Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Για τη στρατηγική και το διαδικτυακό φραξιονισμό

Από την έκδοση της ΙΕ της ΚΕ του ΚΚΕ, Κόμμα 'παντός καιρού', εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2014. απο Σφυροδέπανο.

Στη διάρκεια της προσυνεδριακής περιόδου ξεκίνησε –και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα- από την πλευρά του οπορτουνισμού μια συστηματική επίθεση κατά του Κόμματος με επίκεντρο το πρόγραμμα και το καταστατικό του. Πρόκειται για επίθεση ύπουλη κι επεξεργασμένη καθώς οι φορείς της δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ωμά, προκλητικά επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν την περίοδο του ’90-’91, όταν πίστεψαν ότι η νίκη της αντεπανάστασης ήταν η χρυσή ευκαιρία να «ξεφορτωθεί» το κομμουνιστικό κίνημα το μαρξισμό-λενινισμό ή να διατηρήσει κάποιες μαρξιστικές ιδέες απαλλαγμένες από τον αντικαπιταλιστικό επαναστατικό τους χαρακτήρα.



Διάφοροι αυτοαποκαλούμενοι μέλη ή πρώην μέλη και φίλοι του Κόμματος, αξιοποιώντας την ανωνυμία του διαδικτύου και στοχεύοντας στη δημιουργία συγχύσεων στο κομματικό δυναμικό και τον κύκλο επιρροής του Κόμματος συγκρότησαν αυτό που συνοπτικά αποκαλούμε «διαδικτυακό φραξιονισμό». Με στόχο να αντιπαρατεθούν στο Κόμμα επέλεξαν ως βασικό τους «όπλο» τη στενοχώρια και την ανησυχία για το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα και την απότομη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Επιδίωξαν να δώσουν την εντύπωση ότι δεν έχουν καμία σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ, με τις «ταλαντεύσεις» και την αναξιοπιστία του, προβάλλοντας μια φραστική καταδίκη των κοινοβουλευτικών αυταπατών και «καταγγέλλοντας» την ελπίδα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ από μόνος του μπορούσε να φρενάρει την αντιλαϊκή επίθεση. Άσκησαν και ασκούν πολεμική στο Κόμμα, προφασιζόμενοι πως αυτό δε γίνεται από θέση αμφισβήτησης συνολικά της στρατηγικής για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας αλλά της τακτικής στην προώθησή της. Με αυτόν τον τρόπο ο «ηλεκτρονικός φραξιονισμός» βάζει από το «παράθυρο» τη γραμμή συνεργασίας κορυφών με σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, μεταρρυθμίσεων και εξόδου από την Ευρωζώνη μέσω μιας κυβέρνησης «αριστερών» πολιτικών δυνάμεων. Προσπαθούν να χρεώσουν στην πολιτική του Κόμματος την έλλειψη τέτοιας γραμμής συσπείρωσης, σε μια περίοδο που το Κόμμα όντως κατέγραψε σοβαρές απώλειες που έχουν πολιτικό ιδεολογικό χαρακτήρα. Θέλουν να προβάλλει λαθραία την ανορθολογική και κυρίως αντιεπιστημονική αντίληψη, ότι η στρατηγική καθορίζεται από το συσχετισμό των δυνάμεων και όχι από το γεγονός ότι αντικειμενικά και ανεξάρτητα από το συσχετισμό αυτό ζούμε στην εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Η πίεση των κοινοβουλευτικών αυταπατών είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα από το οποίο ένα μεγάλο μέρος του διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος δεν κατάφερε να απαλλαγεί, ανεξάρτητα αν στο πρόγραμμα και το καταστατικό των ΚΚ μιλούσαν υπέρ του μαρξισμού-λενινισμού και του προλεταριακού διεθνισμού. Η μεταπολεμική περίοδος με την κυριαρχία της λεγόμενης κεϊνσιανής διαχείρισης, με μεγαλύτερη ευελιξία σε παραχωρήσεις –τόσο ως απόρροια της ταχύτατης μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης όσο και της άμυνας απέναντι στις σοσιαλιστικές χώρες και το εργατικό κίνημα- συνδυάστηκε στην καπιταλιστική Ευρώπη και ιδιαίτερα στις πιο ισχυρές χώρες με την ανάπτυξη της αστικής δημοκρατίας και την κοινοβουλευτική ενίσχυση ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων. Σε αυτές τις συνθήκες, η παλιά οπορτουνιστική γραμμή των μεταρρυθμίσεων, μέσω των οποίων θα προσεγγιζόταν ο σοσιαλισμός (γραμμή Μπερνστάιν), που διάβρωσε και αστικοποίησε τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, κέρδισε έδαφος σε Κομμουνιστικά Κόμματα σε βάρος της ταξικής πάλης, της επαναστατικής στρατηγικής.

