Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

"Ανατολή" και "Δύση" από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού







Από τη σκοπιά του επανασταστικού μαρξισμού, "Ανατολή" και "Δύση" δεν είναι ονόματα για μια γεωγραφική κατατομή του κόσμου, που αν δεν δεχτούμε ότι έχει ένα περιεχόμενο διαφορετικό από την απλή γεωγραφία δεν θα είχε καμία θεωρητική σημασία.

Από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού, όμως, "Ανατολή" και "Δύση" δεν είναι ούτε ονόματα για δύο διαφορετικές και ασύμβατες "πολιτισμικές σφαίρες", δυο διαφορετικές και ασύμβατες "κουλτούρες", ούτε, βέβαια για τους όρους μιας "σύγκρουσης πολιτισμών." Το περιεχόμενό τους για τον μαρξισμό δεν είναι "πολιτιστικο-ιδεολογικό."

Από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού, τέλος, "Ανατολή" και "Δύση" δεν είναι καν ονόματα για την "ανάπτυξη" και την "υπανάπτυξη", για την "κεντρικότητα" και την "περιφερειακότητα". Αν ήταν, ο επαναστατικός μαρξισμός θα ήταν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αστική κοινωνιολογία.

Από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού, "Ανατολή" και "Δύση" είναι προσδιορισμοί ενός θεμελιώδους στις συνέπειές του σχίσματος στην θεωρία και πρακτική του σοσιαλισμού ως έκφρασης του εργατικού κινήματος.

Το πραγματικό τους περιεχόμενο μπορεί άμεσα να μετατραπεί σε "μεταρρύθμιση" (Δύση) εναντίον "επανάστασης" (Ανατολή), ή, που είναι το ίδιο πράγμα, σε "σοσιαλδημοκρατία" και "μπολσεβικισμό", ή --και είναι πάλι το ίδιο πράγμα-- σε "θεωρία της 'κατάκτησης' του αστικού κράτους" και "θεωρία της συντριβής του αστικού κράτους", ή (πάντα πρόκειται για τους ίδιους όρους αντίθεσης) σε "δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό" απέναντι στη "δικτατορία του προλεταριάτου."

Αυτά είναι τα πραγματικά περιεχόμενα της αντίστιξης "Ανατολής" και "Δύσης" από τη μαρξιστική σκοπιά. 

Το ότι ιστορικά, το σχίσμα σοσιαλδημοκρατίας και μπολσεβικισμού προκύπτει ξεκάθαρα στη βάση της σχέσης με τον ιμπεριαλισμό δεν είναι καθόλου τυχαίο ή ασύνδετο με τα παραπάνω. Ο ιμπεριαλισμός παρουσιάζει στον σοσιαλισμό σε απόλυτα οξυμένη μορφή ένα καθοριστικό δίλημμα: ή σύνταξη της εργατικής τάξης με την αστική στο όνομα της επικράτησης του έθνους σε βάρος άλλων, ή "ταξική συνεργασία" και πρόθυμος ιμπεριαλιστικός πόλεμος δηλαδή, ή πόλεμος της εργατικής τάξης στην αστική, δηλαδή εμφύλιος πόλεμος σε άμεση σύνδεση με την απόπειρα επανάστασης. Έτσι, οι κρίκοι της νοηματικής αλυσίδας που προαναφέρθηκε συνδέονται μετά το 1914 ως εξής:

α) μεταρρύθμιση-σοσιαλδημοκρατία-κατάκτηση του αστικού κράτους βαθμιαία και κοινοβουλευτικά-δημοκρατικός δρόμος στο σοσιαλισμό-συμμετοχή στον ιμπεριαλισμό κάτω απ' την αιγίδα της "ταξικής ειρήνης" εντός του έθνους-κράτους

β) επανάσταση-μπολσεβικισμός-συντριβή του αστικού κράτους-δικτατορία του προλεταριάτου-χρησιμοποίηση του ιμπεριαλιστικού πολέμου για τον οπλισμό του και ανατροπή του αστικού κράτους ως οργάνου αστικής εξουσίας-"εμφύλιος" πόλεμος.

Το γεγονός ότι ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε πολύ γρηγορότερα από ό,τι το εργατικό κίνημα, και ότι είχε φτάσει ήδη στη βιομηχανική ωριμότητα αρκετά πριν κυριαρχήσει ο σοσιαλισμός των Μαρξ-Ένγκελς επί των αντιπάλων του στο κίνημα αυτό, σήμαινε ότι το ζήτημα της τακτικής και της στρατηγικής της μετάβασης στον σοσιαλισμό δεν είχε το χρόνο να ωριμάσει πλήρως στην περίοδο πριν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Όσο κι αν οι Μαρξ και Ένγκελς παράγουν πλούσιες επεξεργασίες για τα κεντρικά ζητήματα της στρατηγικής και της τακτικής του προλεταριακού κόμματος,απέχουν απ' το να μπορούν να προκαθορίσουν με λεπτομέρεια τα ζητήματα αυτά εφόσον δεν έχει ακόμα ιστορικά διασαφηνιστεί στην εποχή τους η αλυσίδα που περιγράφτηκε.

Μετά το θάνατο του Μαρξ, ο Ένγκελς δείχνει πως σε ό,τι αφορά τη Γερμανία και το SPD, δεν έχει απόλυτα ξεκαθαρίσει τη θέση του απέναντι στο ουσιώδες ζήτημα του πώς θα επιτευχθεί ο σοσιαλισμός από το γερμανικό εργατικό κίνημα. Η αδυναμία του να το πετύχει, αδυναμία που δεν είναι υποκειμενική αλλά αποτέλεσμα της συγκριτικής ανωριμότητας του εργατικού κινήματος σε σχέση με την εξέλιξη του καπιταλισμού, που ήδη από το 1880 περίπου φτάνει στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, ανοίγει τα κρίσιμα για την μετέπειτα πορεία ρήγματα στους Μπέρνσταϊν και Κάουτσκι, οι οποίοι επιχειρούν καθοριστικής σημασίας "επιδρομές" στην μαρξιστική κληρονομιά με στόχο να σιγουρέψουν την απορρόφησή της από την "προοδευτική" ιδεολογία σταδιακής καλυτέρευσης των συνθηκών για την εργατική τάξη, κόντρα σε βασικές διαστάσεις της μαρξικής "απαισιοδοξίας" για τη βιωσιμότητα τέτοιου είδους "φυσικών" προοπτικών υπέρ της εργατικής τάξης(νόμος της πτωτικής τάσης του κέρδους, της κυκλικότητας όλο και επιδεινούμενων κρίσεων, νόμος του σχετικού υπερπληθυσμού και της μεταβολής της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου).

Ο Λένιν είναι η απάντηση της "Ανατολής" στις προαναφερθείσες "επιδρομές" στην μαρξιστική παράδοση, ή, καλύτερα, είναι το σημείο πολεμικής σύστασης της ίδιας της διχοτόμησης "Ανατολής" και "Δύσης", με όλες τις ουσιώδεις θεωρητικές προεκτάσεις που προαναφέρθηκαν.

Ο στόχος του Λένιν όμως δεν ήταν ποτέ η "δικαίωση" της "Ανατολής" κόντρα στη "Δύση", αλλά η αποκατάσταση μιας ενότητας που είχε ήδη φθαρεί από τη δεκαετία του 1880, μετά το θάνατο του Μαρξ· ο στόχος του Λένιν ήταν ο επαναστατικός θρίαμβος του σοσιαλισμού πέρα από την (κατασκευασμένη από τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες Μπέρνσταϊν και Κάουτσκι) αντίθεση "Ανατολής"-"Δύσης".

Απόλυτα κρίσιμη σημασία σ' αυτό το εγχείρημα είχε η επανάσταση στην βιομηχανικά αναπτυγμένη Γερμανία (1918-1919) και τα γερμανικά Σοβιέτ. Η ήττα αυτής της επανάστασης (ήττα που ήρθε με τη μορφή της στρατιωτικής ανάπτυξης των οργανωτικών προπλασμάτων του φασισμού, των Freikorps) είναι ο λόγος που ο Λένιν δεν μπόρεσε να εκπληρώσει το στόχο της αναίρεσης μιας "αντίθεσης" που κατασκεύασαν θεωρητικά και νομιμοποίησαν ως "αντικειμενικότητα" οι Μπέρνσταϊν και Κάουτσκι. 

Το κρίσιμο λάθος του Γκράμσι, στην περίοδο του ιταλικού φασισμού και των Τετραδίων της φυλακής, είναι ότι αναπτύσσει μια σκέψη για την τακτική και τη στρατηγική αποδεχόμενος χωρίς κριτική ενσυνειδητότητα, χωρίς ιστορική επίγνωση των διακυβευμάτων του, τον "ουσιοκρατικό" χαρακτήρα της αντίθεσης "Ανατολής"-"Δύσης". Αποδεχόμενος το σχίσμα ως θεωρητικά αυτονόητο και αξιόπιστο κάνει τις ολέθριες παρατηρήσεις για το πώς η ουσιοποιημένη (σχεδόν μεταφυσικοποιημένη πλέον) διαφορά των δύο επιβάλλει μια διαφορετική τακτική και στρατηγική στη "Δύση". Η Λούξεμπουργκ, στην πολεμική της ενάντια στον Κάουτσκι, είχε σωστά αποφύγει αυτή την παγίδα. Ο Γκράμσι, από την άλλη, πρόσφερε χωρίς να το συνειδητοποιεί (και υπό το κράτος του περιορισμού του από τη μουσσολινική λογοκρισία), στη σοσιαλδημοκρατία το βασικό μέσο αυτονομιμοποίησής της (συγκεκριμένες και βολικές για την ίδια ερμηνείας της "ηγεμονίας" ως "δυτικοσοσιαλιστικής"/"ευρωκομμουνιστικής" απάντησης στην επανάσταση) και "ανταμείφθηκε" με δεκαετίες εξευτελιστικής οικειοποίησης από τους σοσιαλδημοκράτες, παρά τον έντιμο, θεωρητικά ανήσυχο και αγωνιστικό επαναστατισμό του.

Αν πριν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο του 1914, το εργατικό κίνημα δεν είχε ακόμα ωριμάσει στον βαθμό που να του επιτρέπει να δει καθαρά τη φύση του ιμπεριαλιστικού σταδίου και το πώς η έλευσή του καθιστούσε ολότελα ανέφικτες τις ελπίδες περί "προοδευτικής βελτίωσης της κατάστασης της εργατικής τάξης", αν δεν ήταν αντικειμενικά ακόμα σε θέση να αντικρύσει σε όλες τις χώρες και κατάματα το γεγονός ότι η μαζική σφαγή θα ήταν πλέον αξεπέραστο εμπόδιο σε κάθε γλυκιά ελπίδα ξεπεράσματος του καπιταλισμού χωρίς αποφασιστική και ένοπλη σύγκρουση, μετά τον Λένιν η αδυναμία αυτή είναι ασυγχώρητη, όταν δεν είναι ευθέως προδοτική. Το μασκάρεμά της δια της προσφυγής στο σοσιαλδημοκρατικά δομημένο δίπολο "Ανατολής" και "Δύσης" δεν πρέπει να κλείνει κανενός τα μάτια. Ο κόσμος δεν χωρίζεται σε δυο σφαίρες γιατί η ταξική πάλη και ο ιμπεριαλισμός είναι ενιαία και συνδετικά φαινόμενα. Το ίδιο, αναγκαστικά, είναι στη βάση της η σοσιαλιστική στρατηγική: δεν υπάρχουν δύο στρατηγικές του σοσιαλισμού στην ιμπεριαλιστική εποχή, αλλά μία στρατηγική του σοσιαλισμού και μια στρατηγική της αέναης παγίδευσης του εργατικού κινήματος στην αστική εξουσία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου