Το ανθρωποφαγικό ξεσάλωμα των δύο κυβερνητικών πόλων είναι χωρίς προηγούμενο. Τα πρώτα δείγματα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται την εποχή των Αγανακτισμένων, τότε που κάθε βρισιά σε πολιτικό, τραγουδιστή, ηθοποιό, κάθε γιαούρτι σε βουλευτή όποιου κόμματος, κάθε μούτζα σε κάποιο κτίριο αποκτούσε αμέσως επαναστατικό συμβολισμό και οδηγούσε στην ψυχική ανακούφιση του οργισμένου πλήθους διά του μετρήματος των like και των retweet. Ωστόσο δεν ήταν αυτές οι -αυθόρμητες ή οχι- κινήσεις του κόσμου η κήρυξη του ιδιότυπου πολέμου. Στην πραγματικότητα τον πόλεμο τον είχε ξεκινήσει νωρίτερα το κυβερνητικό στρατόπεδο, ακόμα επί ΓΑΠ, όπου σε ρόλο ελεύθερων σκοπευτών είχαν ακρογωνιστεί ορισμένα στελέχη της τότε κυβέρνησης με σκοπό να προκαλέσουν τον κόσμο. Από το γνωστό “μαζί τα φάγαμε” μέχρι το “οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν” μεσολάβησαν πολλές αντίστοιχες δηλώσεις οι οποίες κάθε λίγο και λιγάκι έριχναν λάδι στην φωτιά. Η προπαγανδιστική-επικοινωνιακή τακτική είναι γνωστή: βγαίνει κάποιος και δηλώνει κάτι ακραίο, στη συνέχεια οι υπόλοιποι κρατούν αποστάσεις από αυτό επισήμως, αλλά το ακραίο έχει ήδη καταγραφεί στον δημόσιο διάλογο. Και τώρα σκεφτείτε πόσοι από εσάς μετά την ρήση του Πάγκαλου βρεθήκατε σε παρέες που έδιναν δίκιο στον τότε αντιπρόεδρο.
Αυτή η πολεμική συνεχίστηκε και στην μετά-ΓΑΠ εποχή και κορυφώθηκε στην εποχή του Σαμαρά. Ο Σαμαράς και οι συν αυτώ δεν έχουν κανένα δισταγμό να ρίξουν το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου στα τάρταρα αφού εκεί αισθάνονται ότι υπερέχουν. Τέτοιο αισχρό ρεπερτόριο άθλιων και προβοκατόρικων πολιτικών δηλώσεων δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί επί Καραμανλή, ούτε φυσικά αν στο τιμόνι της ΝΔ ήταν η Ντόρα ή ο Αβραμόπουλος. Όχι ότι θα διέφερε η πολιτική τους, απλά το ύφος τους θα ήταν διαφορετικό. Έτσι, ο Σαμαράς έστησε έναν κακόγουστο θίασο από Κρανιδιώτηδες ,Μιχελάκηδες, Κεδίκογλου, Βούλτεψη, Βορίδη, Άδωνι και άλλα εκλεκτά στελέχη και τα ξαμόλησε να περιφέρονται υβρίζοντας όποιον κινούνταν αντίθετα στο κυβερνητικό μπλοκ. Κατά διαστήματα γραφόταν ότι η συγκυβέρνηση υιοθετεί μια εμφυλιακή ρητορεία και θυμίζει εποχές εμφυλίου πολέμου. Αρκετά άστοχο. Ο εμφύλιος δεν διεξήχθη σε τηλεπαράθυρα και σε γραφεία τύπου. Στον εμφύλιο δεν πολεμούσαν με τουίτς και status στα μέσα κοινωνική δικτύωσης, αλλά έβλεπαν πως είναι στην πιο κορυφαία της στιγμή η ταξική πάλη. Το μόνο που θύμιζε εμφύλιο ήταν η αισθητική τους.
Στο ακατάσχετο υβρεολόγιο του κυβερνητικού μπλοκ θεώρησαν σωστό να απαντήσουν και οι από την άλλη πλευρά. Όχι μόνο ΣΥΡΙΖΑιοι που ευρισκόμενοι μισό βήμα πριν το Μέγαρο Μαξίμου είναι αποφασισμένοι να μην αφήσουν τίποτα να πέσει κάτω, αλλά και άνθρωποι προοδευτικοί, αριστεροί, κομμουνιστές παρασύρονται στο ύφος και την ρητορική που έχουν επιλέξει οι άλλοι. Και αν για τους συγκυβερνητικούς μια τέτοια έκπτωση του πολιτικού τους λόγου είναι αναμενόμενη, δεν θα περίμενε κανείς από αυτούς που σκέφτονται και αντιλαμβάνονται τα πράγματα διαφορετικά να επιτίθενται σε όποιον κατά τη γνώμη τους είναι κοντά στην κυβέρνηση, όχι με πολιτικούς όρους αλλά με εκφράσεις που θυμίζουν Ντινόπουλο. Μιλάει η Αρβελέρ για την Αμφίπολη και γεμίζει το facebook με “Ψόφος μωρή κωλόγρια”. Βγαίνει κάποιος που είναι κοντά στην κυβέρνηση και λέει κάτι και αμέσως αρχίζουν οι κατάρες. Τοποθετείται δημόσια κανένας του Ποταμιού και δέχεται επίθεση, όχι πολιτική αλλά προσωπική. Μιλάει ο Πάγκαλος και δώστου τα “παχύδερμο”, “βόδι” και τα συναφή, λίγο πριν καταδικάσουμε τον Σεφερλή για τις αποτυχημένες φάρσες του.
Αυτός ο εκχυδαϊσμός του πολιτικού λόγου, χαρακτηριστικό μιας εκφασισμένης κοινωνίας, δεν ανακαλύφθηκε προφανώς από την Αριστερά, η οποία ποτέ στο παρελθόν δεν είχε δείξει τέτοια χαρακτηριστικά. Το γεγονός όμως ότι εύκολα έπεσε στο επίπεδο της χαμερπούς συγκυβέρνησης δείχνει μάλλον ότι η έλλειψη καλλιέργειας στην πολιτική δεν είναι μονοπώλιο των χαζοδαπιτών με τους οποίους σπάγαμε πλάκα στα φοιτητικά μας χρόνια. Ιδιαίτερα όταν το κόμμα που θέλει να κυβερνήσει και προσπαθεί να μονοπωλήσει τον όρο “Αριστερά”, αντί να αλλάξει τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης καταφεύγει σε διαγωνισμό ατάκας και επιδίδεται σε επικοινωνιακά παιχνίδια, τα πράγματα χειροτερεύουν. Μια κοινωνία, ένας λαός ο οποίος ασχολείται με την πολιτική με τέτοιους όρους είναι λογικό να ψηφίζει φασίστες. Αυτοί άλλωστε έχουν αυτή τη γλώσσα για μητρική.
Τα νέα μίντια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε πολιτικά. Δεν έχει σημασία πια τόσο το τι θα πεις, αλλά το πόσα like θα πάρεις. Δεν έχει σημασία ποιος λέει τι, αλλά ποιος θα πει την πιο έξυπνη ατάκα, ποιος θα βγάλει την μεγαλύτερη οργή του online, ποιος θα ποστάρει κάτι που θα κάνει εντύπωση. Έχει δημιουργηθεί μια νέα ανθρωπολογία του πολιτικού όντος (ας μου επιτραπούν οι βαρύγδουπες εκφράσεις) η οποία συνοψίζεται στο εξής: λιγότερη έκφραση, λιγότερη σκέψη, περισσότερος εγωκεντρισμός, απόλυτη έμφαση στο φαινόμενο και όχι στην ουσία. Ποιός κερδίζει από την ύπαρξη ενός λαού που δεν ξέρει και δεν ασχολείται με την πολιτική είναι περιττό να το αναφέρουμε εδώ. Απαραίτητο όμως είναι να καταλάβουμε την ανάγκη της πολιτικής διαπαιδαγώγησης του λαού ως όρο για την πραγματική του συμμετοχή στην πολιτική. Αν πρόκειται να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες που δίνει το διαδίκτυο τότε αυτό πρέπει να γίνεται με τρόπο που ταιριάζει σε ανθρώπους που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, με τρόπο που να αποδεικνύει εκτός των άλλων και την αισθητική μας υπεροχή.