Στο σημείο αυτό αξίζει να θυμίσουμε ότι ο οπορτουνισμός γεννιέται ως τάση ενσωμάτωσης μέσα στο εργατικό κίνημα στους κόλπους του καπιταλισμού, ενώ στην ανώτατη βαθμίδα του, τον ιμπεριαλισμό, αποκτά και μια σταθερή, αν και μεταβλητή αριθμητικά, κοινωνική βάση ανάπτυξης. Η βάση αυτή δημιουργείται από τη διεύρυνση της εργατικής τάξης με τμήματα που προέρχονται από μεσαία στρώματα και τη διεύρυνση της εργατικής αριστοκρατίας, ενός τμήματος δηλ των εργαζομένων εξαγορασμένο είτε από τα υπερκέρδη των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων είτε από το αστικό κράτος και τις επιχειρήσεις του. Αυτό το τμήμα διαμορφώνει σταθερά καλύτερους όρους ζωής συνδέοντας αυτή τη σχετική προσωπική του ευημερία με τη μακροημέρευση του καπιταλισμού.

Πάνω σ’ αυτή την κοινωνική βάση διαμορφώνεται η τάση συμβιβασμού με τον ταξικό αντίπαλο, η αναζήτηση πολιτικών λύσεων «εντός των τειχών» του καπιταλιστικού συστήματος, εμφανίζεται ο οπορτουνισμός μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα, μέσα στο Κόμμα της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό η πάλη με τον οπορτουνισμό είναι προϋπόθεση για τη διατήρηση του επαναστατικού εργατικού χαρακτήρα του Κόμματος, σε κάθε περίοδο και σε κάθε φάση της ταξικής πάλης και του συσχετισμού δυνάμεων. Απ’ αυτή την πάλη, από την ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική της συνέπεια και επάρκεια εξαρτάται η αποτροπή της αποκομμουνιστικοποίησης κομμουνιστικών κομμάτων. Ο ευρωκομμουνισμός αποτέλεσε βασικό αγωγό, μέσα από τον οποίο ο δυτικοευρωπαϊκός καπιταλισμός κατάφερε με βασικό όπλο τη σοσιαλδημοκρατία σοβαρά χτυπήματα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα με αποτέλεσμα τη σταδιακή υποχώρησή του, ακόμα και τον εκφυλισμό του. Αγώνες έγιναν, όμως αυτοί δεν μπόρεσαν να διαφοροποιήσουν θετικά το συσχετισμό δυνάμεων.

Οι σύγχρονοι οπορτουνιστές είχαν και έχουν το θράσος τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίσσεται σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, να φορέσουν τη μάσα του μαρξιστή-λενινιστή για να επαναφέρουν το ΚΚΕ στη γραμμή του μαρξισμού-λενινισμού από την οποία υποτίθεται ότι έχει απομακρυνθεί. Δε δίστασαν να κάνουν τις γνωστές οπορτουνιστικές αλχημείες, στις οποίες μας είχε συνηθίσει το παλαιό «ΚΚΕ-Εσωτερικού» αλλά και η ομάδα των στελεχών που εγκατέλειψε το Κόμμα στις αρχές της 10ετίας του ’90, προβάλλοντας επιλεκτικά ορισμένες θέσεις των Μαρξ-Ένγκελς σχετικές με τη στάση του εργατικού κινήματος κατά τη διάρκεια της περιόδου που η αστική τάξη πάλευε να κερδίσει την εξουσία από τους φεουδάρχες, σα να έχουν την ίδια ισχύ στις συνθήκες του αναπτυγμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού και της συγκροτημένης εδώ και δεκαετίες αστικής εξουσίας. Είχαμε αρκετά χρόνια να ζήσουμε την αντιπαράθεση του νέου κόντρα στον ώριμο Μαρξ, την υπεράσπιση για τις σημερινές συνθήκες της στρατηγικής που επεξεργάστηκε ο Λένιν με την προεργασία για το έργο του Κράτος και Επανάσταση και την κωδικοποίησε με τιςΘέσεις του Απρίλη, στρατηγική που επιβεβαιώθηκε στην πράξη με τη νίκη της μεγάλης Οκτωβριανής σοσιαλιστικής επανάστασης.

Η λεγόμενη κομμουνιστική αντιπολίτευση επανέφερε, με τη βοήθεια της δημόσιας προβολής των θέσεών της από τις «φιλόξενες» σελίδες μερίδας του αστικού Τύπου, τη διαπάλη ανάμεσα στον μπολσεβικισμό και το μενσεβικισμό, την αντιπαράθεση της κομμουνιστικής στρατηγικής με τη δεξιά οπορτουνιστική ή κεντριστική κατεύθυνση στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος την περίοδο του Μεσοπολέμου. Πρόκειται για την περίοδο στην οποία τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης τη διαδέχτηκαν οι ήττες της γερμανικής και ουγγρικής επανάστασης, με αποτέλεσμα την υποχώρηση του αρχικού επαναστατικού κύματος και τη σχετική σταθεροποίηση του καπιταλισμού.

Βασικός στόχος της παραπάνω οπορτουνιστικής επιχειρηματολογίας είναι η επαναφορά «από την πίσω πόρτα» της λεγόμενης λογικής των «επαναστατικών σταδίων», που ποτέ και σε καμία χώρα δεν επιβεβαιώθηκε, της γραμμής του μίνιμουμ προγράμματος το οποίο –σε αντίθεση με το πρόγραμμα που προϋποθέτει την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας- μπορεί να υλοποιηθεί στο έδαφος του καπιταλισμού κυρίως μέσω της συμμετοχή ή στήριξης αστικών κυβερνήσεων. Η επιδίωξη αυτού του μίνιμουμ προγράμματος μέσα στα πλαίσια της διαχείρισης του καπιταλισμού και η ουσιαστική ανάθεση του λεγόμενου μάξιμουμ προγράμματος, δηλαδή της κατάκτησης της εργατικής εξουσίας στη «Δευτέρα Παρουσία», αιτιολογείται ως αναγκαίος συμβιβασμός σε συνθήκες όπου «δεν υπάρχει συσχετισμός δυνάμεων που να ευνοεί την πάλη για το σοσιαλισμό» ή με το σαθρό επιχείρημα ότι μια κυβέρνηση με συμμετοχή του ΚΚΕ που θα προκύψει μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες και θα στηρίζεται στο εργατικό λαϊκό κίνημα μπορεί να συμβάλει στο πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό χωρίς τη σοσιαλιστική επανάσταση είτε ότι η συμμετοχή σε μια κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού μπορεί να επιταχύνει την εμφάνιση της επαναστατικής κατάστασης η οποία όμως έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και δεν εξαρτάται από τη θέληση της μιας ή της άλλης τάξης, του ενός ή του άλλου κόμματος, της μίας ή της άλλης κυβέρνησης. Η πείρα στην καπιταλιστική Ευρώπη, στη Λατινική Αμερική, έχει δείξει ότι όταν ένα ΚΚ αποφασίζει να πάρει μέρος σε μια κυβέρνηση διαχείρισης στο όνομα μιας μεταβατικής επιλογής, έχει ήδη δέσει από μόνο του τα χέρια του, ακόμα και όταν δε δεσμεύεται με επίσημη συμφωνία ή έχει διακηρύξει τη διατήρηση της αυτοτέλειάς του. Στην προκειμένη περίπτωση δεν παίζει κανένα ρόλο αν υπάρχουν γραπτές ή όχι δεσμεύσεις, οι νόμοι της καπιταλιστικής αγοράς δεν εξαρτώνται από τις πολιτικές συμφωνίες.

Η αλήθεια είναι ότι το Κόμμα μας δεν είχε προετοιμάσει έγκαιρα, σε έκταση και βάθος, την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, τις κοινωνικές δυνάμεις που απευθυνόμαστε, για τη στάση του απέναντι σε μια «αριστερή», «προοδευτική» -με ή χωρίς εισαγωγικά- κυβέρνηση στις συνθήκες του καπιταλισμού, αν και το ζήτημα αυτό είχε ανακύψει σε μια σειρά χώρες και πρόσφατα, όπως στη Γαλλία και στην Ιταλία. Το γεγονός αυτό δείχνει έλλειψη πρόγνωσης, είναι μάθημα και δίδαγμα ότι δεν πρέπει η προβολή του Προγράμματός μας να περιορίζεται στα σημεία εκείνα που προβάλλει η τρέχουσα επικαιρότητα στην χώρα μας, αλλά να λαμβάνει υπόψη και τις κυοφορούμενες τάσεις, οι οποίες συχνά γίνονται πιο εύκολα διακριτές από την παρακολούθηση της διεθνούς καπιταλιστικής πραγματικότητας.

Σε αυτή την πολεμική του οπορτουνισμού αξιοποιήθηκε και ένα σημείο που περιείχε το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου, το οποίο αναφερόταν σε κάποιο ενδεχόμενο-πιθανότητα κοινοβουλευτικής ανάδειξης κυβέρνησης αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, χωρίς βεβαίως να γίνεται λόγος για συμμετοχή του ΚΚΕ σε αυτήν και χωρίς προβάλλεται ως στάδιο ή μεταβατική φάση προς το σοσιαλισμό, όπως ερμήνευσε αυτή τη διατύπωση ο οπορτουνισμός. Το συμπέρασμα που αποτελεί και δίδαγμα είναι ότι τα ντοκουμέντα δεν πρέπει να δίνουν λαβές και αφορμές που καθιστούν δυνατή την πλαστογράφηση και παρερμηνεία των θέσεών τους.

Ένα άλλο συμπέρασμα είναι ότι το Κόμμα δεν πρέπει να επαναπαύεται από τη συμφωνία συναγωνιστών και συναγωνιστριών με αιτήματα και προτάσεις που προβάλλει για την απόκρουση της επίθεσης και τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων. Είναι απόλυτα απαραίτητο να εντάσσει την πάλη για τα οξυμένα προβλήματα του λαού σε ένα ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο που ανεβάζει την πολιτική συνείδηση και την οργάνωση –συμμετοχή των εργατοϋπαλλήλων στην ταξική πάλη.

Αυτό όμως απαιτεί ορισμένες προϋποθέσεις, όπως να γνωρίζουμε την εσωτερική σχέση του κάθε μεγάλου και οξυμένου προβλήματος με τη στρατηγική του κεφαλαίου, με την καπιταλιστική οικονομία και το πολιτικό της σύστημα, να ερμηνεύουμε δηλαδή τις εξελίξεις στη βάση της σχέσης οικονομίας και πολιτικής. Απαιτείται και σε ατομικό επίπεδο να έχουμε ένα ευρύ πεδίο γνώσεων, επιχειρημάτων, στοιχείων, ώστε να γίνεται εύστοχη και ζωντανή η προπαγάνδα μας, να αναπτύσσουμε κριτήριο τι από όλα πρέπει να πούμε, πού επικεντρώνουμε.

Αν δεν έχουμε κατακτήσει να σκεφτόμαστε, να κρίνουμε με άξονα τη σχέση οικονομίας και πολιτικής κάθε κοινωνικό πρόβλημα, κάθε οικονομικό και πολιτικό φαινόμενο, πχ την εμφάνιση ενός σκανδάλου, ενός νέου κόμματος κλπ, τότε γίνεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα στο πρόβλημα και στην αναγκαιότητα πάλης κατά του καπιταλισμού, που θολώνει την πραγματικότητα και αποπροσανατολίζει την εργατική τάξη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου