Aπο το Σφυροδρεπανο
Η θέση για τον ιμπεριαλισμό, ως εποχής του αντιδραστικού πλέον μονοπωλιακού καπιταλισμού, με ενιαία χαρακτηριστικά για όλα τα κράτη που έχουν περάσει στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού και είναι ενταγμένα στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, είτε είναι ασθενέστερα είτε ισχυρότερα, είναι βασική στη λενινιστική προσέγγιση.
Πρόκειται για ενιαία γνωρίσματα που αφορούν την κυριαρχία των μονοπωλίων, των ισχυρών μετοχικών εταοριών και την όξυνση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, το σχηματισμό του χρηματιστικού κεφαλαίου, την αύξηση της σημασίας της εξαγωγής κεφαλαίου σε σχέση με την εξαγωγή εμπορευμάτων, την πάλη για το ξαναμοίρασμα των αγορών και των εδαφών μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών όπου εδρεύουν μονοπωλιακοί όμιλοι με μεγάλα μερίδια στην καπιταλιστική αγορά.
Ο Λένιν δίνει έμφαση στην ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού και στις επιπτώσεις της στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Η ενίσχυση της τάσης εξαγωγής κεφαλαίου επιταχύνει την ανάπτυξη του καπιταλισμού στις χώρες που κατευθύνεται και με ορισμένες άλλες προϋποθέσεις, που αφορούν κυρίως τις δυνατότητες εσωτερικής συσσώρευσης και τη μεταφορά των τεχνολογικών εξελίξεων, συμβάλλει σε ορισμένη αλλαγή συσχετισμού μεταξύ κρατών στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, ως αποτέλεσμα της ανισόμετρης ανάπτυξης.
Η επίδραση της ανισόμετρης ανάπτυξης
Στο ζήτημα της ανισόμετρης ανάπτυξης, ο Λένιν αντιπαλεύει την οπορτουνιστική θέση του Κάουτσκι πως η ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας διεθνώς οδηγεί στον υπεριμπεριαλισμό, σε μια τόσο μεγάλη αλληλεξάρτηση των συμφερόντων των αστικών τάξεων των διάφορων χωρών, ώστε να αποτελεί μονόδρομο η ειρηνική επίλυση των διαφορών τους, η σύναψη ιμπεριαλιστικών συμφωνιών που οδηγούν στο σχηματισμό μιας ενιαίας, ειρηνικής, οργανωμένης, παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.
Μια σειρά θεωρητικές και πολιτικές επεξεργασίες στις μέρες μας επαναφέρουν στην ουσία τον πυρήνα της οπορτουνιστικής αντίληψης του Κάουτσκι (πχ παγκοσμιοποίηση, αυτοκρατορία), με την επίκληση ορισμένων υπαρκτών τάσεων.
Ως σύγχρονα χαρακτηριστικά ενός δήθεν νέου ιστορικού σταδίου του καπιταλισμού, σε σχέση με την περίοδο του ιμπεριαλισμού, προβάλλονται η διεύρυνση της ισχύος των εταιριών με πολυεθνική μετοχική σύνθεση, ο μεγαλύτερος ρυθμός ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου, η διεύρυνση των αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών.
Στην πραγματικότητα όλα αυτα τα φαινόμενα αντανακλούν τη γενική τάση διεθνοποίησης της παραγωγής, των επενδύσεων, της κίνησης των κεφαλαίων στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς. Όμως αυτή η τάση δεν μπορεί να αναιρέσει την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, ούτε μπορεί να ανατρέψει το γεγονός ότι το βασικό μέρος της αναπαραγωγής του κεφαλαίου διενεργείται στο πλαίσιο της εθνοκρατικής συγκρότησης της καπιταλιστικής οικονομίας. Πάνω σε αυτήν την αντιφατική αντικειμενική κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.
Οι όροι της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου των μονοπωλιακών ομίλων, των μετοχικών εταιριών, εξακολουθούν στο μεγαλύτερο μέρος τους να διαμορφώνονται στο πλαίσιο των εθνικών κρατών και των εκάστοτε διακρατικών ιμπεριαλιστικών συμμαχιών στις οποίες συμμετέχουν. Αυτό αφορά τους όρους φορολόγησης, δανειοδότησης, διαμόρφωσης των μισθών, δασμολογικής προστασίας, κρατικών επιδοτήσεων εξαγωγών, κρατικών επιχορηγήσεων και ενισχύσεων, τη σύναψη οικονομικών συμφωνιών-συμβάσεων του κάθε αστικού κράτους με άλλα κράτη ή ομάδες κρατών, προς όφελος των μονοπωλίων.
Παράλληλα, κάθε εθνικό αστικό κράτος αξιοποιεί την οικονομική πολιτική και στρατιωτική ισχύ του για τη στήριξη των εγχώριων μονοπωλιακών ομίλων του στο διεθνή ανταγωνισμό. Ανεξάρτητα από την πιθανή πολυεθνική μετοχική του σύνθεση, κάθε μονοπωλιακός όμιλος έχει δεσμούς αναφοράς με συγκεκριμένο αστικό κράτος και σχετικές ιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Σε τελευταία ανάλυση, η μετοχική ετααιρία αναπτύσσεται κυρίως στο πλάισιο του εθνοκρατικά συγκροτημένου καπιταλισμού και σε αυτό το αντικειμενικό έδαφος αποκτά τη δυνατότηα εξαγωγής μέρους των κεφαλαίων της. Το εθνικό αστικό κράτος παραμένει λοιπόν το βασικό όργανο διασφάλισης της οικονομικής κυραρχίας των μονοπωλίων, της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου σε ανταγωνισμό με αντίστοιχες διαδικασίες στα άλλα κράτη.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, παρά τη γενική ανοδική τάση της διεθνούς παραγωγής, του μέρους του Παγκόσμιου Ακαθάριστου Προϊόντος που προέρχεται από Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) σε χώρες υποδοχής, καθώς και του διεθνούς εμπορίου, μεγάλο μέρος της αναπαραγωγής του κεφαλαίου κάθε αστικής τάξης διενεργείται στο πλαίσιο της εγχώριας αστικής αγοράς κάθε αστικού κράτους. Η εγχώρια αγορά διατηρεί κυρίαρχο ρόλο για τη συσσώρευση κεφαλαίου ακόμα και στις ΗΠΑ, παρά την αύξηση της σημασίας των θυγατρικών επιχειρήσεων των πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων, με έδρα τις ΗΠΑ. Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη του Λένιν το 1915, όταν προλογίζοντας το σχεδτικό έργο του Ν. Μπουχάριν σημείωνε: "Δε χωράει αμφιβολία ότι η εξέλιξη γίνεται με κατεύθυνση προς ένα ενιαίο παγκόσμιο τραστ, που καταβροχθίζει όλες χωρίς εξαίρεση τις επιχειρήσεις και όλα χωρίς εξαίρεση τα κράτη. Η εξέλιξη όμως προχωρεί προς αυτήν την κατεύθυνση κάτω από τέτοιες συνθήκες, με τέτοιο ρυθμό, μέσα σε τέτοιες αντιθέσεις, συγκρούσεις και κλονισμούς -που δεν είναι καθόλου μόνο οικονομικοί, αλλά είναι και πολιτικοί, εθνικοί, κτλ, κτλ- έτσι που οπωσδήποτε πριν φτάσουν τα πράγματα σε ένα παγκόσμιο τραστ, πριν την "υπεριμπεριαλιστική" παγκόσμια ένωση των εθνικών χρηματιστικών κεφαλαίων, ο ιμπεριαλισμός θα πρέπει να χρεοκοπήσει αναπόφευκτα, ο καπιταλισμός θα μετατραπεί στο αντίθετό του".
