απο το : die3odos.
Άνοιξε, λέει, η πόρτα και μπήκε μέσα στο σπίτι η γυναίκα που είχε εξαφανιστεί από μέρες. Μπήκε μέσα βρώμικη, γδαρμένη, ματωμένη, μελανιασμένη, με σχισμένα ρούχα κι έπεσε λαχανιασμένη στον καναπέ βογκώντας με λυγμούς. Ο άντρας της έτρεξε αλλόφρων από την ανησυχία να της δώσει τις πρώτες βοήθειες, κι όταν ησύχασαν κάπως, τη ρώτησε τι της συνέβη.
– Ε, του λέει αυτή, τι να συνέβη, εκεί που πήγαινα μ’ αρπάζει μια συμμορία, με πάει σ’ ένα μέρος και μ’ αρχίζει ο ένας από ‘δω, ο άλλος από ‘κεί, πότε ένας-ένας, πότε όλοι μαζί, αδιάκοπα όλες αυτές τις μέρες, ώσπου στο τέλος με παρατήσανε σε μια ερημιά και κατάφερα να συρθώ μέχρι εδώ.
– Αγάπη μου τι τράβηξες, της λέει αυτός. Ευτυχώς, όμως, όλα αυτά πέρασαν πιά.
– Μα τι λες, αντρούλη μου, εχω να πάω κι αύριο.
***