1870 Γεννιέται ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, ο Λένιν.
Χρόνε, θ’ αρχίσω την ιστορία του Λένιν.
Πέρασαν οι μέρες της δυστυχίας.
Πάει καιρός που ο πόνος κοφτερός
έχει γίνει πια ένα κακό παλιό και καθάριο.
Χρόνε, κάνε να ξανατρικυμίσουν οι φράσεις
του Λένιν.
Αρμόζει να λυθούμε σε κοπετούς
όταν ο Λένιν μένει πάντα πιότερο από κάθε άλλον
Ζωντανός;
Γνώση μας είναι η δύναμη και τ’ άρματα.
Οι άνθρωποι; Βάρκες έξω απ’ το νερό.
Ένα πλήθος από μικρές αχιβάδες
που δεν έχουνε γεννήσει ακόμα απογόνους
Κολλούν παντού στα όστρακα τους.
Και μετά, σαν έχουνε διασχίσει το θυμωμένο
μπουρίνι,
κάθονται στον ήλιο
Για να καθαρίσουν τα πράσινα από τα φύκια γένια
τους.
Εγώ, καθαρίζομαι στο φως του Λένιν
για να οδηγήσω πιο μακριά την επανάσταση.
Φοβάμαι αυτούς τους στίχους πούχω μπροστά μου
κατά εκατοντάδες
όπως ένα μικρό παιδί μπροστά στη ψευτιά.
Αν κάνουν πάνω στο κεφάλι του ένα φωτοστέφανο,
φοβάμαι μήπως σκεπάσουν
τ’ αυθεντικό, τ’ ανθρώπινο και το σοφό
το απέραντο μέτωπο του Λένιν.
Φοβάμαι τις λιτανείες, τα μαυσωλεία,
το θαυμασμό, τ’ αγάλματα του,
μην πάει και πνίξουν, κάτω απ’ τη γλυκιά γιορτή,
το Λένιν και την απλότητα του.
Τρέμω γι’ αυτόν όπως Τρέμω για τη κόρη
του ματιού μου;
Αλίμονο στο ψέμα! Στο ιδεώδες των ζαχαροπλαστών!
Η καρδιά εκλέγει και το καθήκον υπαγορεύει:
Θα γράψω.
Όλη η Μόσχα: ο κρότος δονεί το παγωμένο έδαφος.
Στα μαγκάλια, όλοι αυτοί που άσκημα ξεπάγιασαν
τη νύχτα.
Τι έχει κάνει; Ποιος είναι κι έρχεται από πού;
Γιατί γι’ αυτόν όλες τούτες οι τιμές;
Απ’ τη μνήμη μου βγαίνουν οι λέξεις, η μια ύστερα
Απ’ την άλλη.
Τι φτώχεια, εδώ κάτου, στο ατελιέ των λέξεων!
Που να ψαρέψεις κείνη που αρμόζει πιότερο;
Έχουμε μέρες εφτά,
έχουμε δώδεκα ώρες.
Δε ζει κανείς μόνο με τον εαυτό του.
Ο θάνατος δεν ξέρει να ζητάει συγγνώμες.
Tα πάμε κιόλας άσχημα με το εκκρεμές,
βρίσκουμε, εμείς οι καταχθόνιοι, το ημερολόγιο:
λέμε η εποχή,
και λέμε το παρελθόν.
Κοιμόμαστε τη νύχτα
κινούμαστε τη μέρα.
Μας αρέσει να πίνουμε νερό
και μάλιστα αν είναι το νερό μες στο δικό μας
το ποτήρι.
Κι αν ένας για όλους γίνεται
κύριος της παλίρροιας των πραγμάτων,
τον ονομάζουμε προφήτη,
τον ονομάζουμε ιδιοφυΐα.
Είμαστε χωρίς σκοπό,
πρέπει να μας σφυρίξουν για να κατεβούμε.
Απ’ τη στιγμή που αρέσεις στη γυναίκα σου,
είσαι κιόλας ευχαριστημένος,
Κι αν δημιουργηθεί, ψυχή και κορμί ενωμένα,
κάποιος που να μην είναι στα μέτρα μας,
τραβιόμαστε: «Έχει έναν αέρα βασιλικό!»
Γιομίζουμε έκπληξη: «Είναι ένα Δώρο του Θεού!»
Είναι, έτσι που λέμε, ούτ’ έξυπνο, ούτε κουτό.
Λέξεις στον αέρα που εξατμίζονται, καπνοί.
Τι μπορεί κανείς να βγάλει από τέτοια κούφια
καρύδια;
Τούτο δε μιλά μήτε στην καρδιά, μήτε στην αφή.
Πώς να μετρήσεις τον Λένιν μ’ αυτή τη μεζούρα;
Σάμπως ο καθένας δεν τον είδε με τα δικά του
τα μάτια,
Αυτόν που μπήκε στο σπίτι μας, δίχως
τα κουφώματα ν’ αγγίξει;
Θάταν ακόμα πιθανό
ο Λένιν να μιλά σαν ένας «ελέω Θεού αρχηγός»;
Κι αν ακόμα ήταν ηγεμονικός και θεϊκός,
όλος θυμό και δίχως να συγκρατιέται,
εγώ θάμουν βαλμένος ανάμεσα σε συνοδείες,
ενάντια στο πλήθος και στους θαυμαστές.
Θε νά’χα βρει τις λέξεις που ταιριάζουν για κατάρες.
Ποδοπατημένος εγώ, ποδοπατημένες κι οι κραυγές μου,
θάχα πετάξει βλαστήμιες προς τον ουρανό,
Στο Κρεμλίνο τάχα εξακοντίσει τη βόμβα: Κάτω!
Αλλά ο Τζερτζίνσκι με βήμα σταθερό ακολουθεί
Το φέρετρο.
Θα μπορούσε ν’ αφήσει τα πόστα της η Τσεκά.
Από μάτια μιλιούνια κι απ’ τα δυο τα δικά μου
ρυάκια από δάκρυα τρέχουν στα μάγουλα.
Για το Θεό, τίποτα το νέο σε τέτοιες τιμές.
Όχι σήμερα! Η λύπη είναι αληθινή
στην παγωμένη καρδιά:
θα θάψουμε τον πιο απλό άνθρωπο
απ’ όλους όσους έζησαν στη γη.
Απλός ναι, αλλ’ όχι σαν κι αυτούς
που το βλέμμα τους
πηγαίνει να καταλήξει στη λεκάνη τους.
Με μια μάτια που επόπτευε ολάκερη τη γη,
αγκάλιαζε αυτό που ο χρόνος σκέπαζε ξανά.
Σαν και σας και σαν εμένα, ίδιος κι απαράλλαχτος,
μόνο που στην άκρη των ματιών του,
ο στοχασμός περσότερο ζαρώνει το πετσί,
και που τα χείλια του είναι πιο σκληρά κι ειρωνικά.
Δεν είχε τη σκληράδα του σατράπη πάνω στ’ άρμα
που σε συντριβεί με μια μόνο κίνηση
των χαλιναριών.
Ανθρώπινος, τρυφερός για το σύντροφο,
για τον εχθρό, η σκληράδα του σίδερου.
Είχε, όπως έχουμε και ‘μεις, αδυναμίες,
κι είχε γιατρευτεί απ’ τις αρρώστιες,
δίχως ποτέ να πλαγιάσει.
Έτσι, εμένα το μπιλιάρδο, το μάτι μου γυμνάζει.
Γι’ αυτόν ήταν σκάκι, των αρχηγών
το ταιριαστό παιχνίδι.
Και περνώντας απ’ το σκάκι
στον πραγματικό εχθρό,
αλλάζοντας μ’ ανθρώπους τα χτεσινά τα πιόνια
έβαλε την εργατική δικτατορία
πάνω από τις φυλακές και τα κάστρα
του κεφαλαίου.
Βλαδιµίρ Μαγιακόβσκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου