Το τι έχει σούρει όλες αυτές τις μέρες στον αγροτόκοσμο ο κυβερνητικός εσμός και ο κραταιός διαδικτυακός του μηχανισμός είναι γνωστό και χιλιομασημένο: επιδοτήσεις, καγιέν, μπούκοβο, συντεχνία, φοροφυγάδες, άξεστοι, χωριάταροι και ακροδεξιοί. Γενικώς οι αγρότες τ' άκουγαν ταυτόχρονα γιατί αρνούνταν να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου, αλλά κι επειδή τα έχουν κάνει πλακάκια από πριν και κατεβαίνουν για το θεαθήναι, πολλές φορές από τα ίδια άτομα, που δανείζονταν επιχειρήματα κατά περίπτωση, από κει κι από εδώ (σαν το βουλευτή στο χωριό).
Κάποιοι αναρχικοί του τουίτερ (δηλ του κώλου, γιατί οι λογαριασμοί στο τουίτερ είναι σαν τις κωλοτρυπίδες, κι ο καθένας μπορεί να έχει έναν ή και περισσότερους καμιά φορά, για να κάνει αλλαξοκωλιές και προπαγάνδα), όπου -εκεί κι αν- είσαι ό,τι δηλώσεις, ξένιζαν με τον εθνικό ύμνο και τις ελληνικές σημαίες, σα φετιχιστές που εκλαμβάνουν τη μορφή για περιεχόμενο. Αλλά οι αγρότες απέδειξαν σε διάφορους κλεφτοπολεμιστές, με πέτρες και κουκούλες, τι πάει να πει πραγματική σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής και πώς μπορείς ακόμα και να τους πάρεις στο κυνήγι, όπως έκαναν στο "Αστερίξ στην Κορσική" οι ντόπιοι με τους Ρωμαίους.
Κάποιοι άλλοι ανακάλυψαν τη χαμένη γοητεία της ιδεολογικής καθαρότητας ή προχωρούσαν σε συμψηφισμούς, για να νομιμοποιήσουν το δικό τους συναγελασμό με τους φασίστες και τους ελληνοσούπερμαν των πλατειών, προ πενταετίας. Με τη διαφορά πως τότε ήταν ένα ασκέρι-συνονθύλευμα, κάτι σαν ακομμάτιστοι-αλκοολικοί που στη μέθη της αμεσοδημοκρατίας ξεχνούσαν την πολιτική τους ταυτότητα: είμαι ό,τι φαίνομαι, σαν την ηλικία μου. Ενώ εδώ είναι ένας κλάδος που αγωνίζεται και διεκδικεί, είκοσι μερόνυχτα στα μπλόκα και όχι μόνο Κυριακές και απογεύματα, που δεν πειθαρχεί πολύ εύκολα και κουβαλά εμφανώς τις αυταπάτες του, αλλά μαθαίνει να συντονίζεται και να οργανώνεται, σπάζοντας εδραιωμένες αντιδραστικές αντιλήψεις χρόνων.
Με άλλα λόγια, διαπαιδαγωγείται, κι αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά από τις όποιες πλατείες. Χώρια ότι εδώ οι φασίστες δε βρίσκουν βήμα, αλλά τους παίρνει σηκωτούς η περιφρούρηση.
Το θέμα δεν είναι αν οι αγρότες δικαιώνουν ή όχι τα (εν πολλοίς απλοϊκά και ανόητα) στερεότυπα που μπορεί να 'χει στο μυαλό του ο κάθε μπαρουτοκαπνισμένος αντάρτης πόλης. Αλλά να δώσουμε το χέρι μας σε όποιον σηκώνεται και να το βοηθήσουμε να μείνει όρθιος, χωρίς να προεξοφλούμε την πτώση του.
Η κυβέρνηση πάλι δεν είχε τέτοιους προβληματισμούς και αντιμετώπισε τους αγρότες καθαρά σαν ζώα (μέχρι να τους μαντρώσει στο τραπέζι του διαλόγου, να παζαρέψουν τους όρους της σφαγής τους). Τους έλουσε με χημικά στο Χαϊδάρι (γιατί τελείωσαν τα βάγια) όπου η δημοτική αρχή ετοιμαζόταν για την υποδοχή τους, κράτησε με το έτσι θέλω κάμποσους εγκλωβισμένους, μακριά από το κέντρο της Αθήνας, αναγκάζοντας κάποιους να φτάσουν εκεί με τα πόδια, περπατώντας καμιά δεκαριά χιλιόμετρα! Τους κορόιδευε, με τα αστυνομικά όργανα της (κυρίαρχης) τάξης και τους έκανε κύκλους, γιατί τους θεωρεί ηλίθιους, τους βάφτισε χρυσαυγίτες για να τους ψεκάσει με κάποιο πρόσχημα ανερυθρίαστα. Έβαλε τους ασφαλίτες να σκαρώσουν φτηνές προβοκάτσιες. Πόνταρε στον κοινωνικό αυτοματισμό που καλλιεργούσε συστηματικά τις τελευταίες μέρες.
Αλλά ηττήθηκε κατά κράτος από άποψη ουσίας κι εντυπώσεων, με τη μαζική κάθοδο των αγροτών από κάθε γωνιά της Ελλάδας, ακόμα και από τα προπύργια της ΝΔ, που είχαν αυτά διαρροές, αντί να καταφέρουν να διασπάσουν το αγωνιστικό μέτωπο.
Στην πλατεία Βάθη, έξω από του Υπουργείο, ένας κοψοχέρης αγρότης (γιατί έχει και τα όριά της η πλάκα πως αυτοί που κατέβηκαν είναι ακροδεξιοί και φασίστες, ειδικά για τους Θεσσαλούς και τους Κρητικούς), έλεγε σε μια κάμερα την περιπέτειά του και κατέληξε για τους κυβερνητικούς πως είναι μεγάλες πουτάνες.
Η λέξη που έψαχνε στην πραγματικότητα είναι "μεγάλοι πασόκοι", από τους πιο γλιτσερούς του είδους, με όλη τη γκάμα από το σοσιαλδημοκρατικό οπλοστάσιο. Με τη διαφορά πως στο ΠαΣοΚ και την παλιά σοσιαλδημοκρατία μπορεί να συναντούσες κάποια τίμια, αξιόλογα στοιχεία, ενώ εδώ όχι. Είναι σχεδόν όλοι άθλια υποκείμενα, με έμμισθο προσωπικό συμφέρον.
Από τη χτεσινή γεμάτη μέρα, που θα τη θυμόμαστε για καιρό, ξεχωρίζω για σχολιασμό τρία σημεία-σκηνικά.
-Τη στιγμή που μπήκαν στην Ομόνοια τα τρακτέρ, με τον Μπούτα κι άλλους σφους να αποθεώνονται σα ροκ-σταρ σε συναυλία, που ανεβαίνουν στη σκηνή, τις κόρνες πατημένες να ακούγονται δαιμονισμένα, τα μάτια δακρυσμένα, τα πνευμόνια να γεμίζουν αέρα και να βγάζουν αλαλαγμούς, πολεμικές ιαχές, άναρθρες κραυγές και επιφωνήματα άγριας χαράς: Εεεεε - Ααααα... Πανζουρλισμός, ενθουσιασμός, φλόγα που καίει και δύσκολα περιγράφεται ή μεταδίδεται, σε όποιον δεν ήταν μπροστά, αυτόπτης μάρτυρας, σαν τον Τραμπάκουλα με τη μαγκούρα του.
-Κατσούνα ρε χαμένε, α χαμένε. Κατσούνα λέμε.
-Το μεσημεριανό σόου των επιστημόνων (γιατρών, δικηγόρων, κτλ) με τη μουσική διαμαρτυρία "οι γραβάτες τραγουδούν για το ασφαλιστικό", μια κόκκινη γραβάτα φορεμένη στο μικρόφωνο, τη χoρωδία του ΔΣΑ (ένα φωνήεν κι ένα σύμφωνο Βαρσοβίας μακριά από τον ΔΣΕ) κι ένα κοστουμαρισμένο ασπρομάλλη να κάνει το μαέστρο, να γυρνάει προς το κοινό και να το ζει λες και ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης.
Σώπα όπου να 'ναι θα ανεμίσουν οι γραβάτες.
Μόνο "πολεμάμε και τραγουδάμε" που δεν είπανε.
Και στο καπάκι, ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου να χαιρετά και να υποκλίνεται σε κάποιον που είχε τη γαλανόλευκη σημαία της Μάνης, Νίκη ή Θάνατος. Κι ύστερα μου λες για τους αμόρφωτους αγρότες...
-Και τέλος η απώθηση (το λες και τσάκισμα) των (εμφανώς) χρυσαυγιτών, που αρχικά το έπαιζαν εκπρόσωποι μπλόκου, για να πάρουν νταβατζιλίκι το λόγο, κι αφού γκρίνιαζαν για το καλλιτεχνικό πρόγραμμα, "τα πεθαμενατζίδικα που μας βάλατε" και το Μαργαρίτη ("αν ήθελα να τον ακούσω, πήγαινα στα μπουζούκια"), ανέβηκαν προς το τέλος στην εξέδρα, χωρίς μικρόφωνο. Αλλά η περιφρούρηση τους σκέπαζε με συνθήματα, κι αφού δεν έπαιρναν από φωνές, τους πήρε και τους κατέβασε, παραμάζωμα.
Αλλά τις πιο ωραίες στιγμές και το πιο παλλαϊκό συλλαλητήριο δεν το ζήσαμε ακόμα. Όλοι στους δρόμους, όλοι στον αγώνα!
Aπο το "Σφυροδρέπανο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου