''Χτες στην Μακρόνησο ήταν και οι δυο εκεί. Ο Θάνος θυμάται ...
Το κείμενό του Ρίτσου ήταν για μένα γροθιά στο στομάχι. Το διάβαζα καθημερινά και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Ήμουν τότε 27 χρονών και το μόνο που ήθελα ήταν να βρω τον μουσικό τρόπο να εκφράσω τον τρόμο του στρατοπέδου, τις άγριες νύχτες, τους σκοτωμένους, τη δύση στα ξυρισμένα κεφάλια των εξόριστων, την δίψα 12 ωρών από πέτρα και ήλιο, τη συντροφικότητα των φυλακισμένων, τη μοναξιά την αποτυπωμένη στα ηλεκτρικά φώτα του Λαυρίου, τις άγριες φωνές των φρουρών. ΑΛΤ! Έγραψα το έργο σχεδόν μονορούφι.
Θυμάμαι με συγκίνηση τη μέρα που τελειώνοντας την «Καντάτα για τη Μακρόνησο» πήγα σπίτι του με τη μαγνητοταινία και την ακούσαμε μαζί από τον παμπάλαιο μαγνητόφωνό του. Ο Ρίτσος ενθουσιάστηκε. Την άλλη μέρα, ήταν 8 το πρωί, όταν με ξύπνησε ο ήχος του τηλεφώνου. Ήταν αυτός. «Άκουγα την Καντάτα όλη τη νύχτα και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Περίμενα να έρθει το πρωί για να σου τηλεφωνήσω και να στο πω» μου είπε.''
Το κείμενό του Ρίτσου ήταν για μένα γροθιά στο στομάχι. Το διάβαζα καθημερινά και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Ήμουν τότε 27 χρονών και το μόνο που ήθελα ήταν να βρω τον μουσικό τρόπο να εκφράσω τον τρόμο του στρατοπέδου, τις άγριες νύχτες, τους σκοτωμένους, τη δύση στα ξυρισμένα κεφάλια των εξόριστων, την δίψα 12 ωρών από πέτρα και ήλιο, τη συντροφικότητα των φυλακισμένων, τη μοναξιά την αποτυπωμένη στα ηλεκτρικά φώτα του Λαυρίου, τις άγριες φωνές των φρουρών. ΑΛΤ! Έγραψα το έργο σχεδόν μονορούφι.
Θυμάμαι με συγκίνηση τη μέρα που τελειώνοντας την «Καντάτα για τη Μακρόνησο» πήγα σπίτι του με τη μαγνητοταινία και την ακούσαμε μαζί από τον παμπάλαιο μαγνητόφωνό του. Ο Ρίτσος ενθουσιάστηκε. Την άλλη μέρα, ήταν 8 το πρωί, όταν με ξύπνησε ο ήχος του τηλεφώνου. Ήταν αυτός. «Άκουγα την Καντάτα όλη τη νύχτα και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Περίμενα να έρθει το πρωί για να σου τηλεφωνήσω και να στο πω» μου είπε.''
ΣΤΕΛΙΟΣ ΤΖΑΝΕΛΗΣ