Τις Τρίτες,καλή ώρα, στη γειτονιά μου στον προσφυγικό συνοικισμό που μεγάλωνα τα καλοκαίρια,οι Μικρασιάτισσες γειτόνισσες έβαζαν μπουγάδα...
Στις αυλές στο πίσω μέρος αχάραγα έστηναν τις σκάφες,τις γκαζιέρες ,για να ζεστάνουν τα νερά,και να τα λουλάκια,να τα πράσινα σαπούνια,να οι υπέροχες μυρωδιές που με συντροφεύουν ως σήμερα...
'Εψηναν τον καφέ τους και μέχρι να μουλιάσουν τ'ασπρόρουχα και τα εργατικά των ανδρών τους,τον έπιναν στις πεζούλες τους αντικρυστά και τιτίβιζε η γειτονιά όλη..
Εμείς τα παιδιά τότε διατηρούσαμε την ίδια ικανότητα που έχουν πάντα τα παιδιά,να μετατρέπουν σε παιχνίδι την ίδια τη ζωή...