Τα δυο βασικά χαρακτηριστικά των εκλογών για την ευρωβουλή και αυτοδιοίκηση, η υπερψήφιση της Ν.Δ και η υψηλή αποχή που έφτασε τη δεύτερη Κυριακή το 56%, μοιάζει να σηματοδοτούν τον προσανατολισμό μεγάλου μέρους της κοινωνίας μετά από δέκα σχεδόν χρόνια λιτότητας. Το εκλογικό σώμα, επηρεασμένο από επιλεγμένες επαναλαμβανόμενες πληροφορίες με διαψευσμένες τις ελπίδες του από δημαγωγούς της αριστεράς, απογοητευμένο από τα κόμματα εξουσίας που επέβαλλαν τις πολιτικές λιτότητας, αλλά και φοβισμένο για το μέλλον, μετατοπίζεται σε πιο εθνικιστικές κι αυταρχικές θέσεις.
Η υπερψήφιση λοιπόν της ΝΔ μοιάζει μονόδρομος, ακριβώς γιατί η ΝΔ ολισθαίνει σε όλο και πιο ακροδεξιές θέσεις, που προϊόντος του χρόνου και του εκφασιζόμενου εκλογικού σώματος θα απορροφήσει πιθανόν και τις φασιστικές εκφάνσεις της πολιτικής σκηνής.
Αν οι αστικές δημοκρατίες έμοιαζαν όλες αυτές τις προηγούμενες δεκαετίες μετά τον πόλεμο να λειτουργούν με αρκετά αποτελεσματικούς θεσμούς ακόμα και για τις υποτελείς τάξεις, ήταν γιατί η απειλή από το αντίπαλον δέος, την ΕΣΣΔ, και από ένα ισχυρό κίνημα έκανε επιτακτική την ανάγκη η οικονομική ανάπτυξη να συνδυαστεί με κάποια μορφή κρατικής ευημερίας και προστασίας για τους πιο ευάλωτους, με έναν βαθμό κοινωνικής ισότητας και πρόσβασης σε δικαιοσύνη. Κι όταν έλειψε το αντίπαλον δέος του υπαρκτού σοσιαλισμού, ολόκληρος ο κόσμος ενσωματώθηκε σε έναν ενιαίο επιταχυνόμενο παγκόσμιο καπιταλισμό, με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τη μόνη οικονομική και στρατιωτική υπερδύναμη σε παγκόσμια κλίμακα. Η σοσιαλιστική εναλλακτική λύση όχι απλώς υποτιμήθηκε, αλλά κατασυκοφαντήθηκε. Ο κόσμος έγινε μονοδιάστατος, με δυνατότητες εκτός του καπιταλισμού και της μαγείας της αγοράς αδιανόητες.
Η καπιταλιστική όμως κρίση, με την αυξανόμενη κοινωνική και οικονομική ανισότητα, με την καταστροφή των δικτύων κοινωνικής ασφάλισης, περιθωριοποίησε όλο και περισσότερους ανθρώπους, χωρίς δουλειά και με περιορισμένη πρόσβαση στα υλικά αγαθά του καπιταλισμού. Πολλοί άνθρωποι νιώθουν περιττοί κι ανίκανοι να την αντιμετωπίσουν, ενώ η ασφάλεια των παραδοσιακών αξιών, η συμβατική οικογένεια και η θρησκεία έχουν υπονομευθεί από τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό που πια δεν τα έχει ανάγκη. Κι όλες αυτές οι ανασφάλειες που προκάλεσε η αβεβαιότητα της καπιταλιστικής κρίσης οδήγησαν τους ανθρώπους να αναζητήσουν εύκολες λύσεις σε δημαγωγούς, ή αυταρχικούς ηγέτες και ασφαλή λιμάνια στα παραδοσιακά, το έθνος, την οικογένεια ή και θρησκεία.
Η αστική δημοκρατία δεν ανταποκρίνεται πια στις προσδοκίες που καλλιέργησε στους εργαζόμενους. Ο σοσιαλισμός έχει συκοφαντηθεί αρκούντως ώστε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να γίνει κυνικό όσον αφορά την αξία της ως πολιτικό σύστημα, ελάχιστα αισιόδοξο για το ότι μπορεί να αλλάξει η κυρίαρχη πολιτική και πιο πρόθυμο επομένως να εκφράσει την υποστήριξή του για αυταρχικές εναλλακτικές λύσεις. Κι επειδή ακόμα και ο κευνσιασμός, πόσο μάλλον ο σοσιαλισμός, συνδέεται με κάποια ανακατανομή πλούτου και υπηρεσιών στις υποτελείς τάξεις και τις ανυπόστατες μειονότητες μικροαστοί και μεσοαστοί φοβισμένοι για την κοινωνική τους θέση γίνονται οι καλύτεροι σύμμαχοι της άρχουσας τάξης αντιδρώντας με όλη τους τη δύναμη σε μια τέτοια προοπτική. Κι έτσι η πόλωση ενθαρρύνεται και η πεποίθηση πως αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο και καλύτερο τμήμα του εθνικού λαού τους κάνει να είναι επιρρεπείς στη μισαλλοδοξία ενάντια των μειονοτήτων, ανυπόμονους με τις θεσμικές νομιμότητες και να προσανατολίζονται προς την αυταρχική επιβολή των θέσεών τους, προς δόξαν της κυρίαρχης τάξης.
Μοιάζει πια να έχουμε ξεπεράσει, ακόμα και σε ιδεατό επίπεδο, τις αντιλήψεις για μια δημοκρατία που βασίζεται σε διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς μεταξύ συμφερόντων των πολιτών, που στηρίζεται στην πεποίθηση για την αποτελεσματικότητα της επιχειρηματολογίας στην αλλαγή νοοτροπίας. Απροκάλυπτα πια θεωρίες συνωμοσίας, ψεύτικα μηνύματα, πλαστές αφηγήσεις, κατασκευασμένη μνήμη, έχουν αναλάβει στη δημόσια σφαίρα να δικαιολογήσουν και να επιβάλλουν την κυρίαρχη πολιτική. Κι επειδή η κυριαρχία δημοσιογράφων, λαϊκιστών πολιτικών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τους επιτρέπει να σπρώχνουν θετικές αναπαραστάσεις ακόμη και από αποτυχημένες πολιτικές φαίνεται αυτές να πετυχαίνουν βραχυπρόθεσμα. Εξάλλου ακόμα και ο νόμος απροκάλυπτα γίνεται μέσο που δεν μεσολαβεί πλέον στις κοινωνικές σχέσεις ή προστατεύει τους λιγότερο ευνοημένους, αλλά χρησιμοποιείται από τους λίγους ως εργαλείο για να ευνοήσει τους κοντά στην εξουσία.
Συγχρόνως ένθεν κακείθεν καταφέρονται εναντίον του ΚΚΕ –είτε ταυτίζοντας τον κομμουνισμό με το ναζισμό, είτε κατηγορώντας το κόμμα για μικροαστισμό και προδοσία του κομμουνισμού, είτε θεωρώντας ανέφικτη ουτοπία την κομμουνιστική προοπτική- επιχαίροντας για τα εκλογικά του ποσοστά. Και τελικά σε αγαστή συμφωνία, υπαινικτικά ακόμα, ευελπιστούν στην κατάργηση του κομμουνιστικού κόμματος, που οργανώνει και συσπειρώνει ταξικά, ώστε αγωνιστικές δράσεις και ενέργειες διακριτές και παράλληλες να μη μπορούν να συναρθρωθούν, να μη συνδέονται με ταξικά συμφέροντα, να μην έχουν προοπτική μετασχηματισμού της κοινωνίας Μέσα από φραστικούς εξωραϊσμούς ή ρητορικά σχήματα, όταν δεν επαναλαμβάνουν επιχειρήματα της μετεμφυλιακής εποχής, αποφαίνονται πως ο κομμουνισμός έπαψε ν’ αποτελεί την απελευθερωτική προοπτική της εργαζομένης ανθρωπότητας, το κομμουνιστικό κόμμα εξάντλησε εδώ και δεκαετίες την επαναστατική του ενέργεια, ενώ η εργατική τάξη έπαψε να αποτελεί τον αποφασιστικό και αναντικατάστατο αντίπαλο του Κεφαλαίου. Στην καλύτερη περίπτωση για όσους αυτοπροσδιορίζονται αριστεροί, το μόνο που μένει πια είναι κάποιες άλλες πολιτικές δυνάμεις να αναλάβουν το βάρος του αντικαπιταλιστικού αγώνα. Κι εδώ δειλά μπαίνει η …αριστερή επαναστατικότητα που ξαναθυμάται τον Δ. Κουφοντίνα σαν επαναστάτη, όταν τα τρυκάκια του Ρουβίκωνα εξαντλούν την επιρροή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Μοιάζει το παρόν σκοτεινό κι απαισιόδοξο, ακριβώς για να επικρατήσει η μοιρολατρία. Γιατί η απαισιοδοξία δεν οδηγεί σε κίνηση και αλλαγή. Απαιτείται αισιοδοξία. Η πίστη στη δύναμη και τη σημασία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας πρέπει να συμπληρωθεί από τον αγώνα των εργαζομένων. Το ΚΚΕ απομένει η μόνη δύναμη που αγωνίζεται για την ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης, που τα μέλη του δεν απογοητεύονται και ακολουθούν με πείσμα κάθε αγωνιστική προοπτική που διανοίγεται, έστω και με αμφίβολα αποτελέσματα.
Η αισιοδοξία και η πίστη στην κομμουνιστική προοπτική της κοινωνίας οδηγεί σε δράση, ενώ η απαισιοδοξία και η παραδοχή για την αιωνιότητα του καπιταλισμού οδηγεί στην ακροδεξιά –το σύγχρονο όνομα του φασισμού.