απο το aristeripolitiki
Αναμνήσεις από τις πρώτες μέρες της δικτατορίας του ΄67
Στους αφανείς συντρόφους…
Η σύλληψη
Η ζωή κρεμόταν από μια κλωστή. Είπα, «τώρα θα πυροβολήσει»! Δεν το έκανε. Ο ασφαλίτης στεκόταν πίσω και πλάι σε απόσταση ασφαλείας και με σημάδευε μέσα από την καμπαρτίνα του. Κουνώντας το χέρι του μου λέει: «Ακίνητος! Τα χέρια μακριά από τις τσέπες. Προχώρα προς τα πάνω». Το «πάνω» ήταν ο δρόμος προς το Τμήμα Χωροφυλακής πάνω από τη Μητρόπολη, την εκκλησία των Ταξιαρχών. «Θα με σκοτώσετε;» ρωτάω τρεμουλιαστά ενώ τα πόδια μου μόλις με κρατούσαν. «Πολλά λες, προχώρα και μη μιλάς» λέει και γελάει ειρωνικά σαν σφήκα. Μ’ έζωσαν τα φίδια και οι φόβοι. Προχωρήσαμε, δεν έγινε τίποτα και όταν ανοίγοντας τη κεντρική αίθουσα του Τμήματος αντίκρισα δεκάδες άλλους κρατουμένους κατάχαμα, μου έφυγε ένας στεναγμός ανακούφισης. Γλίτωσα, δεν ήμουν μόνος μου.
Ήταν η δεύτερη μέρα της δικτατορίας, Σάββατο 22.4.1967. Τριγύριζα κυνηγημένος και χαμένος στους δρόμους και τις οικοδομές των Σερρών μην ξέροντας που να πάω. Στο σπίτι μου έκαναν επτά φορές έφοδο για να με πιάσουν. Εκεί κοντά στην πλατεία Ελευθερίας (τι όνομα, τι μέρα! ) με βρήκε ο ασφαλίτης και έκανα χρόνια να την ξαναδώ!