Στις γραμμές του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος παραμένουν σήμερα ισχυρές μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις και επεξεργασίες που στην ουσία αντιλαμβάνονται τον ιμπεριαλισμό κυρίως ως αεξωτερική πολιτική, ως ξένη, εξωτερική εισβολή και επικυριαρχία ενός ισχυρότερου αστικού κράτους απέναντι σε ένα ασθενέστερο. Αυτές οι επεξεργασίες συχνά προβάλλουν τις υπαρκτές ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επιθέσεις και επεμβάσεις των πιο ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, τη διείσδυση ξένων μονοπωλίων για εκμετάλλευση και έλεγχο της αγοράς μιας χώρας ή μιας ευρύτερης περιοχής, αποσπασμένα από το κοινωνικό-οικονομικό περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού, ως τελευταίου, ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού.
Αυτές οι αντιλήψεις περιορίζουν το εργατικό κίνημα σε μια επιφανειακή καταδίκη των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και ταυτόχρονα προβάλλουν λαθεμένα τη δυνατότητα κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με αστικές δυνάμεις, με στόχο το ξεπέρασμα της καθυστέρησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας και την ουσιαστική κατάκτηση της εθνικής της ανεξαρτησίας. Έτσι, ο στόχος της αναβάθμισης της θέσης μιας καπιταλιστικής χώρας μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα προβάλλεται ως "αντιιμπεριαλιστικός", εμφανίζεται ως ριζοσπαστικός στόχος πάλης ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση, ενώ στην πραγματικότητα οδηγεί σην ταξική συνεργασία.
Για αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η προβολή της λενινιστικής θέσης σχετικά με το κοινωνικοοικονομικό περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού, ως μονοπωλιακού καπιταλισμού, ως αντιδραστικής εποχής του καπιταλισμού. Γι' αυτό χρειάζεται όχι μόνο συστηματική μελέτη, αλλά και ανάπτυξη της θεωρίας του ιμπεριαλισμού, του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Ο προβληματισμός σχετικά με τη "χούφτα" των ηγετικών καπιταλιστικών χωρών
Η προβολή των ενιαίων χαρακτηριστικών που αφορούν όλα τα αστικά κράτη στο σύγχρονο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα παρουσιάζεται σε ορισμένες αναλύσεις σε αντιπαράθεση με τη διατύπωση του Λένιν ότι στον ιμπεριαλισμό μια χούφτα μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις κλέβουν, λεηλατούν τους υπόλοιπους λαούς κι επιβάλλουν ανισότιμες σχέσεις με τις υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες.
Η επιμονή στην ανάδειξη της οικονομικής ουσίας του ιμπεριαλισμού, του μονοπωλιακού καπιταλισμού ως αναγκαίας αφετηρίας κάθε σύγχρονης ανάλυσης, εμφανίζεται σε αυτές τις αναλύσεις ως απόκλιση από τη λενινιστική θέση της διαρκούς πάλης για το ξαναμοίρασμα του κόσμου μεταξύ των πιο ισχυρών καπιταλιστικών χωρών, μεταξύ των διαφόρων καπιταλιστικών κέντρων.
Θεωρούμε αβάσιμη τη συγκεκριμένη κριτική, σύμφωνα με την οποία ο Λένιν δήθεν ταύτιζε τον ιμπεριαλισμό με μια χούφτα ισχυρών καπιταλιστικών χωρών. Είναι γεγονός ότι ο Λένιν επισήμανε ότι μια μικρή ομάδα χωρών κατείχε ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά, χάρη στα τραστ, στα καρτέλ, και κυρίως στις διακρατικές σχέσεις μεταξύ των κρατών-πιστωτών και κρατών-οφειλετών. Πράγματι, φώτισε την αύξηση της ισχύος που αποκτούν τα συγκεκριμένα κράτη, τα οποία παίζουν το ρόλο του πιστωτή, του τοκογλύφου, του εισοδηματία (Renterstaat) σε σχέση με τα κράτη-οφειλέτες. Εστίασε επίσης στην ομάδα ισχυρών κρατών που κατείχαν αποικίες στην εποχή του.
Όμως όλες αυτές οι επισημάνσεις της λενινιστικής ανάλυσης δεν οδηγούν στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ιμπεριαλιστική πολιτική ασκούν μόνο τα καπιταλιστικά κράτη που βρίσκονται σε κάθε ιστορική στιγμή στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας.
Ο Λένιν φώτισε ήδη στη δική του εποχή την ιμπεριαλιστική πολιτική αστικών κρατών και αστικών τάξεων που δεν ανήκουν στις λεγόμενες μεγάλες δυνάμεις.
Ανέδειξε το ρόλο της αστικής τάξης του Βελγίου που λήστευε το λαό του Κονγκό και επένδυε 3 δις φράγκα στο εξωτερικό, άσκησε κριτική στους Βέλγους συντρόφους που περιόριζαν την πάλη τους μόνο στην απελευθέρωση της χώρας από τη γερμανική εισβολή και κατοχή χωρίς να θέδτουν θέμα ταξικής απελευέρωσης της εργατικής τάξης.
Ο Λένιν επισημανε επίσης εύστοχα ότι δίπλα στις αποικιακές κινήσεις των μεγάλων δυνάμεων βρίσκονταν αποικίες μικρών κρατών, χάρη στις αντιθέσεις των μεγάλων κρατών για το μοίρασμα της λείας. Η Δανία αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκεκριμένης περιόδου. Αναφερόμενος στον ιταλικό ιμπεριαλισμό που τον χαρακτήριζε ιμπεριαλισμό των φτωχών, τόνισε ότι κάθε αστική τάξη παλεύει για να πετύχει προνόμια για το εθνικό της κεφάλαιο και την ίδια ώρα ξεγελά το λαό, παρουσιάζοντας την ιμπεριαλιστική πάλη για το δικαίωμα καταλήστευσης άλλων λαών σαν "εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο". Η βάση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και μικρότερων καπιταλιστικών κρατών είναι η ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε αυτά. Η λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό επικεντρώνεται στην οικονομική ουσία, την εμφάνιση του μονοπωλίου, μπορεί να ερμηνεύσει τετοια φαινόμενα στη βάση της εξελισσόμενης ανάπτηξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο.
Τα συγκεκριμένα παραδείγματα βοηθούν να κατανοηθεί ολοκληρωμένα η ουσία της θεμελιώδουης λενινιστικής θέσης ότι, λόγω της επίδρασης του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, οι ανισόμετρες σχέσεις αφορούν το σύνολο των καπιταλιστικών κρατών και είναι σύμφυτες με το ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ασφαλώς σε κάθε ιστορική στιγμή θα ξεχωρίζουν κάποια πιο ισχυρά, ηγετικά καπιταλιστικά κράτη. Όμως λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης η μεταβολή του συσχετισμού μεταξύ των κρατών είναι συνεχής.
Σήμερα 100 χώρες υφίστανται ως ξεχωριστές κρατικές ονότητες. Στο σύγχρονο ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει διαμορφωθεί ένα καθεστώς ανισότιμης αλληλεξάρτησης του συνόλου των καπιταλιστικών κρατών. Λόγω της επίδρασης της εξαγωγής κεφαλαίου και της ταχύτητας των τεχνολογικών αλλαγών, ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών μεταβάλλεται. Ισχυρά κράτη-πιστωτές του 20ού αιώνα έχουν μετατραπεί σήμερα σε κράτη-οφειλέτες (πχ το μεγαλύτερο σημερινό κρατικό χρέος των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Ιταλίας), ενώ η Κίνα είναι σήμερα κράτος-πιστωτής. Η μεταβολή της ισχύος της Βρετανίας συγκριτικά με την Ινδία από τον 20ό στον 21ο αιώνα αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Αντίστοιχα σήμερα το ζήτημα διαμόρφωσης μιας "εργατικής αριστοκρατίας" δεν περιορίζεται μόνο σε μια χούφτα ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Η επέκταση και το βάθεμα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο σύγχρονο ιμπεριαλιστικό σύστημα επιτρέπει την εμφάνιση της "εργατικής αριστοκρατίας" στην πλειοψηφία των καπιταλιστικών κρατών. Έτσι, η διάσπαση της εργατικής ενότητας και η διείσδυση μικροαστικών αντιλήψεων στο εργατικό κίνημα αποκτά γενικό χαρακτήρα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οφείλουν να εξετάσουν οι κομμουνιστές την εξέλιξη των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, των ανισότιμων διακρατικών σχέσεων των υπαρκτών ιμπεριαλιστικών στρατιωτικών, πολιτικών και οικονομικών εξαρτήσεων, καθώς και την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών επεμβάσεων, την επέκταση τοπικών πολέμων, τον κίνδυνο διεύρυνσής τους, καθώς και τον κίνδυνο ενός νέου γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η σημερινή συνθετότητα της κίνησης της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας δεν μπορεί να ερμηνευτεί σωστά και ολοκληρωμένα, αν περιοριστούμε στη δράση των κρατών που βρίσκονται στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας. Εύκολα μπορούμε να επιβεβαιώσουμε αυτή τη θέση αν δούμε τη μείωση του οικονομικού ρόλο των G7 την τελευταία δεκαπενταετία, καθώς και την αλλαγή του συσχετισμού μεταξύ ΗΠΑ-Ευρωζώνης και BRICS.
Αντίστοιχα, σε λαθεμένα συμπεράσματα για τις εξελίξεις στην Ευρασία θα καταλήξει όποιος υποτιμήσει το ρόλο, τα σχέδια και την επιρροή κρατών όπως η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ, που δε συμπεριλαμβάνονται στα ηγετικά καπιταλιστικά κράτη την περίοδο που διανύουμε, όμως μετέχουν ενεργά στη διαπάλη για το ξαναμοίρασμα αγορών και εδαφών με οικονομική σημασία στη Μέση Ανατολή.
Η αντίληψη που περιορίζει τον πραγματικό αντίπαλο σε μια χούφτα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη ανοίγει το δρόμο για άμβλυνση της πάλης, ακόμη και για ταξική συνεργασία με τμήματα της εγχώριας αστικής τάξης στις υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες. Περιορίζει την πάλη των λαών σε μια επιφανειακή αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική ή με τη Γερμανία στην Ευρώπη, χωρίς ουσιαστικό αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, χωρίς κατεύθυνση ρήξης με την αστική τάξη σε κάθε χώρα.
Η αποσαφήνιση των προαναφερόμενων θεμάτων έχει ιδιαίτερη σημασία για την επεξεργασία της επανστατικής στρατηγικής σε κάθε χώρα. Οι οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις σε πολλά κομμουνιστικά κόμματα σήμερα εστιάζονται στην υιοθέτηση ενδιάμεσων σταδίων μεταξύ του καπιταλισμού και σοσιαλισμού, καθώς και με τη μορφή της στήριξης αστικών κυβερνήσεων στο όνομα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της διασφάλισης ισότιμων σχέσεων με άλλα κράτη, της αποκατάστασης της κυριαρχίας της χώρας.
Κριτήρια επαναστατικής στρατηγικής
Ωστόσο το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Αφορά το λαθεμένο προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης με κριτήριο το εκάστοτε διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και με τη μεταβολή της θέσης μιας καπιταλιστικής χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η συγκεκριμένη συσχέτιση αποτελεί το μεθοδολογικό υπόβαθρο για μια σειρά αντιφάσεις και λάθη στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος στον 20ό αιώνα.
Αυτή η λαθεμένη μεθοδολογική προσέγγιση υποτιμά τη δυνατότητα των (ανώριμων) κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής να δώσουν μεγάλη ώθηση, να απελευθερώσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Για παράδειγμα, η υπαρκτή καθυστέρηση εξηλεκτρισμού της τσαρικής Ρωσίας ξεπεράστηκε γρήγορα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Λένιν, μετά από μια βασανιστική προσπάθεια επεξεργασίας της στρατηγικής των μπολσεβίκων, αρνήθηκε στην πράξη τις θέσεις του Πλεχάνοφ, του Κάουτσκι, του Μαρτόφ, αλλά και στελεχών των μπολσεβίκων, που θεωρούσαν ότι η Ρωσία θα έπρεπε να περάσει υποχρεωτικά το δρόμο της περιβόητης ωρίμανσης του καπιταλισμού. Και δικαιώθηκε με τα θεαματικά βήματα που έγιναν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων τις πρώτες δεκαετίες στην ΕΣΣΔ, που πέτυχε ο επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός της εργατικής εξουσίας.
Γενικότερα, η αξιολόγηση του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ανεξάρτητα από τις σχέσεις παραγωγής είναι μια επικίνδυνη αφαίρεση. Οι παραγωγικές δυνάμεις υπάρχουν, λειτουργούν κι αναπτύσσονται μόνο μέσα στη διαλεκτική αλληλεπίδραση με τις σχέσεις παραγωγής, κάθε συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, του καπιταλιστικού ή του κομμουνιστικού. Δεν υπάρχει "ταξικά ουδέτερη" ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό.
Αντίστοιχα, έχει ιδιαίτερη σημασία να κατανοηθεί ότι οι ανισότιμες σχέσεις αστικών κρατών και η ανισόμετερη ανάπτυξη είναι σύμφυτες με το καπιταλιστικό σύστημα, σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο καπιταλιστικό έδαφος δεν μπορούν να καταργηθούν οι σχέσεις ανισότιμης αλληλεξάρτησης ούτε μέσα, ούτε έξω από τις διάφορες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, για παράδειγμα, αν η καπιταλιστική Ελλάδα βγει εκτός Ευρωζώνης.
Σε τελευταία ανάλυση, ο χαρακτήρας της επανάστασης σε κάθε καπιταλιστική χώρα καθορίζεται από τη βασική αντίθεση που καλείται να επιλύσει, ανεξάρτητα από τη σχετική μεταβολή της θέση της χώρας σε μια ομάδα χωρών στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα ή σε μια συμμαχία, οικονομική ή και στρατιωτικοπολιιτική. Από την όξυνση της βασικής αντίθεσης ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και την καπιταλιστική ιδιοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του πλούτου που παράγεται, από την ίδια την ύπαρξη μονοπωλιακού καπιταλισμού στην Ελλάδα ή σε άλλη βαλκανική χώρα, στην Τουρκία, προκύπτει ότι υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Εξαιρετικο κειμενο. Φωτίζει πραγματικά ολες τις διαστρεβλωσεις που γινανε πανω στο συγκεκριμενο ζητημα την θεση των χωρων στην Ιμπεριαλιστικη πυραμιδα βαφτιζονταστες εξαρτημένες.....και αποικιες.....με ενα και μοναδικο στοχο. Να μη εχει το Δ.Κ.Κ και το ΚΚΕ στρατηγικο στοχο τον Σοσιαλισμο με Κοινωνικοποίηση των μεσων παραγωγης αλλα να μιλαει για Λαοκρατια.....που σημαινει ενα ποιό Εκδημοκρατισμένο αστικό κρατος. Πάνω σε αυτό συντελέστηκε η καταστροφη του Κ.Κ με αποτελεσμα στον 2 Π.Π να μην γίνει Σοσιαλισμός οπου δεν περασε ο Κοκκινος Στρατός. Το παράδειγμα της χώρας μας τον Οκτώβρη του 1944 είναι χαραχτηριστικό Σοσιαλδημοκρατια και οπορτουνισμος ειναι Ορκισμενοι εχθροι του προλεταριατου παντα στην υπηρεσια του Καπιταλισμου. Ο Λαός θα μπορέσει να πάρει τα μέσα παραγωγής στα χερια του μόνο αν συντρίψει τον Οπορτουνισμο σε ολες του τις αποχρωσεις. ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΣΤΑΚΤΟΙ. Τα Σέβη μου Στρατάρχα μερα που ειναι σημερα 63 χρονια μετα την Μονκάδα. ΟΒΕΡ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή