Τις Τρίτες,καλή ώρα, στη γειτονιά μου στον προσφυγικό συνοικισμό που μεγάλωνα τα καλοκαίρια,οι Μικρασιάτισσες γειτόνισσες έβαζαν μπουγάδα...
Στις αυλές στο πίσω μέρος αχάραγα έστηναν τις σκάφες,τις γκαζιέρες ,για να ζεστάνουν τα νερά,και να τα λουλάκια,να τα πράσινα σαπούνια,να οι υπέροχες μυρωδιές που με συντροφεύουν ως σήμερα...
'Εψηναν τον καφέ τους και μέχρι να μουλιάσουν τ'ασπρόρουχα και τα εργατικά των ανδρών τους,τον έπιναν στις πεζούλες τους αντικρυστά και τιτίβιζε η γειτονιά όλη..
Εμείς τα παιδιά τότε διατηρούσαμε την ίδια ικανότητα που έχουν πάντα τα παιδιά,να μετατρέπουν σε παιχνίδι την ίδια τη ζωή...
Χωρισμένοι σε δυό ομάδες οπλισμένοι με τις σκούπες περιμέναμε να ρίξουν τα νερά από τις σκάφες στ' αυλάκια των δρόμων να τα σπρώξουμε ως τον υπόνομο. Η πιο γρήγορη ομάδα κέρδιζε..
Στρατιωτάκια μικρά ,μεγάλα,απο την ηλικία που μπορούσες να κρατήσεις το σκουπόξυλο,ως την ηλικία που δεν ντρεπόσουν να είσαι ξυποληταριό με φανελάκι μινέρβα λευκό....
Χωρίς γυαλιά,χωρίς καπέλο...ο ήλιος δεν είχε ακόμα εξοργιστεί...
Τρείς σειρές είχε ο συνοικισμός. Μα η πιο ζωντανή ήταν η μεσαία... η οδός Αλατσάτων.
Από'δω ως απέναντι,τρεις δρασκελιές του Κωνσταντή του ναυτεργάτη...
Καθόταν ο Κωνσταντής και σήμερα Τρίτη έξω στην καρέκλα του,δίπλα στο τραπεζάκι με το σεμέν είχε αχνιστό καφεδάκι,από τα χεράκια της Σουλτάνας του,το μπεγλέρι του,την εφημερίδα του και περίμενε ν' απολαύσει την ξεχωριστή γιορτή της μπουγάδας...
Γιατί ξέχασα να σας πω ... Τις Τρίτες έρχονταν και οι γιαγιάδες να βοηθήσουν,οι πεθερές... Πολύ η λάτρα βλέπεις.πολλά και τα κουτσούβελα,'επρεπε να στηθούν και τα τσουκάλια.....
Όταν έφτανε η ώρα του απλώματος και σιγοτραγουδούσαν οι γυναίκες στα ταρατσάκια,έπαιρνε η Χρυσάφω ,η Πολίτισσα,το ακορντεόν της και γέμιζε η γειτονιά μουσικές... Το ξυποληταριό δως του να σιέται και να λυγιέται....Φώναζε τότε η Χρυσάφω καθώς έβλεπε τη σκηνή και θυμόταν ίσως τους χορούς και τα γλέντια στις σάλες στην χαμένη της πατρίδα....
'' Αχ είχαμαν και τ'είχαμαν! Τρία πίανα είχαμαν ! Και σάματις πάιζαμε μεις; Τσι δούλες μας βάζαμαν.....Τότε δυο δάκρυα , πάντα, συνόδευαν τα λόγια της....
Μα εκείνη την Τρίτη βουβαμάρα... Τα παιδιά καθισμένα στα πεζούλια με τις σκούπες, σαν τραυματισμένα στρατιωτάκια,ξαπλωμένες στο δρόμο...
Ο Κωνσταντής που είχε ξεμπαρκάρει μια βδομάδα τώρα και περίμενε ν'απολάυσει την γιορτή της μπουγάδας κοιτούσε απορημένος και μονολογούσε:
''Τι διάτανο πάθανε οι κοκόνες όλες; Πού πίνουνε τα καφεδάκια τους;''
Έξυπνος άνθρωπος ήτανε ο Κωνσταντής,μπαρκαρισμένος από τα 14,κοσμογυρισμένος και τους ανθρώπους τους αγαπούσε και τις γυναίκες πιο πολύ και περισσότερο τη Σουλτάνα του....
Μόλις εξεμύτισε αυτή στο πεζούλι να τονε ρωτήσει άμα ήθελε ο πασάκας της τίποτις άλλο βρήκε αυτός την ευκαιρία.....
''Καλά κοκόνα μου τι βουβαμάρα είναι αυτή σήμερις; Πού είναι οι φιλενάδες σου; Πού είναι η Αργυρούλα η κουμπάρα;''
Δεν απόσωσε την πρότασή του και να η Αργυρώ! Μιά Σμυρνιά ,νταρντάνα,με χρυσούς χαλκάδες στ' αυτιά!
Άει μαρή,για πες στον κύρη σου για δεν πίνουμε ούλες μαζί τον καφέ μας!
Εσύ να πείς, λέει η Σουλτάνα,που με συζητείς στις πόρτες πως τάχα ο κουμπάρος όλο από τη μέση με κρατεί για να με ησυχάσει που τονε ζηλεύω.....
Εγώ μαρή είπα τέτοια πράματα; Ή εσύ που λέγεις πως δεν ξέρω τι μου γίνεται και κόντεψα να σου χαλάσω το νεραντζάκι.... Δε φταίει κανείς μα εγώ που τρέχω και για να δέσουμε το γλυκό και για να σου σκουπίζω τα δάκρυα, το βράδυ άμα λείπει ο Κωνσταντής....
Σα τα σαλιγκάρια μετά από βροχή, βγήκανε όλες με τα χέρια στη μέση και τις έκανε χάζι ο Κωνσταντής...
Πετάγεται και η Χρυσάφω με τ'ακορντεόν και λέγει:
Σάματις η Δέσπω καλύτερη είναι που λέγει πως εγώ φαντασμένη εκατήντησα;
Άσε Χρυσάφω τα μάθαμε και τα δικά σου,απαντά η Δέσπω! Δεν ντράπηκες να με κουβεντιάζεις πως όλο στον καθρέφτη μου ξεχνιέμαι και τα ρούχα των παιδιόνε μου είναι γαριασμένα;
Μπαρούτι μύριζε κι ο Κωνσταντής κατάλαβε!
Για πείτε μου βρε κοκόνες μου γιατί τα παιδάκια της Μαλάμως είναι κλειδωμένα στην αυλή και ξεροσταλιάζουν σκαρφαλωμένα στη μουριά;
Πριν προλάβουν να μιλήσουν,πετάχτηκε ο Άρης ο 10χρονος γιός της Μαλάμως....
Να σου πω εγώ θείε Κωνσταντή..Της είπανε της μάνας πως την συζητούν λέει στη γειτονιά,που πήγε στου Παπαστράτου να δουλέψει,πως ο πατέρας δεν μας αγαπά,γιατί λέει άμα μας αγαπούσε θα υπέγραφε μια δήλωση στους χωροφυλάκους πως δεν είναι κουκουές ,θα πήγαινε τις Κυριακές στην εκκλησία και δεν θα κατέβαζε καντήλια του Βασιλιά... Δεν έχουμε μεις λένε νοικοκυριό... Και η Ρόζα μας έκλαιγε και η μάνα έκλαιγε!
Τι λές μωρέ Άρη; Βγάτε έξω μωρέ! Στάσου να σας ξεκλειδώσουμε...Σουλτάνα άνοιξε στα παιδιά....
Η αλήθεια ήταν πως κάθε μέρα που γύρναγε η Μαλάμω απο τη δουλειά ,τα΄βρισκε ταισμένα τα παιδιά και μαζεμένα μέσα.. Πότε στης Σουλτάνας ,πότε στης Αργυρούλας, όπου τους άρεσε το φαγητό...Παράπονο δεν είχε η Μαλάμω ώσπου....Του άντρα της του Νικόλα δεν το είπε,του έφτανε η αγωνία του για μεροκάματο..στις οικοδομές δούλευε..να τον φαρμακώσει;
Τις φώναξε λοιπον ο Κωνσταντής και τους είπε:
Να σας πω βρε κοκόνες μου μια ιστορία.....
Μια φορά,σ'ένα μπάργκο ,σε γκαζάδικο,που στεριά ακούγαμε και στεριά δεν βλέπαμε μας 'ελαχε ένας μάγειρας τι να σας πώ!Καλό παιδί ,τίμιος,μα επιπόλαιος....Μόλις 'εμπαινε μέσα στο μαγειρίο του άνθρωπος έκανε πως ανακατεύει το φαγητό τάχα μου και τού'λεγε: Εγώ είμαι φίλος και θα σου πω αυτό: Να προσέχεις τον τάδε τον άκουσα να λέει για σένα,μην τον εμπιστεύεσαι.......Κι έλεγε ότι είχε ακούσει....Αλήθεια ,ψέματα μαζί με σάλτσες και μπαχαρικά,αφού μάγειρας ήτονε....
Σε 10 μέρες,το καράβι θα το στέλναμε φούντο...Καυγάδες ξεσπούσαν κάθε μέρα...
Παίρνει χαμπάρι ο λοστρόμος μας ο Σήφης ένας κρητίκαρος και που να σας λέω τι του έφτιαξε....
Μόλις καθήσαμε να φάμε ένα βράδυ όλοι μαζί και ο ένας δε μιλούσε τ'αλλουνού...Ξεκινά μια μαντινάδα δυνατά όξω φωνή ο Σήφης...
Ένα μαγειρο έχουμε
τον Γιώργη τον ψηλό
που ένα κουτάλι ολημερίς
κρατά κι ανακατεύει
έλα έλα κρατά κι ανακατεύει
Τι σκατοκούταλο είναι αυτό
που τα σκατά αυγαταίνει
έλα έλα και τα σκατά αυγαταίνει
Από το σκατοκούταλο μαθές
μακριά πρέπει να φεύγεις
γιάντα έχει μπόχα φοβερή και θα σου έρθει ζάλη
έλα έλα και θα σου έρθει ζάλη....
Στραβομουτσούνιασε ο Γιώργης που γελούσαμε όλοι μα σαν άρχισαν να το τραγουδάνε
γλυτώσαμε το καράβι,που θα το ρίχναμε στη πρώτη ξέρα που θα βρίσκαμε.....
Κοιτάζονταν οι γειτόνισσες ,οι κοκόνες του Κωνσταντή και κατάλαβαν.....
Τότε ακούστηκε η φωνή της Τασούλας......
Μαρή Βιολέττα!! Άμα ανέβω πάνω κάθεσαι πίσω από το μπαντζούρι και κοιτάς θα σε αφαλοκόψω ζεβζέκα...
Μα εσύ μαρή είσαι το δικό μας το σκατοκούταλο....Άιντε κατέβα κάτω να με βοηθήσεις,σε ξέρω γω, τι σκατά αδελφές είμαστε; Άιντε σκατοκούταλο τσάμπα το μυρωδάτο το όνομά σου...που κακό χρόνο να μην έχεις! Κι εσείς μαρή τι της δίνετε σημασία; Σάματις δεν την ξέρετε;
Το τι έγινε την Τρίτη εκείνη δεν περιγράφεται!!
Φάγαμε όλοι μαζί..Κουβάλησαν όλες τα φαγητά στου Κωνσταντή και στης Σουλτάνας,εκεί μας βρήκαν η Μαλάμω ,ο Νικόλας και οι άντρες των αλλονών που γυρνούσαν από τις δουλειές τους....Μέχρι το βράδυ το ξυποληταριό φώναζε ρυθμικά! ΣΚΑ ΤΟ ΚΟΥ ΤΑ ΛΟ!
Γελούσαν οι πατεράδες κι έτρεχαν οι μανάδες να μας τις ρίξουν στον κώλο για να σταματήσουμε...Είχαμε γλυτώσει και το μπανιάρισμα στη σκάφη......
Η φωνή της Τασούλας ακουγόταν που και που:
Καλά να πάθεις μαρή...είσαι και μορφωμένη κοπέλα, δασκάλα πράμα,τσάμπα τα κόπια του πατέρα μας! Σκατοκούταλο!
Υ.Σ.
Η οδός Αλατσάτων είναι αληθινή,το ξυποληταριό είναι αληθινό,το σκατοκούταλο είναι διαχρονικό,η Βιολέτα είχε άλλο όνομα,οι Μικρασιάτισσες είναι αγαπημένες μου,η νοσταλγία μου είναι εμφανής....και οι συνειρμοί επιτρέπονται... Αν κάποιος η κάποιοι παρεξηγηθούν θα τους απαντήσω στην γλώσσα του Κωνσταντή ...στα λιμανιώτικα!!
Οι αναμνήσεις ειναι απο την σ.Μαρία Καραπιπέρη εκφωνήτρια μας στο εργατικό διαδυκτιακό ραδιο του ΠΑΜΕ ,το "αηδονι" μας που μας λέει ειδήσεις και όχι μόνο .Οι φωτογραφιες ειναι απο τον σ.GAZARIN PATRAS .Η εργατική ταξη αγκαλιά με τους αυτοαπασχολούμενους ,όπως σοφά παλεύει το Κόμμα μας ,προσφέρουν ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ .Τους ευχαριστούμε και τους δύο .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου