυτού λειτουργούν τα λεγόμενα CILOS που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια σύσκεψη διοικητών μονάδων, που βρίσκονται κοντά η μία στην άλλη και που έχουν την ευθύνη να αναλύουν τα προβλήματά τους και να παίρνουν αποφάσεις σχετικά με μικρές αμοιβαίες βοήθειες, που η γραφειοκρατική διαδικασία μέσα από όλα τα κανάλια θα έπαιρνε πολύ χρόνο. Σε μερικές περιπτώσεις έχουν τη δυνατότητα να δανείζουν βασικά μέσα, αλλά πάντα αφού συμβουλευτούν την αντίστοιχη επιχείρηση πριν από κάθε οριστική μετατόπιση.
Τις πρώτες μέρες κάθε μήνα το υπουργείο παραλαμβάνει τις στατιστικές παραγωγής. Αναλύονται στο υψηλότερο επίπεδο και παίρνονται βασικά μέτρα για τη διόρθωση των σφαλμάτων. Τις μέρες που ακολουθούν φτάνουν ακόμη περισσότερο επεξεργασμένες στατιστικές που επιτρέπουν πάλι να παρθούν, σε διάφορα επίπεδα, συγκεκριμένα μέτρα για την επίλυση των προβλημάτων.
Ποιες είναι οι βασικές αδυναμίες του συστήματος; Πιστεύουμε ότι πάνω απ’ όλες είναι η έλλειψη ωριμότητας. Υστερα έρχεται η έλλειψη πραγματικά κατάλληλων στελεχών σε όλα τα επίπεδα. Επειτα η απουσία μιας ολοκληρωμένης πληροφόρησης πάνω σε ολόκληρο το σύστημα και τους μηχανισμούς του που θα επέτρεπε στους ανθρώπους να το κατανοήσουν καλύτερα. Πρέπει να αναφέρουμε ακόμη και την απουσία ενός κεντρικού μηχανισμού σχεδιασμού που να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο και με μια απόλυτη ιεραρχία, πράγμα που θα διευκόλυνε την εργασία. Θα σημειώσουμε ακόμα την ανεπάρκεια υλικού, την ανεπάρκεια μεταφορικών μέσων που μας υποχρεώνουν σε μερικές περιπτώσεις να συσσωρεύουμε προϊόντα και σε άλλες μας εμποδίζουν να παράγουμε. Την ανεπάρκεια ακόμη σε ολόκληρο το μηχανισμό ελέγχου ποιότητας και στις σχέσεις με τους οργανισμούς διανομής (που θα έπρεπε να είναι στενότατες, αρμονικότατες και πολύ ξεκάθαρες), ιδιαίτερα με την MINCΙΝ, καθώς και στις σχέσεις με κάποιους διοικητικούς οργανισμούς, ιδιαίτερα τη ΜΙΝCEX (Υπουργείο Εξωτερικού Εμπορίου) και την INRA (Ινστιτούτο Αγροτικής Μεταρρύθμισης). Είναι δύσκολο ακόμα να εξακριβώσουμε ποιες ελλείψεις οφείλονται σε εγγενείς αδυναμίες του συστήματος και ποιες οφείλονται ουσιαστικά στο τωρινό οργανωτικό μας επίπεδο.
Σήμερα ούτε στο εργοστάσιο ούτε στην επιχείρηση υπάρχει υλικό κίνητρο συλλογικού τύπου. Η έλλειψη αυτή δεν οφείλεται σε μια κεντρική αντίληψη ολόκληρου του σχήματος, αλλά στο γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμα φτάσει στο απαιτούμενο οργανωτικό επίπεδο για να μπορέσουμε να το εφαρμόσουμε πάνω σε βάσεις που δε θα είναι πια η απλή εκπλήρωση ή υπερεκπλήρωση των κυριότερων πλάνων της επιχείρησης, για τους λόγους που ήδη υποδείξαμε παραπάνω.
Υποστηρίζεται ότι υπάρχει στο σύστημα μια τάση προς το γραφειοκρατισμό. Ενα από τα σημεία στα οποία θα πρέπει σταθερά να επιμένουμε είναι η ορθολογικοποίηση ολόκληρου του διοικητικού μηχανισμού, ώστε να είναι όσο το δυνατό μικρότερος. Από τη σκοπιά της αντικειμενικής ανάλυσης είναι φανερό ότι όσο περισσότερο θα συγκεντροποιούνται οι λειτουργίες καταγραφής και ελέγχου των επιχειρήσεων ή των παραγωγικών μονάδων, τόσο λιγότερη γραφειοκρατία θα υπάρχει, έτσι ώστε αν όλες οι επιχειρήσεις μπορούσαν να έχουν τους διοικητικούς τομείς τους συγκεντροποιημένους, ο μηχανισμός τους θα περιοριζόταν στο μικρό διευθυντικό πυρήνα της μονάδας και σε αυτόν που θα είχε την αποστολή της συλλογής των πληροφοριών και της μετάδοσής τους στο κέντρο.
Αυτή τη στιγμή αυτό είναι αδύνατο, αλλά πρέπει να πάμε στη δημιουργία μονάδων του καλύτερου δυνατού μεγέθους, πράγμα που διευκολύνεται πολύ από το σύστημα με την καθιέρωση της νόρμας εργασίας και με ένα μονάχα τύπο καθορισμού του μισθού, ώστε να σταματήσουν οι στενές ιδέες σχετικά με την επιχείρηση σαν κέντρο δράσης του ατόμου και πάμε περισσότερο προς την κοινωνία στο σύνολό της.
ΓΕΝΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Κατά τη γνώμη μας αυτό το σύστημα παρουσιάζει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα:
1. Προσαρμοζόμενο προς τη συγκεντροποίηση, τείνει ταυτόχρονα προς μια ορθολογικότερη χρησιμοποίηση των εθνικού χαρακτήρα αποθεμάτων.
2. Τείνει προς μια μεγαλύτερη ορθολογικοποίηση ολόκληρου του κρατικού διοικητικού μηχανισμού.
3. Η ίδια αυτή τάση προς τη συγκεντροποίηση υποχρεώνει στη δημιουργία μεγαλύτερων μονάδων, μέσα στα κατάλληλα όρια, με αποτέλεσμα την εξοικονόμηση εργατικής δύναμης και την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων.
4. Ενσωματωμένο σε έναν ενιαίο μηχανισμό με νόρμες, μετατρέπει ολόκληρο το υπουργείο στη μία περίπτωση και όλα τα υπουργεία – αν είναι δυνατό – σε μία και μόνη μεγάλη κρατική επιχείρηση, όπου μπορούμε να περνάμε από το ένα μέρος στο άλλο και ν’ ανεβαίνουμε σε χώρους και σε τομείς διαφορετικούς χωρίς να υπάρχουν προβλήματα μισθών, αλλά απλώς εκπληρώνοντας μια κλίμακα εθνικού τύπου.
5. Με οργανισμούς που παίρνουν κονδύλια από τον προϋπολογισμό μπορούμε να απλοποιήσουμε πολύ τον έλεγχο των επενδύσεων, που τη συγκεκριμένη εποπτεία τους θα την αναλάβει ο συμβαλλόμενος επενδυτής μαζί με το Υπουργείο Οικονομικών, δηλαδή η οικονομική εποπτεία του.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι έτσι δημιουργείται στον εργάτη σιγά-σιγά η γενική ιδέα της συνεργασίας ανάμεσα σε όλους, η ιδέα ότι ανήκει σε ένα μεγάλο σύνολο, το σύνολο του πληθυσμού της χώρας και η ανάπτυξη της συνείδησής του ότι έχει ένα κοινωνικό χρέος, παίρνει μια ώθηση.
Το ακόλουθο απόσπασμα του Μαρξ εκθέτει τη διαδικασία διαμόρφωσης των παραδόσεων εργασίας. Αν αφαιρέσουμε τους όρους που αφορούν το καπιταλιστικό καθεστώς μπορεί να μας χρησιμεύσει σαν σημείο αναφοράς για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
«Δεν φτάνει που οι όροι της εργασίας εμφανίζονται στον ένα πόλο σαν κεφάλαιο, ενώ στον αντίθετο πόλο υπάρχουν μόνο άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα να πουλήσουν εκτός από την εργατική τους δύναμη. Δεν φτάνει επίσης που εξαναγκάζονται οι άνθρωποι να πουλούν θεληματικά τον εαυτό τους. Στην παραπέρα πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αναπτύσσεται μια εργατική τάξη, που από αγωγή, παράδοση και συνήθεια αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η οργάνωση του διαμορφωμένου κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής σπάει κάθε αντίσταση, η διαρκής δημιουργία ενός σχετικού υπερπληθυσμού κρατάει σε μια τροχιά, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου, το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας, επομένως και το μισθό εργασίας, ο βουβός εξαναγκασμός των οικονομικών σχέσεων επισφραγίζει την κυριαρχία του κεφαλαιοκράτη πάνω στον εργάτη. Είναι αλήθεια πως εξακολουθεί να χρησιμοποιείται εξωοικονομική άμεση βία, μόνο όμως σαν εξαίρεση. Για τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ο εργάτης μπορεί ν’ αφεθεί στην επενέργεια των “φυσικών νόμων της παραγωγής”, δηλαδή στην εξάρτησή του από το κεφάλαιο, εξάρτηση που ξεπηδάει από τους ίδιους τους όρους της παραγωγής που την εγγυούνται και τη διαιωνίζουν»10.
Οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται και οι σχέσεις παραγωγής αλλάζουν. Τα πάντα περιμένουν την άμεση δράση του εργατικού κράτους πάνω στη συνείδηση.
Σχετικά με το υλικό συμφέρον, αυτό που θέλουμε να πετύχουμε με το σύστημα αυτό είναι ο μοχλός να μη μετατραπεί σε κάτι που να υποχρεώνει το άτομο, σαν τέτοιο ή ένα σύνολο ατόμων, να ανταγωνίζεται απελπισμένα άλλους για την εξασφάλιση καθορισμένων συνθηκών παραγωγής ή διανομής που να το τοποθετούν σε μια προνομιούχα θέση. Θέλουμε να διαμορφώσουμε έτσι τα πράγματα ώστε το κοινωνικό χρέος να είναι το βασικό σημείο στο οποίο στηρίζεται όλη η εργασιακή προσπάθεια του εργάτη. Πρέπει όμως να εποπτεύουμε την εργασία, έχοντας συνείδηση των αδυναμιών της, να ανταμείβουμε ή να τιμωρούμε εφαρμόζοντας υλικά κίνητρα ή φρένα ατομικού ή συλλογικού τύπου, ανάλογα με το αν ο εργάτης ή η παραγωγική μονάδα είναι ικανοί ή όχι να εκπληρώσουν το κοινωνικό τους καθήκον. Εξάλλου η επαγγελματική ικανότητα που είναι απαραίτητη για την άνοδο, αν μπορεί να εφαρμοστεί σε εθνική κλίμακα, προκαλεί μια γενική ροπή προς τη μελέτη σε ολόκληρη τη μάζα των εργαζομένων της χώρας. Μια τέτοια ικανότητα δε θα φρενάρεται από κανέναν ιδιαίτερο τοπικό περιορισμό, μια και ο χώρος εργασίας είναι ολόκληρη η χώρα και θα προκαλέσει με τη σειρά της μια πολύ ισχυρή τάση προς την τεχνική εμβάθυνση.
Πρέπει να θεωρήσουμε ακόμη ότι μπορούμε εύκολα να τραβήξουμε, μέσα από μια πολιτική επιχορηγήσεων, εργάτες – φοιτητές που ειδικεύονται για να περάσουν σε άλλες θέσεις εργασίας και να εξαλείψουμε σιγά-σιγά τις ζώνες εκείνες όπου η χειρωνακτική εργασία είναι μεγαλύτερη, για να δημιουργήσουμε εργοστάσια παραγωγικότερου τύπου, δηλαδή πιο πολύ σύμφωνα με την κεντρική ιδέα του περάσματος στον κομμουνισμό, στην κοινωνία της μεγάλης παραγωγής και της ικανοποίησης των βασικών αναγκών του ανθρώπου.
Μένει ακόμα να υπογραμμίσουμε το διαπαιδαγωγητικό ρόλο που θα πρέπει να παίξει το Κόμμα, ώστε το κέντρο εργασίας να μετατραπεί σε συλλογική έκφραση των επιθυμιών και των ανησυχιών των εργαζομένων και να γίνει ο χώρος όπου θα παίρνει σάρκα και οστά ο πόθος τους να υπηρετήσουν την κοινωνία.
Μπορούμε να φανταστούμε το κέντρο εργασίας να αποτελεί τη βάση του πολιτικού πυρήνα της μελλοντικής κοινωνίας, που με τις υποδείξεις της, περνώντας τις σε πολυπλοκότερους πολιτικούς οργανισμούς, θα δίνει στο Κόμμα και στην κυβέρνηση την ευκαιρία να παίρνουν βασικές αποφάσεις για την οικονομία και για την πνευματική ζωή του ατόμου.
10. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1978, τόμος 1, σελ. 762.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου