ΕΝΑ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Μπορεί οι ερωτικές σχέσεις, η απόφαση για συμβίωση ή γάμο να είναι κάτι παραπέρα από ατομική επιλογή; Το ζήτημα αφορά την επιλογή του σεξουαλικού ή του πιο μόνιμου ερωτικού συντρόφου, την επιλογή ενός ανθρώπου για να ζήσει με κάποιον άλλον, να κάνει παιδιά, όπως και την επιλογή της μορφής που θα πάρει αυτή η σχέση, αν θα έχει νομική μορφή, και ποια. Γιατί, σε σχέση με το παρελθόν, στις μέρες μας πιο ελεύθερα αρκετά ζευγάρια επιλέγουν να μείνουν μαζί και να κάνουν παιδιά, χωρίς απαραίτητα να κάνουν γάμο ή και σύμφωνο συμβίωσης. Συναντάμε και ζευγάρια που μετά από κάποια χρόνια πολιτικού γάμου, έχοντας αποκτήσει και παιδιά, καταφεύγουν και σε θρησκευτικό, είτε υπό την πίεση ενός περίγυρου είτε και ως ευκαιρία μιας κοινωνικής τελετουργίας.
Όλη αυτή η εξέλιξη μπορεί να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πλέον, τουλάχιστον στην Ελλάδα και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, το ζήτημα της συμβίωσης, ο γάμος, είναι αποκλειστικά ατομική επιλογή. Εξάλλου, ακόμα και το Σύνταγμα και οι Διεθνείς Συμβάσεις που έχει υπογράψει το ελληνικό κράτος για την περιβόητη «ισότητα των φύλων» στην εργασία, στην οικογένεια, την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής και σεξουαλικής βίας κ.ά., δημιουργούν την εντύπωση ότι όλα είναι λυμένα, εφόσον είναι νομικά κατοχυρωμένα ως ατομικά δικαιώματα. Ή ό,τι έχει απομείνει είναι ζήτημα προβλημάτων στην παιδεία και στη νοοτροπία.
Οπωσδήποτε, στην κοινωνική συνείδηση αναφορικά με τις σχέσεις των δύο φύλων –το γάμο, τη συμβίωση1, το διαζύγιο και την επιμέλεια των παιδιών– δεν είναι τα πράγματα όπως ήταν πριν 50-60 χρόνια. Έχουν αλλάξει ακόμα και σε σχέση με το 1983, όταν οι διακηρυγμένες ανισοτιμίες και διακρίσεις σε βάρος της γυναίκας καταργήθηκαν με την αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου. Διαπιστώνονται σημαντικές αλλαγές στο θεσμό της οικογένειας (αύξηση των πολιτικών γάμων σε σχέση με τους θρησκευτικούς, θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης, αύξηση των διαζυγίων και των μονογονεϊκών οικογενειών)2, που αντανακλούν και ορισμένες βαθύτερες αλλαγές στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Βάση τους είναι η αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική εργασία, κυρίως ως μισθωτές αλλά και ως αυτοαπασχολούμενες.3
Οι αλλαγές αυτές ως ένα βαθμό έχουν περιορίσει την επίδραση αναχρονιστικών, αντιδραστικών αντιλήψεων ότι η γυναίκα έχει ως πρωταρχικό ρόλο την αποκλειστική ευθύνη για τη φροντίδα των παιδιών, της οικογένειας. Υπάρχει πρόοδος στη συμβολή και των δύο γονέων στην ανατροφή των παιδιών και στις οικιακές εργασίες. Άντρες νεότερης ηλικίας νιώθουν την ανάγκη και συμμετέχουν πιο ουσιαστικά στη διατροφή, στη μελέτη των παιδιών, στις μετακινήσεις τους για αθλητικές, πολιτιστικές δραστηριότητες. Επέδρασαν, βέβαια, και οι αντικειμενικές αλλαγές στις συνθήκες εργασίας και ζωής των νέων γονιών (εργασία της γυναίκας, επέκταση των ορίων συνταξιοδότησης των γιαγιάδων/παππούδων ή μη κατοίκισή τους σε κοντινή απόσταση, γενίκευση ελαστικών εργασιακών σχέσεων), ιδιαίτερα στην περίοδο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης 2008-2015.
Αντίστοιχα, αν και δεν έχει προχωρήσει ο διαχωρισμός κράτους-Εκκλησίας, σήμερα η εκπαίδευση είναι σ’ ένα βαθμό απαλλαγμένη από τον αναχρονιστικό διαχωρισμό των κοινωνικών ρόλων του άντρα και της γυναίκας μέσα στην οικογένεια και μέσα στην κοινωνία, όπως αναπαράγεται από το επίσημο θρησκευτικό δόγμα, δηλαδή την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, αλλά και στα περισσότερα θρησκευτικά δόγματα, όπως το μουσουλμανικό, που αφορά τη μεγαλύτερη μειονότητα στην Ελλάδα. Ήταν μια αναγκαία προσαρμογή της εκπαίδευσης, τουλάχιστον στα πιο ώριμα καπιταλιστικά κράτη, να μην κυριαρχεί στον 21ο αιώνα η θέση ότι ο πρωταρχικός ρόλος της γυναίκας είναι η τεκνοποίηση, η μητρότητα, αφού ήδη ήταν δεδομένη η μεγάλη συμβολή και προσφορά πολλών γυναικών στην επιστήμη, την τέχνη, την κοινωνική πάλη, με την αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική εργασία.
Ορισμένες γυναικείες οργανώσεις και κάποια γυναικεία τμήματα κομμάτων –αστικών νεοφιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατικών, αλλά και οπορτουνιστικών– προβάλλουν ως κύριο το ζήτημα της εκπαίδευσης ως παράγοντα για τη διαμόρφωση της νοοτροπίας, της ισότιμης συμπεριφοράς στις σχέσεις των δύο φύλων. Όμως, τίθεται το ερώτημα γιατί τα αστικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, που μονόπλευρα προσανατολίζονται στο θέμα της παιδείας, ως κυβέρνηση δεν προχώρησαν στο διαχωρισμό κράτους-Εκκλησίας, που άλλωστε αποτελεί έναν καθαρά αστικό εκσυγχρονισμό, ανταποκρινόμενο και στις γενικές αστικές αρχές περί ανεξιθρησκίας. Θα ήταν μια συμβολή στο ξερίζωμα αναχρονιστικών απόψεων για την κοινωνική θέση της γυναίκας. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας αναθεώρησης του Συντάγματος το 2019, αυτά τα κόμματα στάθηκαν αρνητικά και απέναντι στη σχετική πρόταση του ΚΚΕ, που υποστήριζε ότι στα σχολεία θα έπρεπε να υπάρχει ως μάθημα η ιστορία των θρησκειών, που είναι τελείως διαφορετικό ζήτημα από τη διδαχή ενός θρησκευτικού δόγματος μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Το ΚΚΕ, χωρίς να υποτιμά το ρόλο της εκπαίδευσης, θέτει ως ερώτημα: Είναι μοναδική προϋπόθεση για να εξασφαλιστεί το ατομικό δικαίωμα στις ισότιμες σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων μέσα στη συμβίωση, στο γάμο, στην οικογένεια, σε οποιαδήποτε κοινωνική σχέση;
Στην πραγματικότητα, αντιδραστικές, ανορθολογικές αντιλήψεις για τις σχέσεις των δύο φύλων αναπαράγονται από την εκπαίδευση και απ’ όλους τους μηχανισμούς του αστικού κράτους, που δημιουργούν μαζικά πρότυπα διαπροσωπικών σχέσεων και οικογένειας. Καμία από τις λειτουργίες του καπιταλιστικού κράτους (όπως και η εκπαιδευτική), αλλά και οι κυρίαρχες αστικές αντιλήψεις δεν μπορούν να απομονωθούν, να «μεταμορφωθούν» χωρίς να καταργηθούν οι εκμεταλλευτικές οικονομικές σχέσεις, στις οποίες στηρίζονται.
Η συνθετότητα του ζητήματος εκφράζεται και στην αυτοτελή επίδραση των νομικών, πολιτικών σχέσεων, της ιδεολογίας, που μπορεί να ενσωματώνουν και στοιχεία του παρελθόντος, να μένουν πίσω ως προς τις κυρίαρχες οικονομικές σχέσεις ή και να προπορεύονται. Άρα, ακόμα και όταν το αστικό κράτος είναι υποχρεωμένο να κάνει ορισμένους εκσυγχρονισμούς σε διακηρυκτικό ή και σε νομικό επίπεδο, τα πράγματα στην καθημερινή ζωή δεν είναι αντίστοιχα.
Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα:
Αστικοί εκσυγχρονισμοί για την κοινωνική θέση της γυναίκας έγιναν όχι μόνο στο Οικογενειακό Δίκαιο, αλλά γενικότερα στο Δίκαιο, σε πλευρές του εποικοδομήματος, όπως στην εκπαίδευση, σε πλευρές που διαχέονται και στην πολιτιστική δημιουργία. Σήμερα συμμετέχουν γυναίκες και στα τρία σώματα των Ενόπλων Δυνάμεων, στην Αστυνομία. Όμως, η γυναικεία συμμετοχή δεν έχει ανατρέψει τον ταξικό τους χαρακτήρα ως δυνάμεων καταστολής ενός εκμεταλλευτικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Το ίδιο και όσον αφορά την ανάδειξη γυναικών ως πρωθυπουργών, υπουργών, διευθυνόντων συμβούλων σε μετοχικές εταιρίες, διευθυντριών σε νοσοκομεία κλπ.
Επίσης, δεν έχει ριζικά αλλάξει, για παράδειγμα, τη στάση των αστυνομικών Αρχών απέναντι σε περιστατικά βίας κατά των γυναικών. Ο πρωθυπουργός στη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ, σε σχετική ερώτηση για τη γυναικοκτονία, έδωσε ωραιοποιημένη εικόνα σε σχέση με την πραγματικότητα, αναφερόμενος σε αστυνομικές υπηρεσίες που είναι ειδικά στελεχωμένες για να υποδέχονται καταγγελίες γυναικών που έχουν υποστεί βία και για να εξασφαλίζουν άμεσα την προστασία τους. Ο κανόνας είναι ότι μια γυναίκα έχει να αντιμετωπίσει πολλούς σκοπέλους για να καταγγείλει τέτοια περιστατικά κακοποίησης, ξεκινώντας από την αστυνομική αδιαφορία και αυθαιρεσία, τις μακροχρόνιες και πολυδάπανες νομικές διαδικασίες, μέχρι και την έλλειψη δυνατότητας για εργασιακό εισόδημα που θα εξασφαλίζει μια πραγματικά ανεξάρτητη ζωή, ενώ δε λείπουν και καταγγελίες περιστατικών βιασμών από αστυνομικούς, ακόμα και μέσα σε αστυνομικά τμήματα.
Δεύτερο παράδειγμα:
Οι νόμοι μιλάνε για κοινές υποχρεώσεις και των δύο γονιών, αλλά και για συν-ευθύνη των γονιών και του κράτους στην ανάπτυξη των παιδιών. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα στη ζωή; Η κοινωνική στήριξη είναι ασήμαντη και ουσιαστικά η ανατροφή των παιδιών φορτώνεται στους γονείς, στην οικογένεια με μια ευρύτερη έννοια. Το ίδιο επισημαίνει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ)4 –για τους δικούς του λόγους– σε σχέση με το μειοψηφικό ποσοστό παιδιών 0-4 ετών (κάτω από 50%) που πάνε σε επίσημη δομή προσχολικής φροντίδας και αγωγής, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό αφορά παιδιά προσχολικής ηλικίας που μένουν κυρίως με τη μητέρα, τη γιαγιά και τον παππού. Επίσης, τα παιδιά είναι υποχρεωμένα, αν επιλέξουν να πάνε στο πανεπιστήμιο, να πηγαίνουν στα φροντιστήρια από το Γυμνάσιο, ένα κόστος που επιβαρύνει το οικογενειακό εισόδημα.
Τρίτο παράδειγμα, αφορά την πιο εξειδικευμένη προστασία των ανηλίκων από οποιασδήποτε μορφής κακοποίηση, φυσικά και τη σεξουαλική βία.5
Έτσι λοιπόν, τα διακηρυγμένα δικαιώματα δεν εξασφαλίζονται καθολικά για όλες και όλους, γιατί δεν υπάρχουν οι αντίστοιχες κοινωνικές-οικονομικές προϋποθέσεις για να μπορούν να πραγματοποιούνται. Επομένως, δεν πρέπει να έχουμε ωραιοποιημένη εικόνα, αλλά αντικειμενική.
Αυτό αποδεικνύεται και σε σχέση με το δικαίωμα της γυναίκας στην εργασία. Όντως η γυναίκα συμμετέχει σήμερα στην κοινωνική εργασία πιο μαζικά. Είναι γεγονός ότι ο καπιταλισμός «έβγαλε» σταδιακά τη γυναίκα από τα «του οίκου της», προέκτεινε τον κοινωνικό της ρόλο πέρα από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και τη συμμετοχή της στην αγροτική παραγωγή, εντάσσοντάς την άμεσα στην παραγωγική διαδικασία, προκειμένου να αυξήσει την κερδοφορία του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, διατηρεί διακρίσεις και ανισοτιμίες διαμορφωμένες στο παρελθόν, δίνοντάς τους σύγχρονο «περίβλημα», ώστε η γυναίκα να χρησιμοποιείται ως φθηνότερο εργατικό δυναμικό.6
Οι όποιοι εκσυγχρονισμοί δεν μπορούν να λύσουν αυτήν την αντίφαση, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει και υποχώρηση, όπως επιβεβαιώθηκε, για παράδειγμα, με τις επιπλέον απαγορεύσεις στο δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση στις ΗΠΑ και αλλού. Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών της εργαζόμενης γυναίκας σε βάθος και σε έκταση.
Οι στατιστικές μετρήσεις δίνουν ότι το ποσοστό των εργαζόμενων αντρών στο σύνολο του ικανού για εργασία αντρικού πληθυσμού (20-64 ετών) στη χώρα μας είναι 72,5%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες είναι 52,7%. Στην πιο δημιουργική και παραγωγική ηλικία, δηλαδή 25-54 ετών, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών με παιδιά μέχρι 6 ετών φτάνει το 58,4%, σχεδόν 30 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από εκείνο των αντρών, που είναι 89,4%.7
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι σε αυτήν την ηλικία οι γυναίκες αναγκάζονται να δουλέψουν κυρίως με ευέλικτες εργασιακές σχέσεις. Η ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, στα ωράρια, οι διακοπές στον εργάσιμο βίο της γυναίκας συνδέονται με τη δυσκολία να συνδυάσει τη δουλειά με τις οικογενειακές ευθύνες, ενώ τα μέτρα προστασίας της μητρότητας στο χώρο δουλειάς λογαριάζονται ως «κόστος» για το κράτος και την καπιταλιστική εργοδοσία. Όλα τα παραπάνω επηρεάζουν το ύψος του μισθού και της σύνταξης, με αποτέλεσμα και την οικονομική εξάρτηση της γυναίκας από το σύζυγο ή από το οικογενειακό περιβάλλον, ακόμα και όταν δουλεύει.
Πώς, λοιπόν, ατομικά μπορεί να επιλέξει μια γυναίκα αν θα μείνει σε μια σχέση, είτε επίσημα νομικά αναγνωρισμένη είτε όχι, αν θα την διακόψει, αν θα ζητήσει διαζύγιο; Είναι αποκλειστικά ατομική υπόθεση η δυνατότητα να μεγαλώσει τα παιδιά της, η συνεννόηση με τον πρώην άντρα ή σύντροφό της για τα ζητήματα επιμέλειας των παιδιών; Η γονεϊκότητα, ως συμβολή των γονέων στη φροντίδα και την ανατροφή των παιδιών, δεν είναι μια ουδέτερη έννοια, αποσπασμένη από τις κυρίαρχες οικονομικές, κοινωνικές σχέσεις. Η γονική σχέση, η ευθύνη του κάθε γονέα στη φροντίδα και κοινωνικοποίηση του παιδιού, υποτάσσεται στην κυρίαρχη ιδεολογία, στη σχέση οικονομικού καταναγκασμού (σχέση κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας), που διατρέχει όλους τους μηχανισμούς κοινωνικοποίησης του παιδιού. Αυτό ισχύει, παρά το γεγονός ότι από τμήμα της επαναστατικής εργατικής πρωτοπορίας, ως μέρος της όλης στάσης αμφισβήτησης και σύγκρουσης με το σύστημα, γίνονται βήματα και ως προς αυτή τη σχέση.
Το ίδιο ισχύει εν μέρει και για το δικαίωμα στην άμβλωση. Τυπικά είναι κατοχυρωμένο, αλλά στην πράξη υπάρχουν περιορισμοί στα δημόσια νοσοκομεία, με αποτέλεσμα μεγάλο ποσοστό γυναικών να καταφεύγει στις ιδιωτικές κλινικές. Και από μια άλλη πλευρά, η επιλογή διακοπής μιας μη προγραμματισμένης εγκυμοσύνης γίνεται υπό το βάρος έλλειψης οικονομικής ασφάλειας ή υπηρεσιών στήριξης της μητρότητας, ιδιαίτερα όσον αφορά γυναίκες που σπουδάζουν ή εργάζονται με πιο δυσμενείς συνθήκες.
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΔΙΑΠΕΡΝΑ ΤΙΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Επομένως, μια κοινωνία που το βάθρο της είναι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και το κίνητρό της, ο στόχος της, είναι η καπιταλιστική κερδοφορία, δεν μπορεί να εξασφαλίσει έστω διακηρυγμένα ατομικά δικαιώματα. Δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα γενικά κοινωνικά δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα στην εργασία, αλλά και τα ατομικά, όπως είναι οι ερωτικές σχέσεις, ο γάμος, η συμβίωση, τα οποία εξαρτώνται και συνδέονται από τα κοινωνικά δικαιώματα. Οι οικονομικές και άλλες κοινωνικές σχέσεις που κυριαρχούν στον καπιταλισμό επηρεάζουν το σύνολο των σχέσεων –και των διαπροσωπικών– επιδρούν στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, στον τρόπο σκέψης, στα «αντισώματα» που μπορεί να αναπτύσσει απέναντι σε μια σειρά από επιβιώσεις του παρελθόντος –προκαταλήψεις, αναχρονισμούς– στις πιέσεις που δέχεται όχι μόνο από την οικογένεια, αλλά πολλές φορές κι από το εργασιακό περιβάλλον, το στενότερο κοινωνικό. Όλα αυτά επηρεάζουν την επιλογή, τις αποφάσεις καθεμιάς και καθενός για τις ερωτικές σχέσεις, τη συμβίωση, το γάμο και το διαζύγιο.
Όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό «μολύνουν» τα παιδιά, κορίτσια κι αγόρια, των εργατικών-λαϊκών οικογενειών. Για παράδειγμα, δυστυχώς επιβιώνει ακόμα και σήμερα –αν και όχι στο βαθμό που υπήρχε στο παρελθόν– η αντίληψη του «καλού γάμου αποκατάστασης», η προσπάθεια ν’ αλλάξει κοινωνική θέση το κορίτσι ως επί το πλείστον, αλλά και το αγόρι, μ’ ένα σχετικά πλούσιο γάμο.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η σχετική οικονομική απεξάρτηση της γυναίκας από πατέρα, αδελφό, άντρα ήταν το βάθρο για να μπορέσει να καλλιεργηθεί, να αναπτυχθεί η δυνατότητα της προσωπικής επιλογής φίλου, εραστή, συζύγου, της επιλογής αν και πότε θα κάνει παιδιά.
Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν ακόμα και περιπτώσεις γυναικών επιστημόνων, καλλιτεχνών, με υψηλό βιοτικό, μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο, που εγκλωβίζονται σε ερωτικές σχέσεις, ενώ βλέπουν ότι δεν είναι ικανοποιητικές και δημιουργικές για τις ίδιες. Ποτέ μια ερωτική σχέση δεν πάσχει μόνο από τη μια πλευρά, πάντα είναι και από τις δύο πλευρές, αφού σχέση σημαίνει αλληλεπίδραση. Γιατί όμως δε γίνεται αντιληπτό και από τις δύο πλευρές ταυτόχρονα; Και δεν είναι μόνο γιατί υπάρχουν οικονομική εξάρτηση ή αισθήματα μόνο από τη μία πλευρά. Υπάρχουν βιώματα, παραδόσεις, κατάλοιπα αναχρονισμών στην πρόσθετη ανισοτιμία της γυναίκας, που επιβιώνουν στα βάθη χιλιάδων χρόνων, παράγουν και αναπαράγουν αντίστοιχα στερεότυπα. Ένα πλήθος παραγόντων επιδρά στη σκέψη-στάση ζωής, παράγοντες που δεν αναιρούνται από τη μια μέρα στην άλλη. Και η κάθε προσωπικότητα έχει τη μοναδικότητά της, σε όλες τις πλευρές της ανάπτυξής της, στα προτερήματα και στα μειονεκτήματά της. Είναι πολύ πιο βαθύ το ζήτημα της διαμόρφωσης της προσωπικότητας ως σύνθεσης των βιολογικών χαρακτηριστικών και της επίδρασης που ασκούν οι κοινωνικές συνθήκες.
Το αποτέλεσμα είναι η εξατομικευμένη έκφραση συναισθηματικής αντίδρασης, συμπεριφοράς, νοητικής και εν γένει σωματικής λειτουργίας και τελικά συνολικά διαμόρφωσης της κάθε ξεχωριστής προσωπικότητας, που με υποκειμενικό τρόπο εκφράζεται και στις σχέσεις με το άλλο φύλο, στη σεξουαλικότητα. Στις ιδιαιτερότητες της ατομικής συνείδησης του ανθρώπου αποτυπώνεται ένα πλέγμα αναγκών, ικανοτήτων, ιδεών, αξιών, ηθικής, πεποιθήσεων και απόψεων. Αλληλεπιδρούν πολλοί παράγοντες στην πορεία διαμόρφωσης του κάθε ξεχωριστού ανθρώπου, ως ενότητα και όχι ως επίδραση διαφορετικών ανεξάρτητων παραγόντων. Διαμεσολαβούνται ατομικά κι αντανακλούν υποκειμενικά και την ευκολία ή τη δυσκολία στην ανάπτυξη σχέσεων αμοιβαίου σεβασμού και τη δημιουργία της αίσθησης ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται πιο κοντά, ότι είναι πιο «προσκολημμένο» σε ένα άλλο πρόσωπο, βέβαια στις εκάστοτε ιστορικές κοινωνικές συνθήκες.8 Με αυτήν την έννοια, αν και είναι ατομικό το ζήτημα της προσωπικής ερωτικής επιλογής, το κίνητρο-κριτήριο διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης σύνθετων κοινωνικών συνθηκών και παραγόντων.
Άρα χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και στήριξη ώστε μια γυναίκα να αποκτήσει τη δύναμη, την αντοχή, τη θέληση να αλλάξει τη ζωή της μαχόμενη.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΡΙΩΝ ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΔΡΟΜΟ
Φυσικά είναι πολύ μεγάλη η ιστορική διαδρομή για να φτάσουμε σε αυτό που ζούμε σήμερα. Και είναι ανεξίτηλη η προσφορά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ό αιώνα, παρά τα λάθη, τις αδυναμίες, τα προβλήματα και την κατάληξη της ανατροπής της. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ακυρώνεται αυτή η συνεισφορά.
Εξίσου σημαντική είναι και η προσφορά του ΚΚΕ. Ως Κόμμα νιώθουμε περήφανοι γι’ αυτά που συλλογικά έχουμε κατακτήσει. Η κομμουνιστική ιδεολογία, το ΚΚΕ ως ο κύριος φορέας της στην Ελλάδα, έκαναν την ανατροπή σε ιδέες και πρακτικές για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνική εργασία, στις σχέσεις των δύο φύλων. Εδώ και έναν αιώνα αναδείξαμε ότι βάση για την κατάργηση των ανισότιμων σχέσεων μεταξύ άντρα και γυναίκας είναι η συμμετοχή της γυναίκας στην κοινωνική εργασία και προϋπόθεση κατάργησης κάθε κοινωνικής ανισότητας σε βάρος της γυναίκας είναι η κατάργηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων στην παραγωγή, στο εμπόριο, στον τουρισμό, σε όλων των ειδών τις εργασίες. Αυτές τις ιδέες και τις αντιλήψεις για τη χειραφέτηση της γυναίκας –που αποδέχονται πλέον και άνθρωποι πέρα από την επιρροή του ΚΚΕ– ο ταξικός αντίπαλος τις παρουσίασε διαστρεβλωμένες –ως δήθεν θέση περί κοινοκτημοσύνης των γυναικών– ενώ στη συνέχεια με πορνογραφήματα ενοχοποίησε τις γυναίκες στελέχη και μέλη του Κόμματός μας.9
Έχουμε πολεμήσει και πολεμάμε ακόμα ενάντια στις προκαταλήψεις, τις δυσκολίες που συναντάμε ακόμα και μέσα στις γραμμές του Κόμματος, μέσα στη λειτουργία του. Γι’ αυτό κι εξειδικεύουμε τη δουλειά μας στις γυναίκες παίρνοντας μέτρα. Μετρήσαμε βήματα κι αποτελέσματα, φτάνοντας να αναδείξουμε γυναίκα ακόμη και στην πρώτη στελεχική ευθύνη ως Γενική Γραμματέα της ΚΕ για 23 χρόνια. Στην υπερεκατοντάχρονη ιστορική διαδρομή του ΚΚΕ, χιλιάδες γυναίκες της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, διανοούμενες, αναδείχτηκαν σε συνειδητές αγωνίστριες στον τόπο εργασίας, στο σωματείο, στο σχολείο, στο φοιτητικό σύλλογο, στη γειτονιά, στο χωριό. Πολλές από αυτές εκλέχτηκαν στα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος και στα όργανα του μαζικού κινήματος, σε όλα τα πεδία της ταξικής πάλης. Το ΚΚΕ από πολύ παλιά, και χωρίς την υποχρεωτικότητα κάποιας ποσόστωσης, ανέδειξε 5 γυναίκες (Καίτη Νισυρίου-Ζεύγου, Μαρία Σβώλου, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Φωτεινή Φιλιππίδου, Μάχη Μαυροειδή) στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης - ΠΕΕΑ, που εκλέχτηκε στις Κορυσχάδες το 1944. Κομμουνίστριες και άλλες γυναίκες συμπορευόμενες με το ΚΚΕ έγραψαν ηρωικές σελίδες σε κάθε φάση του εργατικού-λαϊκού κινήματος, στο ένοπλο απελευθερωτικό κίνημα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Στη συνέχεια, η αποφασιστική συμμετοχή τους στο ΔΣΕ έδωσε νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά: Άλλες πάλεψαν με το όπλο στο χέρι, άλλες στις υγειονομικές υπηρεσίες, άλλες σε διάφορες υπηρεσίες στα μετόπισθεν, άλλες στους λαογέννητους θεσμούς. Αυτή η πορεία συνδεόταν και με την προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα εμπόδια στην ταξική και πολιτική αφύπνιση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων γυναικών. Ήταν ιδιαίτερα δύσβατο το μονοπάτι που έπρεπε να ακολουθήσει κατά κύριο λόγο η κοπέλα του χωριού, που στερούνταν ακόμα και τη βασική εκπαίδευση, που δεν είχε δικαίωμα να διαλέξει ούτε τον άντρα της, να φτάσει να σφυρηλατηθεί ως ανταρτοπούλα με το όπλο στο χέρι, με γνώμη στη συνέλευση, ως ομαδάρχισσα που οδηγούσε τους μαχητές και τις μαχήτριες της ομάδας ή του λόχου στην κατατρόπωση του αντιπάλου.10 Με την κομμουνιστική, δημιουργική στάση ζωής τους συνέβαλαν στη διαπαιδαγώγηση, στη συσπείρωση γυναικών στις γραμμές του εργατικού-λαϊκού αγώνα. Έτσι, έσπασαν προκαταλήψεις, συγκροτήθηκαν ιδεολογικά-πολιτικά με τις κομμουνιστικές αξίες και στόχους.
Οι κομμουνίστριες έδωσαν νέα ήθη, χάραξαν νέους δρόμους στις σχέσεις των δυο φύλων, στη συλλογικότητα για τη φροντίδα και διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Γυναίκες όπως η Αύρα Παρτσαλίδου, η Ηλέκτρα Αποστόλου δεν εξάρτησαν την πορεία τους μέσα στο Κόμμα από την πορεία του άντρα τους, συνόδευσαν τον ιδεολογικό-πολιτικό τους διαχωρισμό με διάλυση της σχέσης συμβίωσης.
Και σήμερα υπάρχουν ερωτικές, συντροφικές και οικογενειακές σχέσεις μεταξύ αγωνιστών και αγωνιστριών –όχι μόνο κομμουνιστών και κομμουνιστριών– οι οποίες βασίζονται όχι μόνο σε μια παροδική ερωτική έλξη, αλλά σε μεγάλο βαθμό σε πιο σταθερά αμοιβαία αισθήματα, στον αλληλοσεβασμό, στην ειλικρίνεια, στη συντροφικότητα. Όμως τέτοιου είδους σχέσεις δεν είναι ακόμα κυρίαρχες και δε θα μπορούσαν να είναι με βάση τους οικονομικούς-κοινωνικούς περιορισμούς. Η κοινωνική-οικονομική και, πάνω σε αυτήν, η πολιτική και πολιτιστική πραγματικότητα που βιώνουμε είναι αδυσώπητη. Και αυτό οδηγεί πολλές φορές ακόμα και κομμουνιστές και κομμουνίστριες να μην μπορούν να αντιστοιχήσουν σε όλα τα πεδία της καθημερινής τους ζωής και των σχέσεών τους την κομμουνιστική τους συνείδηση και δράση, που αναμφίβολα είναι αγωνιστική και πρωτοπόρα.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΠΑΛΛΑΓΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΙΝΗΤΡΟ
Το σύνθετο ζήτημα των διαπροσωπικών σχέσεων, που αφορά και τις επιλογές σε φιλίες, ερωτικές σχέσεις, τη συμβίωση στην οποιαδήποτε μορφή της, το ΚΚΕ και η ΚΝΕ μπορούμε σήμερα να το προσεγγίσουμε πιο μαχητικά, πιο αποφασιστικά, πιο πρωτοπόρα, προσβλέποντας στο κομμουνιστικό μέλλον. Να είμαστε σε θέση να εξουδετερώσουμε τη «σκουριά», αλλά και τη στρέβλωση των θέσεων του Κόμματος από τον ταξικό αντίπαλο, με τις διάφορες ιδεολογικές «αποχρώσεις» του.
Στο παρελθόν κατηγορούσαν το Κόμμα ότι ήταν υπέρ της διάλυσης της οικογένειας. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε ενάντια στον οικονομικό χαρακτήρα της οικογένειας και στην υποκρισία του θεσμού του γάμου, στις σχέσεις οικονομικής εξάρτησης και καταπίεσης που παράγει. Είμαστε ενάντια στους κοινωνικούς ρόλους που θέλουν τη μεν γυναίκα να γεννά παιδιά, να τα αναθρέφει, να φροντίζει τους ηλικιωμένους της ευρύτερης οικογένειας, τον δε άντρα να είναι ο «κουβαλητής», ο δημιουργός της περιουσίας –αν κάνει περιουσία, ανάλογα σε ποια τάξη, σε ποιο κοινωνικό στρώμα ανήκει. Εξ ου και η ανάγκη να εξασφαλίζονται τα κληρονομικά δικαιώματα των παιδιών του.
Όπως στο παρελθόν στοχοποιήθηκαν, αλλά στη συνέχεια δικαιώθηκαν οι θέσεις του Κόμματος για τη γυναίκα, έτσι και στο μέλλον θα δικαιωθούν οι θέσεις του Κόμματος, που σήμερα δεν είναι γενικευμένα αποδεκτές, όπως ότι είναι συντηρητικό κατάλοιπο η οικογένεια να λειτουργεί ως οικονομική μονάδα, όπως σήμερα διδάσκονται οι νέοι και οι νέες στα σχολεία.
Σε κάθε περίπτωση, οι θέσεις του Κόμματος για την οικογένεια απορρίπτουν όλη την ηθική υποκρισία, το οικονομικό πλαίσιο που εξυπηρετεί τον καπιταλισμό, όπως παλιότερα εξυπηρετούσε με άλλη μορφή άλλα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα, τη φεουδαρχία, το δουλοκτητικό σύστημα. Στον καπιταλισμό, η εργατική - λαϊκή οικογένεια είναι υποχρεωμένη με τα δικά της μέσα να αναπαράγει την εργατική δύναμη που χρειάζεται στο μέλλον το κεφάλαιο. Αυτό βέβαια σήμερα είναι πιο σύνθετο, με βάση τις σύγχρονες ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής, που απαιτεί μορφωμένο εργατικό δυναμικό, αλλά δεν απαλλάσσει τη γενική και ειδική μόρφωση από ταξικά εμπόδια και φραγμούς. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες ανάγκες της νεολαίας (π.χ. καλλιτεχνική, αθλητική δραστηριότητα) που δεν καλύπτονται στο πλαίσιο του δημόσιου σχολείου. Ακόμα πιο δύσκολα είναι άλλα οικογενειακά ζητήματα, όπως η φροντίδα των υπερηλίκων, των χρόνια πασχόντων.
Ως Κόμμα είμαστε υπέρ της συντροφικότητας, της φροντίδας, της αγάπης που μπορούν να αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια, μεταξύ αυτών που αποφασίζουν να ζήσουν μαζί, για όσο αποφασίσουν, μεταξύ γονιών και παιδιών, παππούδων/γιαγιάδων. Η ζωή φέρνει και αλλαγές, μπορεί να πάψει να υπάρχει το ερωτικό ενδιαφέρον μεταξύ ενός ζευγαριού, να μην μπορεί να εξελιχτεί σ’ ένα βαθύτερο συντροφικό αμοιβαίο αίσθημα αγάπης και θέλησης για συνέχιση της συμβίωσης. Τότε πρέπει να έχει την ανάλογη νομική διευκόλυνση και κοινωνική στήριξη για να χωρίσει, με περισσότερη στήριξη εφόσον έχει παιδιά. Αλλά το διαζύγιο δεν πρέπει να επιφέρει και διάλυση της αμοιβαίας ευθύνης στη φροντίδα των παιδιών, του αλληλοσεβασμού, αλλά και των δεσμών μεταξύ των παιδιών με πρόσωπα της προηγούμενης ευρύτερης οικογένειας. Είναι ζήτημα ενός πολιτισμού του μέλλοντος, απαλλαγμένου από τον ατομισμό που διαμορφώνει το οικονομικό κίνητρο.
Ο γάμος, βέβαια, περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των γονιών απέναντι στα παιδιά, μέχρι να ενηλικιωθούν. Αυτή η νομική κατοχύρωση της γονικής μέριμνας είναι αναγκαία και στο πλαίσιο της ελεύθερης συμβίωσης. Και αυτό ήταν κατοχυρωμένο στη Σοβιετική Ένωση, από τα πρώτα χρόνια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Περιορισμένα υπάρχει και σε καπιταλιστικά κράτη, όπως η Σουηδία.
Αφετηρία για την τοποθέτηση του Κόμματος είναι η διαλεκτική υλιστική αντίληψη για τη σχέση γονιού-παιδιού (γονική σχέση), όχι ως ένα ατομικό βιολογικό ζήτημα, αλλά ως σύνθετο κοινωνικό ζήτημα, που βέβαια χαρακτηρίζεται από ιστορικότητα. Από αυτήν τη σκοπιά υπάρχει πλούσια μελέτη του θεσμού της οικογένειας ως ιστορικού-κοινωνικού φαινομένου (Φρ. Ένγκελς, Κ. Μαρξ, Αύγ. Μπέμπελ, Αλ. Κολοντάι, Β. Ι. Λένιν κ.ά.), την οποία συνεχίζουμε. Αναδεικνύουμε το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων (με πυρήνα τους τις σχέσεις ιδιοκτησίας) και την εξέλιξή τους που επιδρά και συνεπάγεται και διαφορετικές υποχρεώσεις και δικαιώματα των γονιών, τόσο προς το παιδί όσο και μεταξύ τους.
Η κομμουνιστική ιδεολογία, μελετώντας και συνθέτοντας ιστορικά και άλλα επιστημονικά δεδομένα, ανέδειξε ότι τα «δικαιώματα του παιδιού» δεν παράγονται από τη βιολογική σχέση γονιού-παιδιού (πέραν μιας ορισμένης ενστικτώδους προστασίας), αλλά από την ιστορική πολιτιστική εξέλιξη του ανθρώπου, που την διατρέχει η ταξική διαφοροποίηση.
Δηλαδή η έστω διακηρυκτική αναγνώριση των δικαιωμάτων του παιδιού δεν υπήρχε πάντα. Και όταν υπήρχε, δεν αφορούσε την πλειοψηφία των παιδιών, π.χ., στις αρχαίες δουλοκτητικές κοινωνίες, στις φεουδαρχικές. Τυπικά, νομοθετικά κατοχυρώθηκε στον καπιταλισμό, αλλά στην πράξη δεν εξασφαλίζεται, όπως αποκαλύπτει η τύχη των παιδιών προσφύγων, των κακοποιημένων, μέχρι και σεξουαλικά βιασμένων παιδιών και από άτομα συγγενικά, φιλικά ή και μέσα στην εκπαίδευση.11
Το ΚΚΕ αναδεικνύει με ποιες προϋποθέσεις πραγματοποιείται η πλήρης άνθηση των δικαιωμάτων του παιδιού στη σοσιαλιστική κοινωνία, γεγονός που επιβεβαίωσε η σοσιαλιστική οικοδόμηση κατά τον 20ό αιώνα.
Η τοποθέτηση του Κόμματος για το ζήτημα της γονικής μέριμνας και της τεκνοθεσίας γενικά έχει ως βάση τις ανάγκες και τα συμφέροντα του παιδιού, και από αυτήν τη σκοπιά αντιμετωπίζει τις υποχρεώσεις των γονιών –φυσικών, ανάδοχων, θετών– απέναντί τους, σε οποιασδήποτε μορφής συμβίωση.
Στις μέρες μας παρατηρείται μια αύξηση της ομοφυλόφιλης επιλογής στο σεξουαλικό προσανατολισμό, στην επιλογή συμβίωσης, αλλά και στην προσπάθεια η γονεϊκότητα να κατοχυρωθεί για το ομόφυλο ζευγάρι. Σε αυτήν τη βάση διαμορφώνονται κινήματα διεκδίκησης επέκτασης του νομικού πλαισίου του γάμου και της τεκνοθεσίας σε ομόφυλα ζευγάρια.
Δε θεωρούμε ότι το ζήτημα είναι τόσο απλό όσο παρουσιάζεται με τους εξής ισχυρισμούς: «Η ιατρική και οι τεχνολογικές της εφαρμογές δίνουν τη δυνατότητα να παρακαμφθεί η ετερόφυλη σεξουαλική συνεύρεση και να πραγματοποιηθεί τεχνητά η γονιμοποίηση ωαρίου από σπερματοζωάριο ή να χρησιμοποιηθεί παρένθετη μητέρας κλπ. Σε αυτές τις επιλογές καταφεύγουν και ετερόφυλα ζευγάρια. Επομένως, γιατί να μην αποτελεί τη βάση για την παράκαμψη της συμπληρωματικότητας των δύο φύλων στη γονική μέριμνα, γιατί να μη χρησιμοποιείται κατά βούληση ο προσδιορισμός γονέας-1 και γονέας-2 ανεξάρτητα από το φύλο, ανεξάρτητα από το δίπολο μητρότητα-πατρότητα;»
Όλη η παραπάνω τοποθέτηση θεωρούμε ότι μηχανιστικά μεταφέρει στα ομόφυλα ζευγάρια τη νομική ρύθμιση της αμφίπλευρης γονικής μέριμνας γυναίκας - άντρα στην τεκνοποίηση. Δεν υπολογίζει πλήθος ζητημάτων που προκύπτουν από την παράκαμψη της συμπληρωματικότητας του γυναικείου και του αντρικού οργανισμού στην αναπαραγωγική διαδικασία, ιδιαίτερα στις συνθήκες του καπιταλισμού, όπου και η τελευταία εμπορευματοποιείται (π.χ. παρένθετη μητέρα έναντι αμοιβής, εμπορευματοποίηση του σπέρματος), αλλά και πλήθος βιοηθικών ζητημάτων που ακόμα δεν είναι μελετημένα, όπως π.χ. ο αποκλεισμός του ενός φυσικού γονέα, κάτι που μπορεί βέβαια να προκύψει και χωρίς την επιλογή της ομόφυλης συμβίωσης.
Το σημαντικότερο, δεν υπολογίζει άλλα ζητήματα που συνδέονται με την ψυχική ανάπτυξη του παιδιού και έχουν μοιραία και κοινωνικές προεκτάσεις, όπως είναι η έλλειψη συστηματικής επικοινωνίας του παιδιού με κάποιο από τα δύο φύλα, ειδικά στην καπιταλιστική κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας το παιδί, τα πρώτα του χρόνια, προσλαμβάνει πρότυπα κυρίως από το οικογενειακό περιβάλλον. Σε αυτές τις συνθήκες η στέρηση του αντρικού ή του γυναικείου προτύπου ασκεί αρνητική επίδραση και στη σχέση του παιδιού με το αντίστοιχο φύλο, ανεξάρτητα από το σεξουαλικό του προσανατολισμό.
Επίσης παίρνουμε υπόψη μας ότι υπάρχει δυνατότητα να έχει παιδιά ο ένας από τους δυο στο ομόφυλο ζευγάρι, που ασκεί τη γονική μέριμνα, είτε είναι μητέρα είτε είναι πατέρας. Θεωρούμε ότι δεν επηρεάζεται αρνητικά η όποια ευθύνη του συντρόφου που δεν είναι ο φυσικός γονιός, ως προς τη φροντίδα του παιδιού ή των παιδιών επειδή δεν είναι δηλωμένος ως θετός γονέας. Εδώ βέβαια είναι λεπτές οι ισορροπίες. Ως Κόμμα παρακολουθούμε τις εξελίξεις στις σχέσεις συμβίωσης, που δε στηρίζονται στα παλιά πρότυπα του οικογενειακού θεσμού. Μια πλευρά τους είναι και το γεγονός ότι διαμορφώνονται σχέσεις του παιδιού με ανθρώπους που δεν ασκούν τη γονική μέριμνα. Για παράδειγμα, υπάρχουν οι μονογονεϊκές οικογένειες, τα διαζευγμένα ζευγάρια με παιδιά, που στη συνέχεια ο ένας ή και οι δύο γονείς κάνουν δεύτερο γάμο, τα μεμονωμένα άτομα με θετά ή ανάδοχα τέκνα, τα ομόφυλα ζευγάρια. Τέτοιες σχέσεις των παιδιών αναπτύσσονται και με άλλους συγγενείς, όπως με το θείο ή τη θεία, με τον παππού, με τη γιαγιά.
Αυτά τα σύνθετα ζητήματα, που αφορούν τη ρύθμιση των σχέσεων με τα παιδιά, δε θεωρούμε ότι αντιμετωπίζονται με την επέκταση του γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια, που θα λύνει οικονομικά ζητήματα μεταξύ τους και που θα μεταφέρει την οικονομική βάση του ετερόφυλου γάμου στον ομόφυλο γάμο. Αναδεικνύουμε την ανάγκη της προσοχής σε αυτά τα ζητήματα και εκ μέρους των ατόμων με ομόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό, τι δηλαδή: Να αναγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες που αφορούν τα δύο φύλα, επομένως και την αναγκαιότητα της σχέσης των παιδιών και με τα δύο φύλα. Ν’ αποφεύγουν μια γενικευμένη άρνηση του άλλου φύλου, που μπορεί να οδηγήσει τα παιδιά όχι αναγκαστικά στην ομοφυλοφιλία, αλλά στο «μισογυνισμό» ή στο «μισοανδρισμό» κλπ.
Προτάσσουμε ότι απαιτούνται κατάλληλες υποστηρικτικές κρατικές κοινωνικές δομές, που θα στηρίζουν και θα παρακολουθούν την εξέλιξη στις γονικές και γενικότερα στις οικογενειακές σχέσεις. Χρειάζεται να συνοδεύονται από αντίστοιχη επιστημονική, κοινωνική έρευνα και με αντίστοιχα μέτρα κοινωνικής προστασίας των παιδιών και στήριξης της γονικής σχέσης, με δομές και υπηρεσίες που θα παρέχονται δωρεάν, διαμορφωμένες με επιστημονικά, κοινωνικά κριτήρια, μελετώντας την αλληλεπίδραση του παιδιού με το περιβάλλον του (οικογενειακό, σχολικό, φιλικό, ευρύτερο κοινωνικό κλπ.), τη δραστηριότητά του, την εξέλιξη της συναισθηματικής, διανοητικής και κοινωνικής του ανάπτυξης.12
Συνταγματικές και άλλες διακηρύξεις περί εξασφάλισης ατομικών δικαιωμάτων και «ισότητας όλων» παραμένουν απραγματοποίητες, λόγω της απουσίας οικονομικής, νομικής, κοινωνικής στήριξης των γονιών από το κράτος, στο έδαφος των ταξικών διαχωρισμών και διακρίσεων στην κοινωνία της ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Αν και το κράτος διαμορφώνει τους κοινωνικο-οικονομικούς όρους ανάπτυξης - κοινωνικοποίησης - διαπαιδαγώγησης των παιδιών, ρίχνει όλα τα βάρη της φροντίδας των παιδιών στη γονική ευθύνη, με όλες τις συνέπειες από τις συνθήκες και την εξέλιξη της σχέσης του ζευγαριού, όπως ήδη αναφέραμε. Αλλά και τα ομόφυλα ζευγάρια δεν είναι απαλλαγμένα από αυτές τις επιδράσεις, ενώ η αστική πολιτική διαμορφώνει μια τάση να παρουσιάζεται η ομοφυλόφιλη σεξουαλική επιλογή και συμβίωση ως ιδανική, προοδευτική, αντισυμβατική, κόντρα στο παλιό-σάπιο κατεστημένο.
Πέραν ενός ποσοστού που σχετίζεται με τάση απόκλισης από τον ετερόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό (που συναντάται και σε άλλα θηλαστικά), στις μέρες μας δε συντρέχουν κοινωνικοί λόγοι του παρελθόντος που οδηγούσαν στην αύξηση της ομοφυλοφιλίας – μαζική απομάκρυνση μόνο αντρών σε πολέμους, καθολική κοινωνική στάση υποβάθμισης της γυναίκας κ.ά. Επομένως χρειάζεται διερεύνηση για τον εντοπισμό νέων κοινωνικών παραγόντων που συμβάλλουν στη διαφαινόμενη (αφού μια ακριβής στατιστική αποτύπωση της χρονικής εξέλιξης του ποσοστού της ομοφυλοφιλίας στο γενικό πληθυσμό δεν είναι δυνατή) αύξηση της ομοφυλοφιλίας, όχι μόνο στους άντρες αλλά και στις γυναίκες.
Ορισμένες διερευνητικές παρατηρήσεις δείχνουν ότι αν και στο πλαίσιο της σύγχρονης ετερόφυλης οικογένειας έχει αυξηθεί –εξαιτίας και του σύγχρονου τρόπου ζωής– ο διαμερισμός των οικογενειακών «βαρών» (ενεργότερη συμβολή του άνδρα στην ανατροφή των παιδιών, στις δουλειές του σπιτιού κλπ., αλλά και της γυναίκας στα εισοδήματα του νοικοκυριού), παράλληλα, σε κοινωνικό επίπεδο και ειδικότερα στις νεαρότερες ηλικίες, είναι προς διερεύνηση αν έχει αυξηθεί το χάσμα επικοινωνίας ανδρών-γυναικών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η αναζήτηση αισθημάτων αγάπης, αφοσίωσης, αλληλοφροντίδας, συντροφικότητας προσανατολίζεται και στο ίδιο φύλο και γίνεται βάση για ικανοποίηση της σεξουαλικότητας. Οι ίδιες διερευνητικές παρατηρήσεις δείχνουν και ενδεχόμενη αύξηση της ατολμίας νέων αντρών ν’ απευθυνθούν σε νέες γυναίκες για ερωτική σχέση.
Είναι βέβαιο ότι η αστική ιδεολογία, ηθική και πολιτική ενσωματώνει όλη την αντιφατικότητα και την κρίση της οικονομικής της βάσης, άμεσα επηρεάζει πλέον την πυρηνική οικογένεια ως προϋπόθεση αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και επομένως της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Σε αυτή τη βάση η κυρίαρχη ιδεολογία για τις σεξουαλικές σχέσεις και την οικογένεια και για το πώς αυτή αναπαράγεται μέσα από το σύστημα εκπαίδευσης, τη βιομηχανία θεάματος κλπ. υπερπροβάλλει τις δυνατότητες της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σε συνδυασμό με την παρένθετη μητέρα, εξωραΐζει το ομόφυλο ζεύγος, καλλιεργεί τον ατομικό δικαιωματισμό σε αντιπαράθεση με τα κοινωνικά δικαιώματα και την ταξική πάλη. Είναι εξίσου βέβαιο ότι διευκολύνεται και από τις συνθήκες κοινωνικοποίησης ιδιαίτερα των μικρότερων ηλικιών (αντικατάσταση σημαντικού μέρους της ζωντανής διαπροσωπικής επικοινωνίας από τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, συνακόλουθος φόβος της προσωπικής έκθεσης που συνδυάζεται με την κοινωνική υπερέκθεση, περιορισμός ελεύθερου χρόνου, προβολή της σεξουαλικής πράξης ως μονοδιάστατη βιολογική ανάγκη κλπ.).
Παρακολουθούμε τέτοια φαινόμενα, συζητάμε με ψυχιάτρους, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους. Οπωσδήποτε εντοπίζουμε ότι η διασάλευση των παλιών στερεοτύπων άντρα-γυναίκας αν και στηρίζεται στην αντικειμενική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, συνεχίζει να συντελείται σε συνθήκες μιας ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας που βρίσκεται σε αντιδραστική πορεία, που παράγει παθογόνα κοινωνική ψυχολογία, που με τον έναν ή άλλον τρόπο διαδίδει τη βία, τα ναρκωτικά, τον αγοραίο έρωτα κλπ. Κατά συνέπεια οι παλιές διαπροσωπικές σχέσεις πεθαίνουν, αλλά οι νέες δεν μπορούν ακόμα να γεννηθούν. Οι νέες, σύγχρονες και προοδευτικές συμπεριφορές, σχέσεις ερωτικές και άλλες δεν έχουν διαμορφωθεί ή τουλάχιστον εμφανίζονται μόνο πρωτοποριακά.
Το ΚΚΕ παλεύει για την εξασφάλιση όρων αξιοπρεπούς ζωής για κάθε γυναίκα και άντρα –εργασιακό εισόδημα, ασφάλιση, σύνταξη. Κανένας και καμία να μη γίνεται οικονομικά αιχμάλωτος. Βέβαια, μέσα στον καπιταλισμό μια σειρά από ιδιωτικά ζητήματα ενός ζευγαριού, ετερόφυλου ή ομόφυλου, όπως τα κληρονομικά, το να επιλέγεις ποιος θα λαμβάνει γνώση ή και απόφαση (αν χρειαστεί) για θέματα που αφορούν την υγεία, μπορούν να διευθετούνται μέσω του Συμφώνου Συμβίωσης ή ιδιωτικών συμφωνητικών, συμβολαιογραφικών πράξεων. Βέβαια, υποστηρίζουμε τις αναγκαίες αντίστοιχες τροποποιήσεις στον Αστικό Κώδικα. Ταυτόχρονα, υποστηρίζουμε ότι κάποιες οικονομικές διευκολύνσεις για τα τυπικά αναγνωρισμένα ετερόφυλα ζευγάρια, όπως στη δανειοδότηση για αγορά πρώτης κατοικίας, πρέπει να επεκταθούν σε κάθε νέο ή νέα που επιλέγει να φύγει από τη γονική κατοικία, να ζήσει μόνος ή και με οποιασδήποτε μορφής συμβίωση.
Η μη ολοκληρωμένη αντίληψη της θέσης του Κόμματός μας οδηγεί συχνά στην παραποίησή της ή στην απλουστευτική θέση ότι «το ΚΚΕ αρνείται τα ατομικά δικαιώματα μεταξύ των ομοφυλόφιλων αλλά και προς τα παιδιά τους». Αυτή η παραποίηση συχνά γίνεται εσκεμμένα εκ μέρους σοσιαλδημοκρατικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων, παρουσιάζοντας το Κόμμα ως «ομοφοβικό».
Αλλά και από την άλλη μεριά, εμφανίζονται διαστρεβλωτές των θέσεών μας που μιλούν για αυθαίρετη προβολή αλλαγής της θέσης του Κόμματος για τον ομόφυλο γάμο.
Το ΚΚΕ με συνέπεια καταπολεμά τις απαράδεκτες και καταδικαστέες κοινωνικές συμπεριφορές, την οποιασδήποτε μορφής βία σε βάρος ανθρώπων λόγω της σεξουαλικής τους επιλογής (όταν αυτή συνιστά συνειδητή επιλογή ενηλίκων ή μεταξύ ανηλίκων), όπως και τις πράξεις βίας με ερωτικό/σεξουαλικό κίνητρο εκ μέρους των θυτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στάσης του ΚΚΕ είναι οι προτάσεις που κατέθεσε στη Βουλή για να αυστηροποιηθεί η νομοθεσία για τους δράστες σεξιστικών, ομοφοβικών και ρατσιστικών επιθέσεων και για ολόπλευρη κοινωνική στήριξη όσων υφίστανται τέτοιες συμπεριφορές. Ταυτόχρονα, τα μέλη της ΚΝΕ μέσα από τους φοιτητικούς συλλόγους και τα μαθητικά συμβούλια έχουν καταγγείλει τέτοια περιστατικά, συμμετείχαν σε κινητοποιήσεις στη δίκη των δραστών της δολοφονικής επίθεσης στον Ζακ, ενάντια σε εγκλήματα κατά των γυναικών.
Εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας και στηρίζουμε τη διεθνή κατακραυγή και καταδίκη των συστημάτων σε χώρες όπως το Ιράν, το Μεξικό, με πολύ αυξημένα ποσοστά εγκλημάτων βίας κατά των γυναικών, με αφορμή και την άγρια δολοφονία της 22χρονης Μαχσά Αμινί από τη θρησκευτική αστυνομία στο Ιράν, στο όνομα της «απρεπούς ενδυμασίας». Καταδικάσαμε την καταστολή εναντίον των λαϊκών κινητοποιήσεων από το καθεστώς του Ιράν, που δίκαια πυροδότησε τη λαϊκή οργή και τον προβληματισμό. Θεωρούμε το αποκρουστικό έγκλημα ως κορυφή του παγόβουνου των κραυγαλέων κοινωνικών διακρίσεων που βιώνουν οι γυναίκες στη μόρφωση, την οικογένεια, ακόμη και στα χαρακτηριστικά της ένδυσής τους, οι οποίες έχουν ως βάση και αφετηρία παρωχημένες κι αντιδραστικές αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Απάντηση, όμως, δεν αποτελούν οι υποκριτικές διακηρύξεις και οι κυρώσεις των αξιωματούχων της ΕΕ, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, που αξιοποιούν τέτοιες σκοταδιστικές πρακτικές σε βάρος των γυναικών στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Άλλωστε, πρόκειται για τις ίδιες δυνάμεις που την ίδια στιγμή στηρίζουν καθεστώτα σε άλλες χώρες, τα οποία εφαρμόζουν τις ίδιες πρακτικές σε βάρος των γυναικών. Απάντηση στο σκοταδισμό και την οπισθοδρόμηση σε βάρος των δικαιωμάτων των γυναικών σε όλο τον κόσμο είναι να δυναμώσει το μέτωπο απέναντι σε παλιές και νέες αντιδραστικές διακρίσεις σε βάρος της γυναίκας, αλλά και σε νέα αντιδραστικά φαινόμενα, όπως τα κυκλώματα εμπορίας γυναικών και νέων, που συνδέονται και με διακίνηση ναρκωτικών, με οργανωμένο έγκλημα. Απέναντι στη σήψη του καπιταλισμού απάντηση δεν είναι «κάνω το σώμα μου ό,τι θέλω», ούτε εκφράζει υλοποίηση των ατομικών δικαιωμάτων. Απάντηση είναι η συνειδητοποίηση της κοινωνικής ρίζας των προβλημάτων, η οργή και αγανάκτηση για αποτρόπαια εγκλήματα να γίνει δύναμη πάλης για να ξεριζωθεί η κοινωνική-ταξική ρίζα της ανισότιμης θέσης της γυναίκας στον καπιταλισμό με το πολιτιστικό, θρησκευτικό «περίβλημά» της.
Αναγνωρίζουμε την ανάγκη να καλλιεργηθεί στα πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος –και όχι μόνο– ο σεβασμός, η αλληλεγγύη, η συλλογικότητα ανεξάρτητα από φύλο, θρησκεία, εθνική ή εθνοτική καταγωγή, σεξουαλικό προσανατολισμό, άλλα προσωπικά γνωρίσματα, ως μέρος μιας διαδικασίας για να εκλείψουν απαράδεκτες συμπεριφορές κοινωνικής αποξένωσης, βίας που φθάνουν σε εγκληματικές πράξεις ή ωθούν ένα νέο άνθρωπο σε αδιέξοδα, σε επιβάρυνση της ψυχικής του υγείας που φτάνει μέχρι τον αυτοτραυματισμό, την αυτοκτονία. Πραγματική ασπίδα προστασίας από τέτοιες διακρίσεις είναι η συλλογικότητα, η πάλη για σύγχρονα κοινωνικά δικαιώματα για όλο το λαό. Ένα ξεχωριστό κίνημα με κριτήριο το σεξουαλικό προσανατολισμό και άλλα προσωπικά γνωρίσματα –και μάλιστα σε αντιπαράθεση με την εργατική-λαϊκή πάλη– δεν προστατεύει, αλλά απομονώνει τους ανθρώπους που βιώνουν κατακριτέες συμπεριφορές.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΡΡΗΚΤΑ ΔΕΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
Η επιλογή, λοιπόν, στη διατύπωση του θέματος είχε στόχο να δοθεί έμφαση στη σχέση που έχουν τα ατομικά με τα κοινωνικά δικαιώματα στο έδαφος και της σημερινής κοινωνίας με πυρήνα την οικονομία, δηλαδή τις κυρίαρχες οικονομικές σχέσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, είναι η σχέση κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας, που είναι σχέση εκμεταλλευτική.
Ο αγώνας λοιπόν για τις ελεύθερες επιλογές σχετίζεται με τη σκέψη και τη στάση καθενός και καθεμιάς, με πυξίδα το σύνθημα του 48ου Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του Οδηγητή: «Με το ΚΚΕ η νέα γενιά, για το μεγάλο, το ωραίο, το συγκλονιστικό, για την κοινωνία του μέλλοντος, για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό στον 21ο αιώνα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου