Χαμηλώναν τα μάτια σκύβοντας το κεφάλι και προχωρούσαν ακάθεκτοι.
Έτσι περιδιάβαιναν οι άνθρωποι στο πεζοδρόμιο δίπλα από τη στάση του
λεωφορείου. Λες και υπήρχε κάτι το επιλήψιμο στο γεγονός πως απέφευγαν
κάθε επαφή με το περιβάλλοντα κόσμο. Προσπερνούσαν τους πάντες και
αντιπαρέρχονταν τα πάντα, έχοντας το πρόσχημα της αναγκαίας βιασύνης.
Μιας βιασύνης που θα μπορούσε να αποκαλύπτει έλλειψη συμπόνιας αλλά
και συγκαλυμμένο φόβο. Στο δρόμο, κάθε κακό συναπάντημα αποτρέπεται με
επίταση της ταχύτητας βηματισμού. Αν ολιγωρούσαν λιγάκι θα έπρεπε να αντικρίσουν επαίτες, αλλοδαπούς και άλλες απειλητικές υπάρξεις που τώρα
αντιλαμβάνονται μονάχα ως απρόσωπες σιλουέτες. Η γλώσσα του σώματος, η
σημειολογία των αξεσουάρ, στέλνει περίτρανα το μήνυμα: «Μην ενοχλείτε.»