Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

«H Μάνα Παναγιά -Σύμβολο της πραγματικής μητρότητας»






Μέρα του επιτάφιου θρήνου η Μεγάλη Παρασκευή, ο θρήνος της Παναγίας, ο θρήνος κάθε μάνας που βλέπει το γιό της να τον σταυρώνουν σε κάθε σημείο της Γης. Αυτή τη μάνα – σύμβολο χρησιμοποίησε ο Κώστας Βάρναλης  στο «Φως που καίει», στα ποιήματά του «Η μάνα του Χριστού» και «Οι πόνοι της Παναγιάς». Για αυτά τα ποιήματα έγινε η αιτία να ξεσπάσουν τα Μαρασλειακά. Κατηγορήθηκε ότι έβρισε την Παναγιά και απολύθηκε από την εκπαίδευση. Λέει ο ίδιος ο Βάρναλης στα απομνημονεύματα του που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος» το 1935 και στα 1981 εκδόθηκαν από τον «Κέδρο» σε επιμέλεια Κώστα Παπαγεωργίου:
«Οποιος διάβασε το ποίημα της "Μάνας του Χριστού" δεν πιστεύω να συνάντησε πουθενά καμιά βρισιά. Αυτό το ποίημα έχει απαγγελθεί πολλές φορές από διάφορους μπροστά σε πολύν κόσμο κι ωστόσο όλοι συγκινηθήκανε και κανένας δε βρήκε την περίφημη βρισιά της "Εστίας". ΙΙρώτα-πρώτα θα ήτανε πολύ γελοίος άνθρωπάκος εκείνος, που θα μπορούσε να έχει προηγούμενα με τα υπερφυσικά όντα κάθε θρη­σκείας και κάθε μυθολογίας! Οσο για μένα όλες οι υπερφυσικότητες και οι μεταφυσικότητες είναι έξω από την πνευματική και από τη συναισθηματική ζωή μου. Αν ή Παναγία μου κίνησε το ποιητικό μου ενδιαφέρο, είναι γιατί μπορούσε εύκολα να γίνει η Μάνα-Σύμβολο, ο τύπος όλων των μανάδων, που κλαίνε και δέρνονται, όταν τους αδικοσκοτώνουνε τα παιδιά τους, ο τύπος και το σύμβολο της πραγματικής μητρότητας, που μπορεί να φτάσει ίσαμε την έσχατη προστυχιά και  ίσαμε το έγκλημα για να σώσει το πλάσμα της. Αυτό δεν ήτανε βρισιά ούτε ενάντια της μάνας ούτε ενάντια στα θεία! Ένας άθρησκος άνθρωπος δε βρίζει τα θεία (πώς να τα βρί­σει, αφού δεν τα πιστεύει!). Εκείνοι τα βρίζουνε, που και τα καπη λεύονται. Οι γνωστές βλαστήμιες "Το Χριστό σου! την Παναγία σου! τα πεθαμένα σου" είναι αποκλειστικό δικαίωμα και προνόμιο εκείνων που "πιστεύουνε" στα θεία και φοβούνται το θάνατο, όσο και την Αλήθεια!»
Και παρακάτω ξεσπά οξύτατα σαρκαστικός ο Βάρναλης:
«Δεν έχω καμιά πρόθεση ν' αποδείξω με λογικά και... άλλα επιχειρήματα, πως το Κράτος άδικα με έπαψε από καθηγητή, ενώ εγώ ήμουνα και καλός χριστιανός και καλός πατριώτης και καλός στρατιώτης! (Αυτές οι δύο τελευταίες ιδιότητες του υποδειγματικού πολίτη δε συμβιβάζονται συναμεταξύ τους. Ενας καλός πατριώτης δεν υπηρετεί ποτές στρατιώτης. Κόβει αυτός κι υπηρετούνε τα κορόιδα). Ομολογώ πως δεν έχω καμιά απ' αυτές τις τρεις καλοσύνες - κι ας σημειώνει το στρατιωτικό απολυτήριό μου "διαγωγή εξαίρετος!" Κι ομολογώ πως δίκαια με τιμώρησε το Κράτος, σύμφωνα με τη βαθύτερη, την πραγματική έννοια του όρου Δίκιο= "το του κρείττονος συμφέρον", δηλαδή το συμφέρο του δυνατότερου, αλλιώς "δίκαιον του ισχυρότερου". Και σε όλες τις ταξικές κοινωνίες, υλικά δυνατότερη είναι η κυρίαρχη τάξη, πνευματικά δυνατότεροι οι ιδεολόγοι της κυριαρχίας της και ηθικά δυνατότεροι οι λακέδες. Στην Ελλάδα αυτή η κυρίαρχη τάξη, με τους ιδεολόγους της και τους λακέδες της, ήτανε πάντα τρομαχτικά καθυστερημένη στον πολιτισμό, άρα τρομαχτικά αντιδραστική»


Η μάνα του Χριστού (μελοποιημένο από τον Ν. Μαμαγκάκη)

Πως οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α! πώς είχα σα μάνα κ΄εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ΄΄εμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ΄άλλα σου αδέρφια να σ΄είχα γεννήσει
κι΄από δόξες αλάργα κι αλάργ΄από μίση!

Ένα κόκκινο σπίτι σ΄αυλή με πηγάδι...
και μιά δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι άμ΄ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεματα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασενει βαθιά τ΄όλο κέδρον αγέρι.

Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγαίνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν΄αρχίσει.

Κι ο κατάχρονος θάνατος θα΄τανε μέλι
και πολλή φύτρα θ΄άφηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ΄αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρη ομπόλια,
γιά να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ΄αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φευγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν εχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη γιέ μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυό σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τα στήθια, που βύζαξες γάλα.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιό τ΄όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ΄άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά΄ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ΄οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι΄ακόμα,
σα ρωτήσανε:"Ποίος ο Χριστός;" τ είπες"Να με"!
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ΄έμαθ΄ακόμα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου