Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Στην δίνη της παγκόσμιας κρίσης



δυο σημαντικά άρθρα απο ΕΔΩ



Το μνημόνιο, η καπιταλιστική οικονομική κρίση και η διέξοδος





Σε πρόσφατο άρθρο του ο «Γκάρντιαν» («Καθημερινή» 22/9/2015) είχε τίτλο: «Οι εκλογές τελείωσαν, η κρίση όχι...». Δεν είναι παράξενο ότι γράφτηκε άρθρο με τέτοιο τίτλο, υπενθυμίζοντας την καπιταλιστική οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Αλλωστε, το μνημόνιο που ψηφίστηκε στη Βουλή τον Αύγουστο από ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, δεν αποτελεί μόνο ή κυρίως το μέσο παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Το μνημόνιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά στρατηγική ανάκαμψης του κεφαλαίου με την εφαρμογή μιας σειράς αντεργατικών - αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων. Η κυβέρνηση προπαγανδίζει ότι με τη συμφωνία - μνημόνιο θα βγει η Ελλάδα από την κρίση. Και το συνοδεύει με τη διαπραγμάτευση αναδιάρθρωσης του χρέους που θα διευκολύνει την αποπληρωμή του, αφήνοντας κρατικό χρήμα για επενδύσεις, και το πρόγραμμα των 35 δισ. ευρώ του Γιούνκερ. Λέει ταυτόχρονα ότι υπάρχουν δυνατότητες να υλοποιηθούν μέτρα ανακούφισης του λαού εντός του μνημονίου, με την εφαρμογή του «παράλληλου προγράμματος».

Ερωτήματα και αρνητικά σινιάλα

Εδώ όμως μπαίνει το ερώτημα: Είναι ορατή η καπιταλιστική ανάκαμψη στην Ελλάδα και αν υπάρξει θα βγούμε από το μνημόνιο; Το ερώτημα αυτό μπαίνει εύλογα, γιατί η κρίση, μετά από μια περίοδο στασιμότητας, είναι πάλι εδώ. Και πράγματι αυτό δεν το αμφισβητούν ούτε η κυβέρνηση ούτε τα άλλα αστικά επιτελεία ούτε οι ευρωενωσιακοί θεσμοί και το ΔΝΤ, κάνουν εκτίμηση μάλιστα για μείωση του ΑΕΠ πάνω από 2% το 2015.
Υπάρχουν όμως και άλλα αρνητικά σινιάλα. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, μιλώντας ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την περασμένη Τετάρτη, είπε για την Ελλάδα ότι «εάν εφαρμοστεί πλήρως, το νέο πρόγραμμα θα βάλει την Ελλάδα σε θέση να αναπτύσσεται και πάλι και να αποκομίσει τα πλήρη οφέλη από τη συμμετοχή στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα». Η επισήμανσή του σημαίνει ότι το μνημόνιο πρέπει να εφαρμοστεί απαρέγκλιτα.
Την ίδια ώρα, σε άρθρο του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel», που αναδημοσίευσε η «Καθημερινή», 23/9/2015, αναφέρεται: «Το σενάριο της εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη και μάλιστα με αυξημένες πιθανότητες απ' ό,τι πριν από λίγο καιρό, επαναφέρει το "Der Spiegel", μετά τις εκλογές στην Ελλάδα. Δεδομένου ότι η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας έχει επιδεινωθεί μετά τον Ιούλιο, η Αθήνα δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει τους στόχους του προγράμματος. Εφόσον η οικονομική δραστηριότητα της χώρας υποχωρήσει το 2015 κατά 1% ή 2%, αυτό θα έχει αρνητικό αντίκτυπο και στα φορολογικά έσοδα. Κατ' επέκταση η ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να προχωρήσει σε περικοπές δαπανών - επιπλέον των συμφωνηθέντων μέτρων λιτότητας - ώστε να πετύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους. Αλλά κάτι τέτοιο θα επιδεινώσει περαιτέρω την πορεία της ελληνικής οικονομίας». Αυτό δείχνει πιο καθαρά αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα του μνημονίου στην καπιταλιστική ανάκαμψη.

Το χρέος και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών

Απ' όλα τα παραπάνω προκύπτουν μια σειρά ζητήματα που έχουν σχέση με τη διαχείριση της κρίσης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας με μοχλό το μνημόνιο και την εφαρμογή του. Παράλληλα με τις επισημάνσεις για την απαρέγκλιτη εφαρμογή του μνημονίου εκφράζονται αμφιβολίες για την επίτευξη του στόχου της ανάκαμψης.
Η Γιούρομπανκ («Ημερησία», 24.9.2015), αναφέρει: «Στο νέο πρόγραμμα η βιωσιμότητα απαιτεί οι μέσες ετήσιες δαπάνες Γενικής Κυβέρνησης να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη επίσημη μελέτη βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες προς το ΑΕΠ στο δυσμενές σενάριο εκτιμούνται κατά μέσο όρο γύρω στο 12% την περίοδο 2020 - 2030, ενώ αναμένεται να υπερβούν το όριο του 15% τις επόμενες δεκαετίες (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Αύγουστος 2015). Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι βάσει του νέου βασικού μακροοικονομικού σεναρίου, ο λόγος δημοσίου χρέους - ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να ανέλθει στο 200% περίπου το επόμενο έτος, παραμένοντας υψηλότερος του 120% την επόμενη 15ετία. Οι ανωτέρω επισημάνεις αποτελούν σαφή αποδοχή της αναγκαιότητας περαιτέρω ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους. Η δομή του βασικού πακέτου ελάφρυνσης του χρέους περιλαμβάνει: 20ετή επέκταση του χρόνου ωρίμανσης του συνόλου των ευρωπαϊκών δανείων (GLF, EFSF και ESM) που έλαβε (ή αναμένεται να λάβει) η Ελλάδα στο πλαίσιο των τριών διαδοχικών προγραμμάτων διάσωσης, σε συνδυασμό με νέα 10ετή περίοδο χάριτος στις αποπληρωμές τόκων και χρεολυσίων. Στην περίπτωση του ανωτέρω θεωρητικού σχήματος εξετάζονται τρία σενάρια για το ύψος των αντίστοιχων επιτοκίων: Αμετάβλητα επιτόκια ή, εναλλακτικά, μετατροπή των υφιστάμενων επιτοκίων από κυμαινόμενα σε σταθερά 0,25% ή 0,50%, αντίστοιχα». Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, η ελάφρυνση υπερδιπλασιάζεται αν το επιτόκιο μετατραπεί σε σταθερό 0,5%, αντί των σημερινών επιτοκίων.
Θα μπορέσει να υπάρξει στην ΕΕ και την Ευρωζώνη συμφωνία για τέτοια αναδιάρθρωση του χρέους; Με δεδομένο ότι η μείωση επιτοκίων αλλά και η επιμήκυνση αποπληρωμής οδηγούν στο να χάνουν κέρδος που προσδοκούν από το δανεισμό.
Επίσης, υπεισέρχεται ένας ακόμη παράγοντας που έχει σχέση με το τραπεζικό σύστημα και πιο συγκεκριμένα με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τα κεφάλαια που θα χρειαστούν. «Ανεβαίνει ο λογαριασμός της ανακεφαλαιοποίησης των συστημικών τραπεζών», έγραψε η «Καθημερινή», με βάση την αξιολόγηση των εγγυήσεων των «κόκκινων» δανείων, μιλώντας για κεφαλαιακή ενίσχυση που θα φτάσει και τα 15 έως 20 δισ. ευρώ. Το «Κάπιταλ» έγραψε: «Με βάση το βασικό σενάριο προσομοίωσης των stress tests, οι κεφαλαιακές ανάγκες προσεγγίζουν τα 13 δισ. ευρώ, ενώ με βάση το δυσμενές ο πήχης ανεβαίνει στα 17 δισ. ευρώ». Πού θα βρεθούν; Ποιοι μεγαλοεπιχειρηματίες θα επενδύσουν; Πόσο θα συμβάλει το κράτος; Με δεδομένο ότι κάτι τέτοιο θα αυξήσει το κρατικό χρέος.

Η επίδραση της παγκόσμιας επιβράδυνσης

Βεβαίως, στη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα επιδρά και η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, πρωτ' απ' όλα της οικονομίας της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
Η «Καθημερινή», 6/9/2015, έγραψε ότι «η πορεία της Κίνας, θετική ή αρνητική, επηρεάζει ουσιαστικά πλέον την ευρωπαϊκή (ίσως περισσότερο) και την αμερικανική οικονομία. Εξ ου και το θέμα αναδεικνύεται στο νούμερο 1 σήμερα παγκοσμίως. Μία σημαντική πτώση του ρυθμού ανάπτυξης θα είχε άμεσες επιπτώσεις στη βιομηχανική παραγωγή και την οικονομική κατάσταση της Ευρώπης, καθώς, για παράδειγμα, μεγάλο μέρος των εξαγωγών της απορροφά η αγορά της Κίνας. Συνεπακόλουθα, από την πτώση της ζήτησης και των μεταφορών λογικό είναι ότι θα πληγεί σοβαρά και η ελληνική ναυτιλία».
Η ίδια εφημερίδα έγραψε, με πηγή το «Ρόιτερς», στις 2/9/2015: «Οι ανησυχίες για την παγκόσμια ανάπτυξη και τον αντίκτυπο σε αυτήν από την εξασθένηση της Κίνας επιδεινώνονται τον τελευταίο καιρό, ενώ ο κλάδος της μεταποίησης αποδυναμώθηκε στην Κίνα, την Ευρωζώνη και τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία».
Γενικότερα η επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας έχει ανησυχήσει τα άλλα καπιταλιστικά κράτη, και τα ισχυρά, αφού η αλληλεξάρτηση των οικονομιών λόγω της βαθιάς καπιταλιστικής διεθνοποίησης επηρεάζει και την εξέλιξή τους, και την προσπάθεια εξόδου από την κρίση. Η μείωση των εισαγωγών της Κίνας σημαίνει μείωση των εξαγωγών των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Ευρωζώνης, άρα αρνητική επίδραση στην καπιταλιστική ανάκαμψη.
Η «Ημερησία», σχετικά με την Ευρωζώνη, στις 18/8/2015 έγραφε: «Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Eurostat, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στο διάστημα Απριλίου - Ιουνίου διαμορφώθηκε στο 0,3%, έναντι 0,4% το προηγούμενο τρίμηνο και επίσης 0,4% που ανέμεναν οι οικονομολόγοι. Σε ορισμένες, μάλιστα, χώρες η εικόνα είναι αρκετά χειρότερη. Η γαλλική οικονομία, για παράδειγμα, έμεινε στάσιμη στο συγκεκριμένο διάστημα, οι οικονομίες Ιταλίας, Ολλανδίας και Αυστρίας ενισχύθηκαν οριακά - και πάντως, διόλου ικανοποιητικά - ενώ το ΑΕΠ της Φινλανδίας συρρικνώθηκε για τέταρτο συνεχόμενο τρίμηνο. Ακόμη και στη Γερμανία, ο ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε στο 0,3% έναντι της αρχικής εκτίμησης που κινούνταν στο 0,5%». Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία Γερμανίας, οι επενδύσεις ήταν ασθενείς, περιορίζοντας την οικονομική ανάπτυξη.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γερούν Ντάισελμπλουμ εκτιμά πως «η προβλεπόμενη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη δεν είναι επαρκής», ενώ ο Μάριο Ντράγκι εφιστά «προσοχή στους κινδύνους που υπάρχουν από την επιβράδυνση των λεγόμενων αναδυόμενων οικονομιών. Εκφράζει, αντιθέτως, ανησυχία για τη διαφαινόμενη επιδείνωση στην παγκόσμια οικονομία. Ο δε οικονομολόγος της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ προειδοποίησε πως "έχουν αποδυναμωθεί" οι προοπτικές ανάπτυξης της Ευρωζώνης» («Καθημερινή», 22/9/2015).
Ολοι οι πιο πάνω δυσμενείς παράγοντες επιδρούν ανασταλτικά στην πορεία εξόδου της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας από την κρίση.
Η οποιαδήποτε αστική διαχείριση μπορεί να συμβάλει, να στηρίξει την ανάκαμψη, όμως δεν μπορεί να την καθορίσει, δεν είναι αυτή που θα φέρει την ανάκαμψη. Σ' αυτήν επιδρούν μια σειρά πιο σύνθετοι παράγοντες, εσωτερικοί και εξωτερικοί. Το ενδεχόμενο λοιπόν να μην οδηγήσει στην πολυπόθητη ανάκαμψη είναι υπαρκτό. Επίσης, πρέπει να γίνει ολοκάθαρο ότι στο ενδεχόμενο που αυτή επιτευχθεί, δε θα σημαίνει ανάκαμψη δικαιωμάτων και εισοδημάτων για το λαό. Οι αναδιαρθρώσεις που έχουν υλοποιηθεί μέχρι σήμερα και θα υλοποιηθούν στο μέλλον δεν είναι ορισμένα προσωρινά μέτρα, έχουν βάθος, θα επιδρούν και στο μέλλον. Αποτελούν βαθιές αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, που δεν μπορούν να αντισταθμιστούν με τα λεγόμενα αντισταθμιστικά μέτρα ή τα μέτρα οποιουδήποτε παράλληλου προγράμματος, αν και εφόσον ένα τέτοιο πρόγραμμα εφαρμοστεί, δηλαδή μέτρα που θα κάνουν πιο εύπεπτη την εφαρμογή των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων.
Πολύ περισσότερο που ακόμα και οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις μιλάνε για ασθενή ανάκαμψη, που σίγουρα απαιτεί και νέα μέτρα για τη σταθεροποίηση και τόνωσή της, δηλαδή νέες λαϊκές θυσίες χωρίς τέλος.

Ο λαός στο προσκήνιο

Επομένως, καμιά αναμονή, κανένας εφησυχασμός, καμιά αυταπάτη ότι μέσω εφαρμογής του μνημονίου θα βγούμε απ' αυτό, θα έρθουν καλύτερες μέρες για το λαό. Η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, οι γυναίκες, η νεολαία των λαϊκών στρωμάτων πρέπει να είναι σε ετοιμότητα να αντισταθούν στην εφαρμογή των αντεργατικών - αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, παλεύοντας για κάλυψη όλων των απωλειών της περιόδου της κρίσης, κατάργηση όλων των αντεργατικών - αντιλαϊκών νόμων, διεκδίκηση ικανοποίησης όλων των λαϊκών αναγκών, που απαιτεί ρήξη με το κεφάλαιο, την ΕΕ, την εξουσία τους. Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιηθεί είναι ότι η διέξοδος για το λαό δε βρίσκεται εντός του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, που αργά ή γρήγορα θα φέρει νέα κρίση. Αυτό που χρειάζεται ο λαός είναι να αλλάξει τον καπιταλιστικό δρόμο, με το δρόμο της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, τον εργατικό έλεγχο, με την εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα στην εξουσία.
Αυτό προϋποθέτει ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, ισχυρή λαϊκή συμμαχία, δυνάμωμα του αντιμονοπωλιακού - αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού της πάλης.

Ι.


Με αφορμή την κατάσταση της οικονομίας της Ιαπωνίας
Αποψη φτωχογειτονιάς στο Τόκιο



Αποψη φτωχογειτονιάς στο Τόκιο




Σύμφωνα με άρθρο του «Ρόιτερς» (Leika Kihara), που αναδημοσίευσε η «Καθημερινή» (21/8/2015), «η υποτίμηση του γουάν εκθέτει το αδύναμο σημείο στις γιγάντιες προσπάθειες της Τράπεζας της Ιαπωνίας να τονώσει την οικονομία της και να καταπολεμήσει τον αποπληθωρισμό. Από τον Απρίλιο του 2013, η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχει διοχετεύσει 1,22 τρισ. ευρώ ή 170 τρισ. γιεν στο τραπεζικό σύστημα της χώρας με μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης, τα οποία επικεντρώνονται ως επί το πλείστον σε αγορές κρατικών ομολόγων από τις εμπορικές τράπεζες. Αρκετά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Ιαπωνίας, ωστόσο, θεωρούν πως το πρόγραμμα αυτό έχει εξαντλήσει κάθε περιθώριο για περαιτέρω δράση, ενώ τα οφέλη μέχρι σήμερα είναι αμφισβητήσιμα. Στόχος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης είναι να ενισχυθεί η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και κατ' επέκταση η κατανάλωση με την παράλληλη υποχώρηση του γιεν. Συν τοις άλλοις, η υποτίμηση του γουάν σημαίνει πως οι εξαγωγές της Ιαπωνίας προς την Κίνα, οι οποίες αντανακλούν στο 18,3% του συνόλου των ιαπωνικών εξαγωγών, δεν θα είναι και τόσο ελκυστικές».



Συρρίκνωση της οικονομίας

Πώς εκφράζεται αυτή η κατάσταση που περιγράφεται στο άρθρο;
Συρρίκνωση παρουσίασε η οικονομία της Ιαπωνίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2015. Το ΑΕΠ της Ιαπωνίας μειώθηκε κατά 0,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 1,6% σε ετήσια βάση. Οι επενδύσεις, βασικός δείκτης της καπιταλιστικής ανάκαμψης, μειώθηκαν κατά 3,6% σε ετήσια βάση, σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις, που έκαναν λόγο για μείωση κατά 0,3%.
Η κατανάλωση των νοικοκυριών, που αποτελεί περίπου το 60% του ΑΕΠ, μειώθηκε κατά 0,8% μετά από αύξηση 0,4% που κατέγραψε στο πρώτο τρίμηνο. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, τα νοικοκυριά ενδεχομένως δαπάνησαν λιγότερα καθώς οι αυξήσεις των μισθών απέτυχαν να συμβαδίσουν με τις υψηλότερες τιμές έπειτα από την αύξηση του φόρου επί των πωλήσεων στο 8% από το 5% τον Απρίλη του 2014.
Οι εξαγωγές επίσης ήταν κατά 4,4% μειωμένες σε σχέση με αυτές του πρώτου τριμήνου και επέδρασαν στην επιβράδυνση. Η μεγάλη μείωση εξαγωγών στην Κίνα λόγω επιβράδυνσης της οικονομίας της, σε συνδυασμό με την υποτίμηση του γουάν, ασκεί αρνητική επίδραση.
Εχει τη σημασία της η εκτίμηση του άρθρου του «Ρόιτερς», ως προς την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης της Τράπεζας της Ιαπωνίας και τα αποτελέσματά της επειδή η ίδια ακριβώς πολιτική εφαρμόζεται και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Για την έξοδο μιας καπιταλιστικής οικονομίας από την κρίση δεν αρκεί η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή η διοχέτευση φτηνού χρήματος για δανεισμό των επιχειρηματικών ομίλων. Βασικό κριτήριο είναι οι επενδύσεις. Και αυτές όχι μόνο δε γίνονται αλλά μειώνονται. Εχει επίσης σημασία η εκτίμηση ότι οι επιχειρηματικοί όμιλοι μειώνουν τις επενδύσεις επειδή μειώνονται οι εξαγωγές και βεβαίως η εσωτερική κατανάλωση.
Η εξάρτηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης ή της επιβράδυνσης από την αυξομείωση των εξαγωγών, η ολοένα και πιο βαθιά καπιταλιστική διεθνοποίηση στην παγκόσμια αγορά οφείλονται στην αλληλεξάρτηση των οικονομιών. Στην προκειμένη περίπτωση η επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας θα επιδρά αρνητικά και στην οικονομία της Ιαπωνίας. Αλλά οι εξαγωγές της Ιαπωνίας στην Κίνα αποτελούν το 18,3% του συνόλου των εξαγωγών της. Επομένως, μάλλον μειώνονται οι εξαγωγές της και σε άλλα καπιταλιστικά κράτη. Πράγματι, μέσα στο Σεπτέμβρη η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας αποφάσισε να αφήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, προειδοποιώντας ότι οι εξαγωγές της χώρας πλήττονται από την επιβράδυνση της ζήτησης στις αναδυόμενες οικονομίες, σύμφωνα με το «Ρόιτερς». Δεν πλήττεται, λοιπόν, μόνο από την Κίνα, αλλά από όλες τις αναδυόμενες οικονομίες. Αυτό είναι το ένα.
Το άλλο είναι η εσωτερική κατανάλωση. Δίνεται μια εξήγηση για τη μείωσή της. Εμείς να θυμίσουμε ότι ένα από τα μέτρα της κυβέρνησης Αμπε για την ενίσχυση της καπιταλιστικής ανάκαμψης, το οποίο μάλιστα θεωρήθηκε κεϋνσιανό, ήταν η αύξηση των μισθών, αλλά αυτή δόθηκε με δεδομένη την αύξηση του φόρου επί των πωλήσεων στο 8% από το 5% που ήταν μέχρι τον Απρίλη του 2014. Η αύξηση του φόρου έγινε για να αυξηθούν τα κρατικά έσοδα και να αντιμετωπιστεί η αποπληρωμή του τεράστιου κρατικού χρέους της Ιαπωνίας. Οι αυξήσεις των μισθών όχι μόνο δεν αντισταθμίζουν τις αυξήσεις τιμών των εμπορευμάτων λόγω αύξησης του φόρου, αλλά αυτή η σχέση αύξησης μισθών - τιμών δείχνει επιδείνωση του εργατικού εισοδήματος. Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 1,8% ετησίως, μόνο από την αύξηση του φόρου. Οι μισθοί αυξήθηκαν από 0,8% έως 1% το Φλεβάρη 2014 στις αυτοκινητοβιομηχανίες, μέχρι 2,6% οι κατώτατοι τον Ιούλη 2014. Να σημειωθεί ότι ο πληθωρισμός, με εξαίρεση τα φρέσκα τρόφιμα, είχε αυξηθεί τον Ιούλη του 2014 κατά 3,3%. Αρα, με συνυπολογισμού του πληθωρισμού, οι μισθοί μειώθηκαν κατά 1,4%. Διπλή μείωση λοιπόν.

Οι αξεπέραστες εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματος

Εχουμε ξαναπεί απ' αυτήν εδώ τη στήλη ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεράσει τις εσωτερικές του αντιφάσεις. Ετσι, η τάση για αύξηση του ποσοστού κέρδους των καπιταλιστών, τους ωθεί σε μείωση των μισθών, απόλυτη ή και σχετική, ως ένα μέσο διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ρίχνοντας τις συνέπειές της στην εργατική τάξη. Την ίδια ώρα αυτή η πραγματικότητα μειώνει την εσωτερική ζήτηση, την εσωτερική κατανάλωση. Στην πραγματικότητα, κάθε καπιταλιστής θα ήθελε οι μισθοί στη δική του επιχείρηση να ήταν αρκετά χαμηλοί και στις υπόλοιπες αρκετά μεγάλοι για να μπορεί να αυξάνει τις πωλήσεις του, άρα και τους τζίρους και τα κέρδη του. Ομως, όλοι σκέφτονται και δρουν με τους ίδιους αδυσώπητους νόμους του καπιταλισμού. Και βεβαίως όλοι θέλουν να γίνονται ολοένα και πιο ανταγωνιστικοί. Ενας παράγοντας είναι η μείωση μισθών. Ο άλλος είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτός ωθεί σε σχετική μείωση μισθών και σε ανεργία. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, οι εργαζόμενοι ωθούνται στη φτώχεια, αλλά ταυτόχρονα μειώνεται η εσωτερική κατανάλωση. Στην Ιαπωνία η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη λόγω του μεγάλου εξωτερικού χρέους, που δυσκολεύει τη διαχείριση της κρίσης και την έξοδο απ' αυτήν, σε όφελος του κεφαλαίου φυσικά.
Βεβαίως, η πραγματικότητα αυτή στην Ιαπωνία δεν είναι καινούργια. Για παράδειγμα, πολλά ζευγάρια αποφασίζουν να μην αποκτήσουν παιδιά λόγω της μεγάλης φορολογίας και των μικρών σχετικά μισθών εδώ και χρόνια. Στην Ιαπωνία είναι δύσκολο για τη γυναίκα να κρατήσει τη δουλειά της ενώ έχει παιδί, αφού δεν υπάρχει κρατική μέριμνα γι' αυτό, η κοινωνική πολιτική για τις εργαζόμενες γυναίκες είναι μηδενική. Ετσι, αρκετές επιλέγουν να μην κάνουν παιδιά για να συνεχίσουν να εργάζονται. Σύμφωνα με στοιχεία του 2012, το ποσοστό γονιμότητας βρίσκεται στα 1,39 παιδιά ανά γυναίκα.
Επίσης, περισσότερα από 10 εκατομμύρια άτομα ηλικίας μεταξύ 20 και 34 συνεχίζουν να ζουν με τους γονείς τους. Δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά να παντρευτούν και να δημιουργήσουν οικογένεια.
Ερευνα του υπουργείου Εργασίας της Ιαπωνίας το 2013 αποκάλυψε ότι οι εργαζόμενοι έπαιρναν μόνο 9 από τις 18,5 μέρες άδειας που δικαιούνται για διακοπές.
Ολ' αυτά απεικονίζουν ένα καθεστώς που έχουν επιβάλει τα μονοπώλια, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητά τους ενώ οι εργαζόμενοι εξαναγκάζονται να υποκύψουν και λόγω μισθών που δεν αρκούν για να ζήσουν, αλλά και εργασιακής ανασφάλειας λόγω ανεργίας.

Συμπέρασμα

Η πολιτική χαλάρωσης των Κεντρικών Τραπεζών δεν φτάνει για να οδηγήσει σε ανάκαμψη τις καπιταλιστικές οικονομίες. Δηλαδή, το φτηνό χρήμα για δανεισμό δεν φτάνει από μόνο του, δεν είναι ικανή προϋπόθεση για επενδύσεις. Η παραγωγή πρέπει να πραγματοποιείται στην αγορά. Και αυτή η προϋπόθεση δεν υπάρχει σε τέτοιο βαθμό που να ωθεί σε επενδύσεις και καπιταλιστική ανάκαμψη.
Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι επίσης πολιτική χαλάρωσης μέσω δανεισμού ομολόγων και παροχής φτηνού χρήματος, όπως και της Κεντρικής Τράπεζας της Ιαπωνίας. Και οι οικονομίες της Ευρωζώνης και της ΕΕ αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα.
Ετσι, παρά τη μικρή ανάκαμψη της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τη Γιούροστατ, κατά 0,4% του ΑΕΠ στο δεύτερο τρίμηνο του 2015, σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του ίδιου χρόνου και κατά 1,5%, του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ εκτιμά ότι «η προβλεπόμενη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη δεν είναι επαρκής», ενώ ο Μάριο Ντράγκι εφιστά «προσοχή στους κινδύνους που υπάρχουν από την επιβράδυνση των λεγόμενων αναδυόμενων οικονομιών», λέγοντας ότι η ποσοτική χαλάρωση από την ΕΚΤ, μέσω δανεισμού ομολόγων, δεν αρκεί για να συμβάλει στην καπιταλιστική ανάκαμψη. Ταυτόχρονα, «η ΕΚΤ δεν μπορεί πλέον να προσβλέπει στην εγχώρια ζήτηση ως παράγοντα που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών. Εκφράζει, αντιθέτως, ανησυχία για τη διαφαινόμενη επιδείνωση στην παγκόσμια οικονομία, όπως άφησε να εννοηθεί ο επικεφαλής του οικονομικού της επιτελείου, Πίτερ Πρατ. Ο δε οικονομολόγος της Μπενουά Κερέ προειδοποίησε πως "έχουν αποδυναμωθεί" οι προοπτικές ανάπτυξης της Ευρωζώνης» («Καθημερινή» 22/9/2015).
Το πρόβλημα της εσωτερικής ζήτησης είναι υπαρκτό μέχρι και στη Γερμανία. Να θυμίσουμε τους 7,5 εκατομμύρια εργαζόμενους με 400 ευρώ το μήνα (μίνι τζομπς). Το γερμανικό ΑΕΠ είχε αύξηση στο β' τρίμηνο του 2015 κατά 0,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, σύμφωνα με ανακοίνωση της Στατιστικής Υπηρεσίας της Γερμανίας, με τις εξαγωγές να είναι ο βασικός μοχλός αύξησής του, και κατά 1,6% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, αλλά με την εσωτερική κατανάλωση να έχει μικρότερη συμβολή συγκριτικά με τις εξαγωγές, γεγονός που εξηγείται, όπως και στην Ιαπωνία.
Πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για τη Γερμανία αναφέρει: «Στη Γερμανία σχεδόν το 40% των εργαζομένων είχε το 2013 "άτυπες" θέσεις εργασίας, κερδίζοντας μόνο το 56% του ετήσιου εισοδήματος ενός τακτικού υπαλλήλου. Οι φτωχοί εργαζόμενοι είναι πλέον η νέα πραγματικότητα η οποία θυμίζει συνθήκες του 19ου αιώνα. Η ανισότητα, που χαρακτηρίζει τις οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών, φρενάρει και την ανάπτυξη» («Ημερησία», 20/9/2015).
Υπάρχει το ερώτημα: Η αύξηση του εργατικού, του λαϊκού εισοδήματος θα έφερνε καπιταλιστική ανάκαμψη; Οπως είπαμε πιο πάνω, αυτή η αύξηση μειώνει το ποσοστό κέρδους των επιχειρηματικών ομίλων, επομένως αντιβαίνει στην ανταγωνιστικότητα. Γι' αυτό και οι καπιταλιστές με τις κυβερνήσεις τους εφαρμόζουν παντού αναδιαρθρώσεις που κάνουν ολοένα φτηνότερη την εργατική δύναμη. Φαύλος κύκλος δηλαδή, όπως ο φαύλος κύκλος της κρίσης. Που επειδή είναι σχεδόν γενικευμένη διεθνώς και σε συνδυασμό με τα μεγάλα κρατικά χρέη, δυσκολεύουν τη διαχείρισή της έτσι ώστε να επέλθει καπιταλιστική ανάκαμψη χωρίς κινδύνους επιστροφής σε κρίση. Αλλωστε, φιλολαϊκή διέξοδος από την κρίση εντός του καπιταλισμού δεν μπορεί να υπάρξει. Επομένως, για την εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, η διέξοδος βρίσκεται στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, για την εργατική εξουσία και τη λαϊκή οικονομία.

Λ




.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου