Τα ΚΚ, το αστικό κοινοβούλιο κι οι αστικές κυβερνήσεις
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το εισαγωγικό σημείωμα της κομεπ στο αφιέρωμα που έχει τον τίτλο της ανάρτησης και μπορείτε να το βρείτε στο τρέχον τεύχος της κομεπ. Η αντιγραφή και η αναδημοσίευση του αποσπάσματος έχει ως σκοπό να παρακινήσει τον αναγνώστη να αγοράσει και κυρίως να μελετήσει τα κείμενα του αφιερώματος και του τεύχους συνολικά.
Η συγκυρία των τελευταίων χρόνων έφερε στην επιφάνεια την πίεση προς το ΚΚΕ για συμμετοχή ή στήριξη αστικής κυβέρνησης, δηλαδή κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού. Φυσικά παρόμοιες λογικές είχαν επίδραση στον περίγυρο του ΚΚΕ και τα προηγούμενα χρόνια, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πίεση για ανοιχτή ή καλυμμένη συμπόρευση με το ΠΑΣΟΚ ή για άμβλυνση της κριτικής απέναντί του «για να μην έρθει η δεξιά (η ΝΔ) στην εξουσία».
Ωστόσο, αυτή η πίεση αυξήθηκε απότομα και εκφράστηκε με πιο καθαρή κι οξυμένη μορφή από τη στιγμή που τέθηκε ζήτημα «αριστερής διακυβέρνησης» του καπιταλισμού, στα πλαίσια της γενικότερης αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού. Σε αυτές τις συνθήκες αναπτύχθηκε η αντίληψη ότι μια ενδεχόμενη κυβέρνηση με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αξιοποιηθεί προς όφελος του λαού.
Η στήριξη αυτής της λογικής έχει φυσικά πολλές αποχρώσεις. Ξεκινώντας από διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες, διάφορα κόμματα, παράγοντες, μηχανισμοί καταλήγουν –περισσότερο ή λιγότερο καθαρά- να προβάλλουν αυτή την προοπτική ως ελπιδοφόρα για το λαό. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια αλυσίδα ετερόκλητων κρίκων, η οποία αξιοποιείται για την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού. Αυτή η αλυσίδα ξεκινά από την πιο καθαρή διατύπωση της θέση ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού αν οι κυβερνητικοί και υπουργικοί θώκοι καταληφθούν από «αριστερούς» πολιτικούς, περνάει μέσα από την αξιοποίηση της –διαχρονικής για την αστική δημοκρατία- λογικής του «μικρότερου κακού» και φτάνει μέχρι την επιχειρηματολογία διάφορων οπορτουνιστικών σχημάτων τα οποία φραστικά απορρίπτουν κάθε συμμετοχή ή στήριξη μιας τέτοιας κυβέρνησης, την ίδια στιγμή που όλη η δραστηριότητα και όλη η επιχειρηματολογία τους υπηρετεί αντικειμενικά ακριβώς αυτή την εξέλιξη (στάση τους στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις τοπικές εκλογές, στο περιεχόμενο και την ιεράρχηση των συνθημάτων τους κλπ).
Η δραστηριότητα και επιχειρηματολογία του οπορτουνισμού είναι και η πιο επικίνδυνη για το κίνημα για δύο λόγους: πρώτον, γιατί δρα στο εσωτερικό του και προσπαθεί να το ρυμουλκήσει στα γρανάζια των ενδοαστικών οικονομικών και πολιτικών αντιθέσεων και δεύτερον, γιατί ντύνει τη συμβιβαστική πολιτική με επαναστατική «προβιά», καθιστώντας την πιο δυσδιάκριτη. Τέτοιου είδους «προβιά» αποτελούν τα πολυποίκιλα «μεταβατικά προγράμματα», κοινό στοιχείο των οποίων αποτελεί η ρητή ή άρρητη αποδοχή της θέσης περί αταξικότητας των αστικών θεσμών (κοινοβούλιο, κυβέρνηση κλπ) και κατ’ επέκταση περί της δυνατότητας αξιοποίησης των αστικών θεσμών για τη σύγκρουση με το κεφάλαιο.
Σήμερα το ΚΚΕ δρα σε αυτές τις αντικειμενικά σύνθετες συνθήκες έχοντας σταθερή «πυξίδα», σταθερό προσανατολισμό στην κατεύθυνση διεύρυνσης και πολιτικοποίησης της εργατικής πρωτοπορίας, στην κατεύθυνση συγκέντρωσης δυνάμεων για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Έχει επίγνωση ότι η πραγμάτωση αυτού του καθήκοντος περνάει μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες των ενδοαστικών αντιθέσεων, ότι προϋποθέτει την πάλη για τη διατήρηση της πολιτικής ανεξαρτησίας του πολιτικού εργατικού κινήματος απ’ όλες τις πλευρές της αστικής πολιτικής.
Το ΚΚΕ είναι σήμερα εξοπλισμένο ιδεολογικά και πολιτικά για να ανταποκριθεί στα σύνθετα καθήκοντα που θέτει η σημερινή πολιτική πάλη. Αυτός ο εξοπλισμός έχει στέρεα θεμέλια αφού, μεταξύ άλλων, εδράζεται και στην επεξεργασία της εμπειρίας του ελληνικού και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αντλώντας από αυτή πολύ σημαντικά συμπεράσματα. Την «καρδιά» αυτών των συμπερασμάτων την έχει ενσωματώσει στο Πρόγραμμά του, το οποίο καθοδηγεί την καθημερινή του δράση.
Σημαντικό μέρος της μελέτης της παραπάνω εμπειρίας αποτελεί η παρακολούθηση της συζήτησης που πολλές φορές αναπτύχθηκε στο εσωτερικό του πολιτικού εργατικού κινήματος γύρω από το ζήτημα της συμμετοχής του σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού. Η συζήτηση αυτή τροφοδοτήθηκε άλλωστε αρκετές φορές στο παρελθόν από τις ίδιες τις εξελίξεις, τέθηκε από την ίδια τη ζωή ως σύνθετο ζήτημα που χρειάζεται θεωρητική επεξεργασία. Η απάντηση που έδωσε το πολιτικό εργατικό κίνημα στην ιστορική του διαδρομή δεν ήταν ενιαία, ούτε σε θεωρητικό ούτε σε πρακτικό επίπεδο.
Φυσικά η ιστορική μελέτη πρέπει να παίρνει πάντα υπόψη της ότι τόσο οι αντικειμενικές συνθήκες μέσα στις οποίες έμπαινε κάθε φορά το συγκεκριμένο ζήτημα, όσο και το κατακτημένο επίπεδο ωρίμανσης του πολιτικού εργατικού κινήματος σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή δημιουργούσαν περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκές προϋποθέσεις για την αποκάλυψη της ουσίας του. Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται αφενός στην προσαρμογή των σχετικών τοποθετήσεων κομμάτων αλλά και ηγετικών προσωπικοτήτων του πολιτικού εργατικού κινήματος, αφετέρου στη μεγαλύτερη ή μικρότερη σαφήνεια, τη μεγαλύτερη ή μικρότερη αντιφατικότητα των τοποθετήσεών τους.
Ενδεικτικό είναι και το ενδιαφέρον που έδειξε ο ίδιος ο Λένιν στη μελέτη των ζητημάτων που σχετίζονται με την ταξική ουσία του κράτους και των μηχανισμών του, μελέτη που αναπτυσσόταν παράλληλα με το αντικείμενό της τόσο στην χώρα του, τη Ρωσία, όσο και στη Δυτική Ευρώπη. Φυσικά το πολιτικό εποικοδόμημα της Ρωσίας, απ’ όπου εκκινούσε όλη η ανησυχία του, δεν ήταν αυτό που μπορούσε αντικειμενικά να θέσει το ζήτημα στην πιο καθαρή του μορφή. Η τσαρική εξουσία, τα ανύπαρκτα μέχρι το 1907 και πολύ ανώριμα και ασταθή κοινοβουλευτικά εγχειρήματα της τσαρικής εξουσίας την περίοδο 1907-1917 και γενικότερα η μεγάλη ρευστότητα του πολιτικού εποικοδομήματος στη Ρωσία εκείνη την περίοδο τροφοδοτούσαν απόψεις, προβληματισμούς, σκέψεις σχετικά με τη δυνατότητα του πολιτικού εργατικού κινήματος να αξιοποιήσει αυτή τη ρευστότητα, ακόμα και μέσω της βραχύχρονης στήριξης κυβέρνησης σε συγκεκριμένες συνθήκες προς όφελος της εμβάθυνσης της επαναστατικής διαδικασίας. Στοιχεία αυτού του προβληματισμού περιέχονταν ακόμα και στην παλιά στρατηγική αντίληψη των μπολσεβίκων περί «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» και τη σχετική αντιπαράθεση στο εσωτερικό του κόμματος.
Ωστόσο η ανησυχία του Λένιν για αυτά τα ζητήματα ήταν συνεχής και αναπτυσσόταν παράλληλα με την εξάλειψη ή υποχώρηση κάποιων ιδιαιτεροτήτων του ρωσικού πολιτικού εποικοδομήματος. Αυτή η διαδικασία έφτασε στην ωριμότητά της το διάστημα από τον Απρίλη του 1917 (οπότε και επέστρεψε στη Ρωσία ο Λένιν) μέχρι το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, όπου στις συνθήκες της αστικής Προσωρινής Κυβέρνησης –η οποία είχε πιο καθαρά αστικοδημοκρατικά χαρακτηριστικά- το ζήτημα τέθηκε με πιο καθαρό τρόπο και σε άμεση σύνδεση με τη νέα στρατηγική που χάραξε ο Λένιν τον Απρίλη, σύμφωνα με την οποία ο χαρακτήρας της επανάστασης θα ήταν σοσιαλιστικός, χωρίς καμία ενδιάμεση πολιτική κατάσταση. Αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε με την έκδοση του «Κράτος και Επανάσταση» αυτήν ακριβώς την περίοδο, όπου τεκμηριώνονται τα βασικά του συμπεράσματα πάνω στο ζήτημα: ο ταξικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας και των επιμέρους μηχανισμών της, η αδυναμία αξιοποίησής τους για το πέρασμα στην αταξική κοινωνία, η ανάγκη τσακίσματος αυτού του μηχανισμού.
Είναι ακριβώς μέσα σε αυτή την περίοδο, το καλοκαίρι του 1917, όταν σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Η επανάσταση διδάσκει όλες τις τάξεις με μια ταχύτητα και βάθος που είναι άγνωστες στους συνηθισμένους, ειρηνικούς καιρούς. Οι καπιταλιστές, καλύτερα οργανωμένοι, πιο έμπειροι στο έργο της ταξικής πάλης και της πολιτικής, διδάχτηκαν πιο γρήγορα από τους άλλους. Βλέποντας ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να κρατηθεί, κατέφυγαν σε μια μέθοδο, που μετά το 1848 την εφάρμοζαν ολόκληρες δεκαετίες οι καπιταλιστές των άλλων χωρών, για να ξεγελούν, να διαιρούν και να αδυνατίζουν τους εργάτες. Η μέθοδος αυτή είναι η λεγόμενη κυβέρνηση «συνασπισμού» δηλαδή μια κοινή ενωμένη κυβέρνηση, αποτελούμενη από την αστική τάξη και τους λιποτάκτες του σοσιαλισμού [...]
«Η επανάσταση διδάσκει όλες τις τάξεις με μια ταχύτητα και βάθος που είναι άγνωστες στους συνηθισμένους, ειρηνικούς καιρούς. Οι καπιταλιστές, καλύτερα οργανωμένοι, πιο έμπειροι στο έργο της ταξικής πάλης και της πολιτικής, διδάχτηκαν πιο γρήγορα από τους άλλους. Βλέποντας ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να κρατηθεί, κατέφυγαν σε μια μέθοδο, που μετά το 1848 την εφάρμοζαν ολόκληρες δεκαετίες οι καπιταλιστές των άλλων χωρών, για να ξεγελούν, να διαιρούν και να αδυνατίζουν τους εργάτες. Η μέθοδος αυτή είναι η λεγόμενη κυβέρνηση «συνασπισμού» δηλαδή μια κοινή ενωμένη κυβέρνηση, αποτελούμενη από την αστική τάξη και τους λιποτάκτες του σοσιαλισμού [...]
Οι «σοσιαλιστές» ηγέτες, μπαίνοντας στην κυβέρνηση της αστικής τάξης αποδείχνονταν κατά κανόνα ανδρείκελα, μαριονέτες, προκάλυμμα για τους καπιταλιστές, όργανο εξαπάτησης των εργατών...
Οι βλάκες των κομμάτων των εσέρων και των μενσεβίκων πανηγύριζαν, λούζονταν με αυταρέσκεια στην ακτινοβολία της υπουργικής δόξας των αρχηγών τους. Οι καπιταλιστές έτριβαν τα χέρια από ικανοποίηση, εφόσον είχαν αποκτήσει στο πρόσωπο των «αρχηγών των Σοβιέτ» βοηθούς ενάντια στο λαό, εφόσον πήραν την υπόσχεση απ’ αυτούς ότι θα υποστηρίζουν τις «επιθετικές επιχειρήσεις στο μέτωπο», δηλ. την επανάληψη του ιμπεριαλιστικού, ληστρικού πολέμου που είχε σταματήσει. Οι καπιταλιστές ήξεραν ότι οι υποσχέσεις της αστικής τάξης –σχετικά με τον έλεγχο, ακόμα και με την οργάνωση της παραγωγής, σχετικά με την πολιτικής της ειρήνης κτλ–ποτέ δε θα εκπληρωθούν.
Έτσι και έγινε [...] οι καπιταλιστές εξακολουθούσαν να δυναμώνουν. Σε αυτό το διάστημα δεν έγινε στην πραγματικότητα τίποτε, απολύτως τίποτε, για να μπει χαλινάρι στους καπιταλιστές. Οι λιποτάχτες του σοσιαλισμού που έγιναν υπουργοί, αποδείχτηκαν πολυλογάδες, που είχαν αποστολή να περισπούν την προσοχή των καταπιεζόμενων τάξεων, ενώ όλος ο κρατικός διοικητικός μηχανισμός στην πραγματικότητα έμενε στα χέρια της γραφειοκρατίας (της υπαλληλίας) της αστικής τάξης».
(Λένιν, Άπαντα, τ. 34, σελ 62-64)
Την ίδια περίοδο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε η αστική τάξη αυτές τις υπουργοποιήσεις: «Την ίδια εποχή και ένας αστικός πολιτικός, ο Πάβελ Μιλιουκόφ, με την πείρα της τάξης του, πολύ εύστοχα διαπίστωνε: «Αυτά τα πρόσωπα μιας και υπουργοποιήθηκαν δεν είναι πια ηγέτες των επαναστατών... Τώρα χρειάζεται να αποκηρύξουν οριστικά –δε λέω την επαναστατική φρασεολογία, ο τρόπος έκφρασης ας μείνει, ό,τι θέλουν- μα την επαναστατική ιδεολογία».
(Συλλογικό: «Οκτώβρης 1917. Η πορεία των μπολσεβίκων προς τη νίκη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ 103).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου