Το ιδεολογικό κλίμα στην παρούσα --μετεκλογική-- φάση χαρακτηρίζεται από μια πρωτόγνωρη μιντιακή επίθεση στα στοιχειώδη ταξικά ένστικτα των λαϊκών μαζών, μια αληθινή επιχείρηση ισοπέδωσης της λαϊκής καχυποψίας απέναντι στα απρόσωπα κέντρα αποφάσεων, με στόχο την πλήρη ταύτιση του λαϊκού αισθήματος με το κεφαλαιοκρατικό συμφέρον μιας ομάδας κρατών.
Προφανώς, η αδυναμία του ελληνικού αστικού συστήματος να συνθλίψει εκλογικά το ΚΚΕ, οδήγησε στην δημιουργία μιας κατάστασης, που ενόψει της στήριξης της νέας αστικής κυβέρνησης, άμεσα και έμμεσα, από σύσσωμες τις υπόλοιπες αστικές δυνάμεις, ενέχει κινδύνους για την αστική τάξη: πιο συγκεκριμένα, τον πολύ μεγάλο κίνδυνο να γίνει αντιληπτό το ΚΚΕ με όρους "λαϊκής αντιπολίτευσης", ως η μόνη πια πολιτική δύναμη που εκπροσωπεί τα συμφέροντα όλων όσων θα μείνουν "απέξω" απ' τα οφέλη των όποιων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, αλλά και θα κληθούν να πληρώσουν τον λογαριασμό και για αυτές.
Η επιτυχία της νέας αυτής επιχείρησης της αστικής τάξης, που έχει πρωτόγνωρα διεθνή κλίμακα, είναι αναμφισβήτητα εντυπωσιακή. Σε ελάχιστες μέρες, δεσπόζει παντού μια πρωτόγνωρη στην μεταπολιτευτική περίοδο εχθρότητα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, η οποία είναι ευθέως ανάλογη της ευπιστίας των λαϊκών στρωμάτων στα κελεύσματα "εθνικής ενότητας" που τους απευθύνει το αστικό πολιτικό προσωπικό, ο ΣΕΒ, αλλά και διεθνή ΜΜΕ και κέντρα αποφάσεων.
Η υπό διαμόρφωση κατάσταση επιβάλλει αναμφίβολα νέα τακτικά ζητήματα στο Κομμουνιστικό Κόμμα και το εργατικό κίνημα, που θα πρέπει να μελετήσει προσεκτικά τους μηχανισμούς καλλιέργειας σφόδρα αντικομμουνιστικού κλίματος και τους τρόπους με τους οποίους θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στην νέα φάση ανασύνταξης των αστικών δυνάμεων, εθνικά και διεθνώς (κυρίως στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ).
Σ' αυτά τα πλαίσια, ο υποφαινόμενος θεωρεί σημαντική τη διάκριση, από όλους τους κομμουνιστές, ανάμεσα στην ανασφάλεια που νιώθει το κεφάλαιο για την ίδια την ύπαρξη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, και στην ανασφάλεια που εκφράζει ένα τμήμα των λαϊκών στρωμάτων απέναντί του.
Η ανασφάλεια του κεφαλαίου είναι, βεβαίως, απόλυτα αναμενόμενη και λογική, και δεν χρήζει περαιτέρω ανάλυσης· είναι ένα μόνιμο στοιχείο που διαφοροποιεί τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα από αυτές σε χώρες όπου έχει ήδη επιτευχθεί, σε προηγούμενες ιστορικές καμπές, η διάλυση ή/και ο εκφυλισμός των κομμουνιστικών κομμάτων. Από μόνο του, αυτό το γεγονός προσδίδει στην ελληνική περίπτωση μια σημαντική ιδιαιτερότητα μέσα στο δυτικοευρωπαϊκό πολιτικό γίγνεσθαι, συντελεί στην μεταμόρφωση της Ελλάδας σε πρωτοπόρα χώρα σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στις αστικές τεχνικές διαχείρισης της λαϊκής δυσαρέσκειας· εδώ πρωτοεφαρμόζονται ή εφαρμόζονται σε μεγαλύτερη έκταση πολύμορφες και επικοινωνιακά μελετημένες τεχνικές λαϊκής χειραγώγησης που αλλού είναι σαφώς λιγότερο απαραίτητες στην παρούσα φάση, εν τη απουσία ανάλογης απειλής για την αστική διαχείριση μιας κρίσης της οποίας εξακολουθεί να μη διαφαίνεται το τέλος.
Η ανασφάλεια όμως ενός τμήματος των λαϊκών στρωμάτων, η οποία πολύ εύκολα και γρήγορα μεταμορφώνεται σε επιθετικότητα, έχει μια ιδιάζουσα μορφή και λογική, την οποία οι κομμουνιστές οφείλουν να κατανοήσουν ψυχολογικά για να αναμετρηθούν αποτελεσματικά μαζί της:
Πιο συγκεκριμένα, η ευπιστία των λαϊκών στρωμάτων στα κελεύσματα της "ξαναβαφτισμένης" αστικής εξουσίας μπορεί να κινείται σε πρωτόγνωρα επίπεδα στην μετά το 2009 περίοδο, αλλά δεν είναι ολοκληρωτική. Δεν έχει εξαλειφθεί εντελώς στο πίσω μέρος του μυαλού τους η καχυποψία ότι "πάλι ανάπηρη ελευθερία τους τάζουν."
Το κύρος του ΚΚΕ στον ελληνικό λαό, απ' την άλλη, είναι μια πολύ βαθύτερη υπόθεση από ό,τι μοιάζει με μια επιπόλαιη ματιά. Ο λαός, στην πλειοψηφία του, δεν επιθυμεί ασφαλώς σοσιαλισμό· έχει όμως μάθει στο πετσί του, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, και παρά τις ακάματες και διαρκώς εντεινόμενες προσπάθειες της αστικής αντικομμουνιστικής και εσχάτως φασιστικής προπαγάνδας, ότι πρόκειται για ένα κόμμα που μελετά σοβαρά τον καπιταλισμό, δεν μιλά "ελαφρά τη καρδία", και δεν ενδιαφέρεται να γίνει αρεστό με ωραία λόγια και επικοινωνιακά τρικ. Ο λαός ξέρει ότι η αστική τάξη παίρνει πολύ σοβαρά αυτό το κόμμα. Και για αυτό, όσο και αν καμώνεται πως δεν το έχει ανάγκη και δεν του δίνει σημασία, θέλει να ξέρει τι εκτιμά αυτό το κόμμα για την τωρινή φάση.
Η αντίθεση ανάμεσα στην τεράστια ανάγκη μεγάλων τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων να πιστέψουν ότι μπορεί να υπάρξει λύση σχετικά ανώδυνη και ακάματη, και στην επιμονή του ΚΚΕ ότι τίποτε τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, η άρνηση του ΚΚΕ "να κάνει παρέα" στα λαϊκά στρώματα στην ανάγκη που νιώθουν για αυταπάτη, είναι επόμενο να δημιουργεί συχνά πολύ έντονη εχθρότητα, η οποία έχει διαφορετική βάση και κίνητρα από την εχθρότητα που καλλιεργούν ενσυνείδητα οπορτουνιστικά τμήματα, που πουλούν "αριστεροσύνη" και αντικομμουνισμό συνάμα έχοντας ενσυνείδητα επιλέξει την αστική τάξη ως προασπιστή των επιμέρους οικονομικών συμφερόντων τους -- και πρέπει να αντιμετωπίζονται ανάλογα με το μέγεθος της σήψης, της βδελυρής υποκρισίας και του κυνισμού τους, και χωρίς δεύτερες σκέψεις. Γιατί μόνο η άγνοια του μαρξισμού-λενινισμού μπορεί να δικαιολογήσει την επιθετικότητα απέναντι στο Κομμουνιστικό Κόμμα στις σημερινές συνθήκες· η γνώση του είναι απόδειξη ενσυνείδητου ταξικού δοσιλογισμού. Φυσικά, καμία συζήτηση δεν πρόκειται να ωφελήσει επίσης σε περιπτώσεις όπου ο συνομιλητής έχει ήδη περάσει στον φασισμό και από αυτή τη βάση επιτίθεται στο κόμμα -- όποιες "αγωνιστικές περγαμηνές" του παρελθόντος και να επικαλεστεί, είναι ακραίος και επικίνδυνος πολιτικός αντίπαλος και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Όμως οι κομμουνιστές δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούν ότι η λαϊκή εχθρότητα, η εχθρότητα του κόσμου του μόχθου, που δεν έχει θεωρητική παιδεία, και που δεν έχει περάσει τυπικά στο φασισμό, έχει ως πηγή της ακριβώς την αναγνώριση του κύρους του κόμματος. Για κανένα άλλο κόμμα δεν αγωνιούν και δεν "τρώγονται" τα λαϊκά στρώματα να μάθουν "αν θα πάει στις διαδηλώσεις στήριξης", ή "αν θα στηρίξει" το ένα ή το άλλο υποσχόμενο μέτρο. Για τα στρώματα αυτά, μόνο το "ναι" του ΚΚΕ στις γλυκιές αυταπάτες τους μπορεί να τα απαλλάξει από τη βασανιστική, μισοσυνειδητή σκέψη ότι πιάνονται για μια ακόμα φορά κορόιδα. Το "όχι" που εισπράττουν στην εναγώνια αναζήτησή τους μιας "σφραγίδας έγκρισης" που να μπορούν να εμπιστευτούν αληθινά, τους δημιουργεί θυμό.
Η αντιπαράθεση σε αυτή τη βάση, με τέτοια τμήματα του λαού, είναι άσκοπη και επιζήμια. Είναι πολύ καλύτερο να τίθενται ερωτήματα σε χαμηλούς τόνους για το τι ακριβώς είναι αυτό που αναμένει ο λαός και πώς θεωρεί ότι μπορεί να υλοποιηθεί στην πράξη· θα ανακύψουν σύντομα οι δυνατότητες τα πράγματα να αποκτήσουν πολύ πιο απτή μορφή από ό,τι έχουν στο σημερινό ντελίριο εικονικότητας, και τότε θα φανεί η κρισιμότητα του πόσο σπόρο έχουμε ρίξει εμείς στις συνειδήσεις όσων θα αντιδράσουν στο σοκ της συνειδητοποίησης· γιατί βεβαίως, εκεί που ο σπόρος δεν έχει ριχτεί ή δεν έχει πιάσει, ο πλήρης εκφασισμός είναι αναπόδραστος.